Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ελκώδης κολίτιδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ελκώδης κολίτιδα
Στην εικόνα που έχει ληφθεί με ενδοσκόπηση φαίνεται τμήμα του εντέρου γνωστό ως σιγμοειδές κόλον οποίο έχει προσβληθεί με ελκώδη κολίτιδα.
Ειδικότηταγαστρεντερολογία
Ταξινόμηση
ICD-10K51
ICD-9556
OMIM191390
DiseasesDB13495
MedlinePlus000250
eMedicinemed/2336
MeSHD003093

Η ελκώδης κολίτιδα είναι μία μορφή φλεγμονώδους εντερικής νόσου (IBD). Τα συμπτώματα της είναι χαρακτηριστικά έλκη ή ανοιχτές πληγές και βλεννοαιματηρή διάρροια. Η φλεγμονώδης εντερική νόσος συγχέεται συχνά με το πιο αθώο σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου, το οποίο μπορεί να προκαλέσει παρόμοια συμπτώματα (αλλαγή στις κενώσεις, είτε διαρροϊκές είτε δυσκοιλιότητα, σε συνδυασμό με πόνο και ενοχλήσεις).[1]
Η ελκώδης κολίτιδα παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τη νόσο του Κρον, μια άλλη αυτοάνοση ασθένεια του παχέος εντέρου. Παλαιότερα πίστευαν ότι επρόκειτο για την ίδια ασθένεια. Σήμερα γνωρίζουμε ότι είναι δύο διαφορετικές ασθένειες που ανήκουν στις Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσους του Εντέρου και παρόλο που έχουν αρκετές ομοιότητες έχουν και αρκετές διαφορές. Η σημαντικότερη διαφορά τους είναι ότι ενώ στην ελκώδη κολίτιδα πάσχει μόνο το παχύ έντερο, στη νόσο του Κρον μπορεί να υπάρχουν βλάβες και στο λεπτό έντερο, το στομάχι και στο στόμα. Επίσης στην ελκώδη κολίτιδα προσβάλλεται μόνο ο βλεννογόνος ενώ στη νόσο Κρον οι αλλοιώσεις εμβαθύνουν στα τοιχώματα του πεπτικού σωλήνα.[2] Σε αντίθεση με τη νόσο του Κρον, η οποία μπορεί να επηρεάσει ολόκληρο τον πεπτικού σωλήνα, από το στόμα έως τον πρωκτό, η ελκώδης κολίτιδα προσβάλλει μόνο το παχύ έντερο. Εντοπίζεται πιο συχνά στην περιοχή του ορθού, αλλά μπορεί να εκτείνεται μέχρι την αριστερή κολική καμπή ή και σε ολόκληρο το παχύ έντερο.
Η ελκώδης κολίτιδα εμφανίζεται σε 35 με 100 άτομα ανά 100.000 στις Η.Π.Α. Η ασθένεια είναι πιο κοινή στις βόρειες περιοχές. Αν και γνωρίζουμε ότι η ελκώδης κολίτιδα δεν οφείλεται σε διατροφικούς παράγοντες, γνωρίζουμε επίσης ότι κάποιες διατροφικές αλλαγές μπορούν να περιορίσουν τα συμπτώματα και να μειώσουν την ταλαιπωρία του ασθενούς. Δεν υπάρχουν τροφές που προκαλούν συμπτώματα σε όλους τους ασθενείς οπότε δεν προτείνεται περιοριστική δίαιτα αν δεν εξακριβωθεί ότι οι συγκεκριμένες τροφές δεν είναι ανεκτές από τον κάθε ασθενή.

