Επύλλιο
Επύλλιο ονομάζεται έμμετρο είδος της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, ποίημα, μικρού σχετικά μεγέθους, που έχει επικά στοιχεία ή θέμα ή αποτελεί μέρος έπους και είναι τεχνικός γραμματολογικός όρος[1][2].
Αρχική χρήση 2ου - 3ου αιώνα μ.Χ.
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο όρος εμφανίζεται μια μόνο φορά σε αρχαίο ελληνικό κείμενο, στους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου (τέλος του 2ου αι. μ.Χ./αρχές του 3ου αι. μ.Χ.) και ορίζεται ως υποκοριστικό της λέξης έπος (μικρό έπος)[3]:
- «ὅτι τὸ εἰς Ὅμηρον ἀναφερόμενον ἐπύλλιον, ἐπιγραφόμενον δὲ Ἐπικιχλίδες, ἔτυχε ταύτης τῆς προσηγορίας διὰ τὸ τὸν Ὅμηρον ᾄδοντα αὐτὸ τοῖς παισὶ κίχλας δῶρον λαμβάνειν, ἱστορεῖ Μέναιχμος ἐν τῷ περὶ τεχνιτῶν.»
- μετάφραση
- «το επύλλιο που αποδίδεται στον Όμηρο και έχει όνομα Ἐπικιχλίδες, έλαβε αυτό το όνομα (δηλαδή το Επικιχλίδες), επειδή όταν ο Όμηρος το τραγούδησε στα παιδιά, του έδωσαν τσίχλες για δώρο, αναφέρει ο Μέναιχμος, στο «περί τεχνιτών».»
Χρήση μετά τον 19ο αιώνα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η χρήση του όρου στην κλασσική βιβλιογραφία άρχισε τον 19ο αιώνα από δημοσιεύσεις του Γερμανού φιλολόγου Φρειδερίκου Αυγούστου Βολφ (Friedrich August Wolf, 1759–1824)[4]:
- Ad Scutum Herculis epyllion Hesiodo subditum animadversiones (Παρατηρήσεις στην «Ασπίδα του Ηρακλή», ένα επύλλιο το οποίο λανθασμένα αποδίδεται στον Ησίοδο) και
- Theocriti idyllia et epyllia (Ειδύλλια και επύλλια του Θεοκρίτου).
Συνήθως χρησιμοποιήθηκε για σύντομα ποιήματα της αλεξανδρινής εποχής, γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο, αλλά στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε και για ποιήματα στη λατινική γλώσσα.
Ο όρος «σύντομα ποιήματα» έχει ένα μεγάλο εύρος και άλλοτε αφορά λιγότερους από εκατό, άλλοτε μερικές εκατοντάδες στίχους, αλλά και κάποτε μεγαλύτερα ποιήματα (η Εκάλη του Καλλίμαχου, που χαρακτηρίζεται κατεξοχήν επύλλιο έχει πάνω από 1000 στίχους).
Επύλλια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ποιήματα που χαρακτηρίζονται επύλλια είναι[5][6][1]:
Σε αρχαία ελληνικά ποιήματα:
- «Επικιχλίδες», αποδιδόμενο στον Όμηρο
- «Κέρκωπες», αποδιδόμενο επίσης στον Όμηρο
- «Γλαύκος», Ηδύλου
Στην ελληνιστική γραμματεία:
- «Ύλαι», Θεόκριτου
- «Ηρακλίσκος», Θεόκριτου
- «Ηρακλής λεοντόφωνος», Θεόκριτου
- «Ευρώπη», Μόσχος
- «Αχιλληίς», Βίων ο Σμυρναίος
- «Εκάλη», Καλλίμαχος
- 6 επύλλια του Ευφορίωνα
- «Ηλακάτη», της Ήρινας
και σε νεώτερα κείμενα:
- «Τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον» του Μουσαίου
και γενικότερα σε έργα της βυζαντινής εποχής (δες: Βυζαντινές μυθιστορίες και επύλλια).
Στη λατινική γραμματεία:
- «Πηλέας και Θέτιδα», Κάτουλλος
- «Αρισταίος», Βιργίλιος
- «Ciris», ψευδο-Βιργιλίου
- «Μεταμορφώσεις», Οβίδιος
Παρόλο που ο όρος χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για ποιήματα της ελληνιστικής και λατινικής γραμματείας, έχει χρησιμοποιηθεί και για νεώτερα έργα όπως το έργο «Στρατιώτες» του Παντελή Πρεβελάκη του 1928.
Αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Επύλλιο, Εβίνα Σιστάκου, Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός, Ελληνιστική Γραμματεία, greek-language.gr, Ψηφίδες για την Ελληνική γλώσσα
- ↑ «ΕΠΥΛΛΙΟΝ». ΒΙΒΛΙΟ ΕΑΠ, ΠΑΤΡΑ 2001 (Επιμέλεια Έκδοσης του Τόμου: Αλεξάνδρα Μελίστα). Γράμματα Ι: Αρχαία Ελληνική και Βυζαντινή Φιλολογία, ΕΑΠ Πάτρα, 2001, ΤΟΜΟΣ Β΄ σελίδες 46-48.. http://dx.doi.org/10.12681/eadd/22139.
- ↑ Liddell, H.G. & Scott, R. A Greek–English Lexicon, 9th ed. (Oxford, 1940), [νεκρός σύνδεσμος][νεκρός σύνδεσμος][νεκρός σύνδεσμος][νεκρός σύνδεσμος][νεκρός σύνδεσμος][νεκρός σύνδεσμος][νεκρός σύνδεσμος][νεκρός σύνδεσμος][νεκρός σύνδεσμος][νεκρός σύνδεσμος] ἐπύλλιον][νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Most, G.W. (1982), «Neues zur Geschichte des Terminus 'Epyllion'», Philologus 126: 153–6
- ↑ Επύλλιο[νεκρός σύνδεσμος], Livepedia (ανάκτηση 25 Μαΐου 2014)
- ↑ επύλλιο, ygeiaonline.gr, ΔΟΜΗ