Μετάβαση στο περιεχόμενο

Επίγραμμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το βιβλίο Quodlibets του Ρόμπερτ Χέιμαν (Robert Hayman), τυπωμένο το 1628, αφιερώνει μεγάλο μέρος του κειμένου στα επιγράμματα.

Επίγραμμα αρχικά ήταν μια απλή επιγραφή πάνω σε ένα τάφο του ονόματος του νεκρού, της γενιάς του ή και του τόπου του. Δύο-τρεις λέξεις χωρίς (ποιητικό) μέτρο και με πληροφοριακά στοιχεία μόνο. Σιγά-σιγά, όσο η συνήθεια της επιτάφιας επιγραφής διαδιδόταν, άρχισε η έντεχνη διατύπωση και ο εμπλουτισμός των στοιχείων με πληροφορίες για τη δράση και τις ανδραγαθίες του νεκρού (ή των νεκρών) και η έκφραση του πόνου που ένιωσαν όσοι τον έχασαν.

Το επίγραμμα, αν κι έζησε πολύ περισσότερο από το Έπος και το Δράμα, αν κι έφτασε ως εμάς πιο άρτιο, εκτεταμένο και συστηματοποιημένο από τα άλλα είδη της λυρικής ποίησης, παραμένει ακόμα ένας τόπος άγνωστος στους πολλούς, αν εξαιρέσουμε το «Ὦ ξεῖν´, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις…» Η πολύ περιορισμένη σχολική του διδασκαλία και οι μεταφράσεις που κατά καιρούς γίνονται δεν αρκούν για να συνειδητοποιηθεί η αξία του, παρά το ότι ήταν από τις κυριότερες εκφράσεις της ελληνικής ποίησης από τους Αλεξανδρινούς χρόνους μέχρι την εποχή του Ιουστινιανού.[1]

Ιστορία του επιγράμματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για το επίγραμμα χρησιμοποιήθηκε το ελεγειακό δίστιχο, δηλ. ένας στίχος σε δακτυλικό (ηρωϊκό) εξάμετρο κι ένας σε δακτυλικό πεντάμετρο. Ο πρώτος, ο στίχος των Ομηρικών επών, μπορούμε γενικά να πούμε ότι ήταν, στα επιτύμβια επιγράμματα, ένα θριαμβικό προανάκρουσμα σχετικά με τις αρετές και τη δόξα του νεκρού.[2] Ο δεύτερος ήταν ο στίχος του θρήνου• με τις τομές που είχε, η φωνή διακοπτόταν έτσι που να δίνεται η εντύπωση του λυγμού.

Με τον καιρό το επίγραμμα ξέφυγε από τα στενά πλαίσια της αποκλειστικά επιτάφιας επιγραφής. Και κατ’ αρχάς, με την πρόφαση του επιταφίου, γράφτηκαν εκατοντάδες επιγράμματα χωρίς καν να προορίζονται για επιτάφιες επιγραφές• γιατί τα 150 πρώτα επιγράμματα του VII βιβλίου της Παλατινής Ανθολογίας για παράδειγμα, δεν χαράχτηκαν βέβαια πάνω στον τάφο του Ορφέα, του Ομήρου, του Αίαντα και των άλλων. Εξ άλλου, το επίγραμμα έπαψε να είναι αποκλειστικά επιτάφιο• έγινε και ερωτικό, αφιερωματικό, σατυρικό, επιδεικτικό.

