Ενδοδοντική θεραπεία
Η ενδοδοντική θεραπεία (στην καθομιλουμένη «απονεύρωση») είναι οδοντιατρική πράξη που διενεργείται στο ιατρείο ή σε νοσοκομείο, προκειμένου να διατηρηθεί κάποιο δόντι στον οδοντικό φραγμό του ασθενούς και να αποφευχθεί η απώλειά του με εξαγωγή. Μπορεί να είναι θεραπευτική ενέργεια, σε περιπτώσεις όπου έχει επέλθει ένας τραυματισμός στο δόντι και έχει οδηγήσει σε πολφίτιδα (φλεγμονή) ή σε αποκάλυψη του πολφού και περαιτέρω μόλυνσή του που μπορεί να φτάσει έως και τη γάγγραινα, ή να είναι μια επιβαλλόμενη (κατασταλτική) ενέργεια λόγω της ανάγκης μεγάλου βαθμού τροχισμού του δοντιού, προκειμένου (το συγκεκριμένο δόντι) να αποτελέσει τμήμα μιας προσθετικής αποκατάστασης («γέφυρας»). Επίσης, η ενδοδοντική θεραπεία είναι η λύση εκλογής σε περιπτώσεις ευρείας καταστροφής της μύλης του δοντιού από εκτεταμένη τερηδόνα η οποία έχει φτάσει να προσβάλει τον πολφό του. Η θεραπεία πραγματοποιείται είτε σε μια συνεδρία (ραντεβού), όταν δεν έχει μολυνθεί ο πολφός, είτε σε διαδοχικές, έως ότου επιτευχθεί ασηψία. Συνίσταται στην αφαίρεση του πολφού (εκπόλφωση) και την αντικατάστασή του με κατάλληλο εμφρακτικό υλικό. Σε περιπτώσεις δοντιών μικρών παιδιών όπου η μόλυνση περιορίζεται μόνο στο μυλικό (δηλαδή το ορατό) τμήμα τους, μπορεί να εφαρμοσθεί πολφοτομή, δηλαδή μια πιο συντηρητική αγωγή που επιτρέπει τη διατήρηση του ριζικού πολφού και απαιτεί σχετική παρακολούθηση.
Τα στάδια της ενδοδοντικής θεραπείας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πρώτο στάδιο, μετά την κλινική εξέταση και τη διαπίστωση της ανάγκης για την εφαρμογή ενδοδοντικής θεραπείας, είναι η απομόνωση του πάσχοντος δοντιού (συνηθέστερα με τη βοήθεια ελαστικού απομονωτήρα) και η διάνοιξη του μυλικού θαλάμου (αν είναι άθικτος). Ακολουθεί ο εντοπισμός των στομίων των ριζικών σωληνών (σε περίπτωση που το δόντι διαθέτει περισσότερους του ενός) ή του ενός και μοναδικού στομίου. Ο εντοπισμός μερικές φορές είναι δυσχερής και διευκολύνεται με τη χρήση ειδικών διαλυμάτων χρώσης. Επίσης, υπολογίζεται και το μήκος τους, με τη λήψη μιας (αρχικής) ακτινογραφίας. Στη συνέχεια γίνεται η αφαίρεση του πολφού (στην καθομιλουμένη «νεύρο») με τη χρήση ειδικών μικροεργαλείων (πολφουλκοί) και μετά η προετοιμασία των ριζικών σωληνών με την είσοδο μικροεργαλείων (διευρυντήρες ή ρίνες) και σταδική διεύρυνση του τοιχώματός τους έως το κατάλληλο μέγεθος. Παράλληλα με τη μηχανική αυτή επεξεργασία, εφαρμόζεται και χημική προετοιμασία («πλύσεις» των ριζικών σωληνών) με την εναλλάξ διοχέτευση στο εσωτερικό τους, διαλυμάτων υπεροξειδίου του υδρογόνου και υποχλωριώδους νατρίου. Μετά την ολοκλήρωση της χημικομηχανικής επεξεργασίας, στο δόντι τοποθετείται λίγο βαμβάκι με ευγενόλη και σφραγίζεται προσωρινά με κατάλληλο εμφρακτικό υλικό. Οι αλλαγές των αντιβιοτικών (συνηθέστερα π-παραμονοχλωροφαινόλη ή φορμοκρεσόλη) που εφαρμόζονται στη συνέχεια, πραγματοποιούνται ανά 48 ώρες, έως ότου διαπιστωθεί πλήρης μικροβιακή εξάλειψη από το εσωτερικό των ριζικών σωληνών. Η ασηψία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την