Θεραπεία δεν υπάρχει, ωστόσο μπορεί να γίνει περιορισμός των συμπτωμάτων και να μείνει η νόσος σε ύφεση με τη χορήγηση κορτικοστεροειδών, με αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ανοσοκατασταλτικά, βιολογικούς παράγοντες, Όταν η νόσος είναι εκτεταμένη συνίσταται χειρουργική αντιμετώπιση, κολεκτομή (μερική ή ολική αφαίρεση του παχέος εντέρου με χειρουργική επέμβαση) και τοποθέτηση στομίας.
Θετικό οικογενειακό ιστορικό για ιδιοπαθή φλεγμονώδη νόσο είναι δυνατόν να υπάρχει στο 17% των ασθενών. Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία. Προσβάλλει κατά κανόνα εφήβους και νέους ενήλικες 15-35 ετών, παρουσιάζει όμως και μία δεύτερη αύξηση της συχνότητας της μετά την ηλικία των 50 ετών. Από πρόσφατες μελέτες δεν φαίνεται να υπάρχει διαφορά στη συχνότητα μεταξύ των γυναικών και των ανδρών, αν και παλιότερα υπήρχε η άποψη ότι η νόσος είναι πιο συχνή στις γυναίκες. Η προσβολή στη βρεφική ηλικία ονομάζεται Very Early Onset (VEO) IBD.

Αν και η ακριβής αιτία της ελκώδους κολίτιδας παραμένει άγνωστη έχουν προταθεί αρκετές αιτίες. Οι γενετικοί παράγοντες που μπορούν να βοηθήσουν στην αιτιολογία της ασθένειας είναι οι εξής:

  • Συνυπολογισμός της ελκώδους κολίτιδας σε οικογένειες.
  • Πανομοιότυπα δίδυμα με ποσοστό αντιστοιχίας 10% και διζυγωτικά δίδυμα με ποσοστό αντιστοιχίας 3%.
  • Εθνικές διαφορές στη συχνότητα εμφάνισης γενετικών δεικτών και συνδέσμων.

Υπάρχουν δώδεκα περιοχές του γονιδιώματος που μπορεί να συνδέονται με την ελκώδη κολίτιδα. Αυτό περιλαμβάνει τα χρωμοσώματα 16, 12, 6, 14, 5, 19, 1, 16 και 3 με σειρά ανακάλυψης. Ωστόσο, καμία από αυτές δεν έχει δείξει επανειλημμένως να είναι υπαιτιότητα του, κάτι που δηλώνει ότι η διαταραχή προκύπτει από τον συνδυασμό πολλαπλών γονιδίων.

  • Διατροφή: Μία διατροφή χαμηλή σε φυτικές ίνες μπορεί να επηρεάσει την εκδήλωση συμπτωμάτων ελκώδους κολίτιδας.
  • Θηλασμός: Υπάρχουν αντικρουόμενες αναφορές για την προστασία του θηλασμού στην ανάπτυξη της φλεγμονώδους νόσου του εντέρου. Μία ιταλική μελέτη έδειξε μία προστατευτική επίδραση.
  • Κληρονομικότητα: Παρόλο που η ελκώδης κολίτιδα δεν είναι μία καθαρά κληρονομική έχει μία κληρονομική προδιάθεση αφού εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα της ίδιας οικογένειας και ειδικά σε δίδυμα αδέρφια.Οι συγγενείς πρώτου βαθμού έχουν τριπλάσιες έως εικοσαπλάσιες πιθανότητες να εμφανίσουν ΕΚ.
  • Μεταδοτικότητα: Είναι βέβαιο ότι η ασθένεια δεν είναι μεταδοτική. Αν και τα συμπτώματα της μοιάζουν με τα συμπτώματα μιας γαστρεντερίτιδας, πρόκειται για μία εντελώς διαφορετική πάθηση η οποία χρειάζεται ειδική θεραπεία.
  • Αυτοάνοση αιτία: Ορισμένες πηγές κατατάσσουν την ελκώδη κολίτιδα ως μία αυτοάνοση ασθένεια, μία ασθένεια στην οποία το ανοσοποιητικό σύστημα δυσλειτουργεί. Λεμφοκύτταρα διαπερνούν την εξωτερική στοιβάδα του παχέος εντέρου, προκαλώντας φλεγμονή στο βλεννογόνο.
  1. Πόνος στην κοιλιακή χώρα.
  2. Βλεννοαιματηρές κενώσεις.
  3. Διάρροια με παρουσία αίματος.
  4. Αναιμία.
  5. Κόπωση - καταβολή.
  6. Απώλεια βάρους.
  7. Ανορεξία.
  8. Ναυτία.
  9. Απώλεια ηλεκτρολυτών και θρεπτικών ουσιών.
  10. Δερματικές αλλοιώσεις.
  11. Πόνοι στις αρθρώσεις.