Η αλλαγή με τον καιρό προχώρησε βαθύτερα κι εκτός από τη διεύρυνση των θεμάτων άλλαξε κι ο τρόπος έκφρασης. Ο Βάλτερ Κραντς γράφει ότι τα επιγράμματα του Ε΄ π.Χ. αιώνα είναι «αυστηρά επιτάφια που περισσότερο κρύβουν παρά εκφράζουν το συναίσθημα» ενώ «στα επιτάφια επιγράμματα της Ελληνιστικής εποχής χαρακτηριστικό είναι ότι σ’ αυτά η καρδιά του θλιμμένου ανοίγει, η αγάπη προς τον νεκρό ξεχειλίζει ελεύθερα, τα λόγια αναβρύζουν πιο πλούσια».[3] Βλέπουμε λοιπόν ότι στα επιγράμματα του Ε΄ αιώνα (κυρίως του Σιμωνίδη) αλλά και σε πολλά νεώτερα, δεν εκφράζει ο ίδιος ο ποιητής τον πόνο του άμεσα, αλλά τον προκαλεί σ’ αυτούς που τον διαβάζουν με λόγια κατάλληλα διαλεγμένα. Αντίθετα, χαρακτηριστικό των επιγραμμάτων της ελληνιστικής εποχής αλλά και της μετέπειτα είναι η άμεση έκφραση της θλίψης, το ξεχυμένο συναίσθημα• τα επιγράμματα αυτά είναι μοιρολόγια. Η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα επιγράμματα της κλασικής και σε αυτά της ελληνιστικής περιόδου είναι ανάλογη με τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην ερμηνεία των υποκριτών του αρχαίου θεάτρου και των συγχρόνων ηθοποιών, ανάμεσα δηλαδή στο παίξιμο με μάσκες και χωρίς μάσκες. Είναι επίσης η διαφορά τους ανάλογη με αυτή του κλασικισμού από τον ρομαντισμό, ο λόγος, το νόημα, το άριστον μέτρον από τη μια μεριά και η φαντασία, το συναίσθημα, το πάθος από την άλλη.[4] Γενικά στα επιγράμματα της ελληνιστικής περιόδου εμφανίζεται μια κομψότητα και χάρη (κυρίως στα ερωτικά)[5] καθώς και μια έμφαση σε καθημερινά θέματα κι ένα αντιηρωικό κλίμα, αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από τα ιδανικά Ομηρικά πρότυπα και τα ένδοξα βιώματα των Περσικών πολέμων (κυρίως στα αναθηματικά για τους φτωχούς δουλευτές που αφιερώνουν τα σύνεργά τους στους θεούς).[6]

Ακολουθεί μια περίοδος παρακμής. Η έμπνευση φαίνεται νά ’χει στερέψει και οι επιγραμματοποιοί επιδεικνύουν τεχνική στιχοπλόκου και όχι τέχνη ποιητή. Ο Λεωνίδας ο Αλεξανδρεύς γράφει επιγράμματα ισόψηφα (κάθε δίστιχο δίνει το ίδιο άθροισμα αν τα γράμματά του υπολογιστούν σαν -ελληνικοί- αριθμοί) και ο Νικόδημος ο Ηρακλεώτης ανακυκλικά (που διαβάζονται με το ίδιο μέτρο και νόημα κι από το τέλος προς την αρχή).

Μετά την κάμψη αυτή έρχεται μια εποχή που το επίγραμμα ξαναγεννιέται. Η κύρια προτίμηση αυτήν την περίοδο είναι στα ερωτικά θέματα, χωρίς όμως να λείπουν οι φιλοσοφικές εξάρσεις ακόμα και στον ηδυπαθέστατο αυλικό ποιητή Παύλο τον Σιλεντιάριο. Κι αυτό παρά την επικράτηση του Χριστιανισμού και το ολοένα επί το βυζαντινότερον διαμορφούμενο περιβάλλον. Υπάρχει πάντως και μια κάποια εκζήτηση αυτή την περίοδο και φανερώνεται μια τόσο επίμονη αναζήτηση της ηδονής που αναρωτιέται κανείς αν αυτή η ηδονή ήταν ο μόνος τρόπος φυγής που απέμεινε τους χρόνους εκείνους σε όσους έμεναν πιστοί στο αρχαίο Ελληνικό πνεύμα. Στον Παύλο τον Σιλεντιάριο τελειώνει η μακρά σειρά των μεγάλων και γνήσιων επιγραμματοποιών που χάρισαν μια νέα μορφήν έκφρασης στο Ελληνικό πνεύμα και το κράτησαν ζωντανό για αιώνες, ενώ οι μεγάλες φωνές του παρελθόντος είχαν σβήσει.

  1. Παναγής Λεκατσάς (1940). «Εισαγωγή». Αλεξανδρινά επιγράμματα. Α΄. Νέα Εστία. 
  2. «Τραγούδια θρηνητικά». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 19 Αυγούστου 2011. 
  3. Walther Kranz, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μετάφραση Θρασύβουλου Σταύρου, εκδοτικός οίκος Παπαδημητρίου, 1953, τόμος Β΄ σελ. 45
  4. Λεκατσάς, ο.π.
  5. "μια μινιατούρα ποιήματος", Άρης Δικταίος, Anthologia Graeca η λεγομένη Παλατίνη, Γκοβόστης, 1980, τ. Α΄σ. 150.
  6. "Το μεγαλειώδες και το μεγαλοπρεπές παραχωρούν τώρα τη θέση τους στο καθημερινό", Δικταίος, ο.π. σ. 54.