θεραπεία και πιστοποιείται αν χρειασθεί, με εργαστηριακό τρόπο. Ακολούθως, διενεργείται η ερμητική έμφραξη των ριζικών σωληνών με χρήση κώνων γουταπέρκας (συνηθέστερα) ή αργύρου (σε περιπτώσεις στενών ή κεκαμένων ριζικών σωληνών) που συγκολούνται με τη βοήθεια κατάλληλου φυράματος. Η έμφραξη του μυλικού θαλάμου ολοκληρώνεται με την τοποθέτηση οξυφωσφορικής κονίας. Πριν την τελική έμφραξη έχει ληφθεί μια δεύτερη (ενδιάμεση) ακτινογραφία, ενώ μετά την έμφραξη ακολουθεί η τελική ακτινογραφία. Μετά την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος περίπου 10 ημερών (κατά το οποίο θα πρέπει να μην υπάρχουν συμπτώματα πόνου ή άλλων ενοχλήσεων, όπως οίδημα) διενεργείται η τελική έμφραξη (σφράγισμα) του δοντιού με τη χρήση αμαλγάματος ή συνθετικών ρητινών. Σε περιπτώσεις μεγάλης καταστροφής της μύλης, μπορούν να εφαρμοσθούν ενδορριζικοί άξονες ή καρφίδες.
Πιθανά συμβάματα[1] και επιπλοκές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δυο από τις πιο συχνές επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν κατά την ενδοδοντική θεραπεία είναι η περιρριζίτιδα[2] (όταν τα υγρά της χημικής επεξεργασίας εξέλθουν του ακρορριζίου ή το ακρορρίζιο τραυματισθεί από έξοδο των μικροεργαλείων κατά τη μηχανική επεξεργασία των ριζικών σωληνών) και η διάτρηση τοιχωμάτων του δοντιού, όπως το υποπολφικό ή το ριζικό, από τη χρήση του οδοντογλύφανου (τροχός) ή των μικροεργαλείων.
Συνέπειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Διακρίνονται σε θετικές και αρνητικές. Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνεται η ωφέλεια για τη συνολική στοματογναθική λειτουργεία του ασθενούς από την παραμονή του φυσικού δοντιού στο φραγμό και η εξοικονόμηση χρημάτων για τον ασθενή ή το δημόσιο Ταμείο Ασφάλισης, λόγω αποφυγής της απαραίτητης προσθετικής αποκατάστασης που θα απαιτείτο εάν το δόντι χανόταν. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσεται η πιθανότητα θραύσης του δοντιού ύστερα από κάποιο (σημαντικό) χρονικό διάστημα, λόγω του ότι ο οδούς, χάνοντας τον πολφό του γίνεται εύθρυπτος. Για την αποφυγή αυτής της κατάστασης, το ενδοδοντικά θεραπευμένο δόντι συνιστάται να καλύπτεται προληπτικά με μία στεφάνη («θήκη»), ιδιαίτερα σε άνδρες ασθενείς, στους οποίους οι μασητικές δυνάμεις που αναπτύσσονται είναι ισχυρότερες από ότι στις γυναίκες. Ένας ακόμη λόγος για την προτεινόμενη κάλυψη του -ενδοδοντικά θεραπευμένου- δοντιού είναι η αισθητική, καθώς το δόντι αποκτά (μετά την ενδοδοντική θεραπεία) μια ελαφρά, έως και έντονη, δυσχρωμία.
Αποτυχία της ενδοδοντικής θεραπείας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το αποτέλεσμα της ενδοδοντικής θεραπείας κρίνεται είτε άμεσα, με τη λήψη της τελικής ακτινογραφίας, είτε απώτερα, με την απουσία ή όχι συμπτωματολογίας. Σε περίπτωση που η θεραπεία έχει αποτύχει, συνιστάται από τον θεράποντα οδοντίατρο η επανάληψή της, ή σε πολύ επίμονες μολύνσεις του οστού που δεν υποχωρούν, η χειρουργική (ακρορριζεκτομή, που εκτελείται συνήθως από γναθοχειρουργό) και η ανάστροφη έμφραξη.