Στο 50% των ασθενών τα συμπτώματα είναι ήπιας μορφής. Κάποιοι υποφέρουν από συχνούς πυρετούς, αιματηρές διάρροιες, ναυτίες και έντονους κοιλιακούς πόνους. Η σοβαρότητα των συμπτωμάτων συνήθως συμβαδίζει με τη βαρύτητα και την έκταση της νόσου. Δεν είναι απαραίτητο όμως όλοι οι ασθενείς της νόσου, να έχουν τα ίδια συμπτώματα ή συμπτώματα γενικώς. Οι ασθενείς με αιμορραγική πρωκτίτιδα παρουσιάζουν καθαρό φρέσκο αίμα από το ορθό ή με πρόσμειξη βλέννας ή έχουν σκληρά κόπρανα καλυμμένα με αίμα. Συνήθως συνυπάρχει τεινεσμός (διάταση των τοιχωμάτων του εντέρου)
Όταν η πάθηση επεκτείνεται στο σιγμοειδές, τα κόπρανα έχουν πρόσμειξη αίματος ή υπάρχει αιμορραγική διάρροια, ο κοιλιακός πόνος συνήθως είναι ήπιος και κωλικοειδής, προηγείται της κένωσης, μετά το τέλος της οποίας υφίσταται. Όταν η ελκώδης κολίτιδα είναι σε πολύ οξεία φάση εμφανίζονται και συστηματικά συμπτώματα όπως πυρετός, ανορεξία, οιδήματα από υπολευκωματιναιμία, ταχυκαρδία, βαριά αναιμία και σοβαρές ηλεκτρολυτικές διαταραχές.

Η διάγνωση και η εκτίμηση της σοβαρότητας της νόσου γίνεται μέσω κλινικών, ενδοσκοπικών, ιστολογικών και εργαστηριακών εξετάσεων. Αρχικά ο ιατρός παίρνει ένα λεπτομερές οικογενειακό και προσωπικό ιατρικό ιστορικό του ασθενούς και κάνει μια προσεκτική κλινική εξέταση. Η ανάλυση αίματος μπορεί να δείξει εάν υπάρχει αναιμία, η οποία μπορεί να προκύψει λόγω αιμορραγίας στο παχύ έντερο. Επίσης μπορεί να δείξει την αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων, της ΤΚΕ και της CRP, τα οποία είναι δείκτες φλεγμονής στον οργανισμό. Η ανάλυση κοπράνων μπορεί να δείξει και αυτή την αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων όπως επίσης και την ύπαρξη αίματος λόγω αιμορραγίας ή ακόμα μόλυνση του παχέος εντέρου λόγω βακτηριδίων, ιών ή παρασίτων.
Η καταλληλότερη εξέταση για τη διάγνωση της νόσου είναι η κολονοσκόπηση ή όρθοσιγμοειδοσκόπηση. Επιτρέπει τη διαφοροποίηση της νόσου από άλλες παθήσεις του εντέρου που προκαλούν ανάλογα συμπτώματα όπως η νόσος του Κρον, η εκκολπωματίτιδα και ο καρκίνος. Ο γιατρός έχει τότε τη δυνατότητα να εξετάζει το εσωτερικό του παχέος εντέρου και να παρατηρήσει εάν υπάρχει φλεγμονή, αιμορραγία ή έλκη στη βλεννογόνο του εντέρου. Κατά τη διάρκεια αυτής της εξέτασης ο γιατρός έχει τη δυνατότητα να πάρει τεμάχιο βλεννογόνου το οποίο θα σταλεί για βιοψία, Τα ευρήματα της ιστολογικής εξέτασης τεκμηριώνουν τη διάγνωση της ΕΚ.
Ιστολογικά η ελκώδης κολίτιδα κατατάσσεται στα ακόλουθα στάδια:

  • Στάδιο 1: Απουσία σημαντικής φλεγμονής, πλήρης απουσία αποστήματος στο επιθήλιο. Ο ασθενής δεν πάσχει.
  • Στάδιο 2: Ήπια ως μέτρια φλεγμονή, οίδημα, υπεραιμία, αλλά το επιθήλιο άθικτο.
  • Στάδιο 3: Αποστήματα στις κρύπτες, έλκη στο επιθήλιο, πυώδες εξίδρωμα.

Η θεραπεία για την ελκώδη κολίτιδα εξαρτάται από τη σοβαρότητα της ασθένειας και κάθε ασθενής μπορεί να τη βιώσει διαφορετικά. Οι περισσότεροι ασθενείς ακολουθούν φαρμακευτική αγωγή. Σε σοβαρές περιπτώσεις, ένας ασθενής μπορεί να χρειαστεί χειρουργική αντιμετώπιση για την αφαίρεση του πάσχοντος τμήματος. Κάποιοι ασθενείς των οποίων τα συμπτώματα χειροτερεύουν από κάποιες τροφές, έχουν τη δυνατότητα να τα ελέγξουν αποφεύγοντας τις τροφές που ενοχλούν το έντερο όπως είναι τα πολύ καρυκευμένα φαγητά και η λακτόζη. Κάθε άνθρωπος βιώνει διαφορετικά τη νόσο, οπότε η θεραπεία προσαρμόζεται εξατομικευμένα. Η συναισθηματική και ψυχολογική κατάσταση παίζουν σημαντικό ρόλο για τη θεραπεία.
Κάποιοι ασθενείς παρουσιάζουν μία ύφεση για κάποιο διάστημα κατά το οποίο εξαφανίζονται τα συμπτώματα και το οποίο διαρκεί για μήνες ή ακόμα και για χρόνια. Ωστόσο, τα συμπτώματα των περισσότερων ασθενών επανεμφανίζονται τελικά. Αυτή η κλινική εικόνα της ασθένειας με υφέσεις και εξάρσεις, σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το αν έχει αποδώσει η θεραπεία ή όχι. Ο πάσχων από ελκώδη κολίτιδα μπορεί να χρειαστεί ιατρική φροντίδα με συχνές επισκέψεις στον γιατρό για τον έλεγχο της κατάστασης. Στόχος της θεραπείας είναι η διατήρηση της νόσου σε ύφεση και χωρίς συμπτώματα.

Θεραπεία με φάρμακα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περισσότεροι ασθενείς με ήπια ασθένεια στην αρχή της θεραπείας λαμβάνουν παράγοντες 5-ASA, έναν συνδυασμό των φαρμάκων σουλφοναμίδης, σουλφαπυριδίνης, σουλφασαλαζινης, μεσαλαζινης (σαλικυλικών) που βοηθούν στον έλεγχο της φλεγμονής. Το πιο συνηθισμένο από αυτά τα φάρμακα είναι η σουλφασαλαζίνη, η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για όσο χρειαστεί και γίνεται να χορηγείται και μαζί με άλλα φάρμακα, είτε τοπικά σε μορφή υπόθετων και κλυσμάτων είτε από το στόμα σε μορφή χαπιού ή κοκκίων. Οι ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται καλά στη σουλφασαλαζίνη μπορεί να έχουν καλύτερη ανταπόκριση στους νεότερους παράγοντες 5-ASA. Πιθανές παρενέργειες των παραγόντων αυτών είναι ναυτίες, έμετοι, καύσος, διάρροια και πονοκέφαλος.
Οι ασθενείς με σοβαρή μορφή της ασθένειας οι οποίοι δεν ανταποκρίνονται στη μεσαλαμίνη μπορούν να χρησιμοποιήσουν κορτικοστεροειδή. Η πρεδνισόνη, βουδεσονίδη και η υδροκορτιζόνη είναι δύο κορτικοστεροειδή που χρησιμοποιούνται για τη μείωση της φλεγμονής. Λαμβάνονται εκ του στόματος, ενδοφλέβια, μέσω κλύσματος ή σε υπόθετο ανάλογα με το σημείο της φλεγμονής. Οι πιθανές παρενέργειες είναι η αύξηση βάρους, ακμή, τριχοφυΐα προσώπου, υπέρταση, κυκλοθυμία και αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης, οπότε οι ασθενείς που λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα παρακολουθούνται προσεκτικά από το γιατρό τους. Κάποια άλλα φάρμακα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να χαλαρώσουν τον ασθενή ή να ανακουφίσουν τον πόνο, τη διάρροια ή τη μόλυνση, όπως η μετρονιδαζόλη.
Λιγότερες είναι οι φορές που τα συμπτώματα είναι τόσο σοβαρά ώστε ο ασθενής να χρειαστεί νοσηλεία. Όπως όταν ένα άτομο παρουσιάσει σοβαρή αιμορραγία ή διάρροια που προκαλούν αφυδάτωση. Τότε ο γιατρός προσπαθεί να σταματήσει τη διάρροια και την απώλεια αίματος, υγρών και μεταλλικών αλάτων. Ο ασθενής μπορεί να χρειαστεί ειδική διατροφή, ενδοφλέβια παρεντερική σίτιση, φαρμακευτική αγωγή ή ακόμα και εγχείρηση κάποιες φορές.

Χειρουργική Αντιμετώπιση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα ποσοστό 25 έως 40 % των πασχόντων χρειάζονται τελικά αφαίρεση του κόλον εξαιτίας ολικής αιμορραγίας, σοβαρής ασθένειας, ρήξης του κόλον ή κινδύνου εμφάνισης καρκίνου. Υπάρχουν διάφορες εγχειρήσεις που μπορούν να γίνουν. Η πιο συνηθισμένη είναι η ολική κολεκτομή με ειλεοπρωκτικη αναστόμωση με J-pouch και προσωρινή ειλεοστομία, που γίνεται σε δύο ή τρία στάδια. Στην πρωκτοκολεκτομή, ο χειρούργος αφαιρεί όλο το κόλον και τον πρωκτό και γίνεται μόνιμη ειλεοστομία. Στην ειλεοστομία, ο χειρούργος δημιουργεί ένα μικρό άνοιγμα στην κοιλιακή χώρα το οποίο ονομάζεται στομία και κενώνει το τελευταίο τμήμα του λεπτού εντέρου, τον λεγόμενο ειλεό, σε αυτό.
Δεν είναι όλες οι εγχειρήσεις κατάλληλες για όλους. Το είδος της εγχείρησης που απαιτείται εξαρτάται από τη σοβαρότητα της πάθησης και τις ανάγκες του ασθενούς και τον τρόπο ζωής του. Οι περισσότεροι ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα δεν θα χρειαστεί να κάνουν ποτέ εγχείρηση. Αν προκύψει η ανάγκη να γίνει εγχείρηση οι ασθενείς παρηγορούνται με το γεγονός ότι μετά την εγχείρηση, η κολίτιδα θεραπεύεται και οι περισσότεροι μετά από αυτήν συνεχίζουν μία φυσιολογική ζωή. Το χειρουργείο δεν έχει επίδραση στις εξωεντερικές εκδηλώσεις της νόσου, όπως η εντεροπαθητική αρθρίτιδα, όπου θα συνεχίσουν να υπάρχουν ακόμα και αν το παχύ έντερο αφαιρεθεί.

Οι έρευνες για τη θεραπεία της ελκώδους κολίτιδας συνεχίζονται και ελέγχονται διάφορα φάρμακα για να διαπιστωθεί η ενδεχόμενη χρησιμότητά τους ως προς την αντιμετώπιση της πάθησης.
Κάποια από αυτά είναι:

  • Βουδεσονίδη. Είναι κορτικοστεροειδές και μπορεί να είναι σχεδόν τόσο αποτελεσματικό όσο και η πρεδνισόνη και έχει λιγότερες παρενέργειες.
  • Κυκλοσπορίνη. Είναι φάρμακο που καταστέλλει το ανοσοποιητικό σύστημα και μπορεί να είναι υποσχόμενη θεραπεία για τους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στους παράγοντες 5-ASA ή στα κορτικοστεροειδή.
  • Νικοτίνη. Σε μία αρκετά πρώιμη μελέτη κάποια συμπτώματα παρουσίασαν βελτίωση σε κάποιους ασθενείς μέσω ενός αυτοκόλλητου ή κλύσματος. Η χρήση της είναι ακόμα σε πειραματικό στάδιο αν και τα ευρήματα δείχνουν θετικά αποτελέσματα.
  • Ηπαρίνη. Κάποιοι ερευνητές εξετάζουν αν η αντιπηκτική δράση της ηπαρίνης μπορεί να βοηθήσει στον έλεγχο της κολίτιδας εμποδίζοντας τον σχηματισμό θρόμβων στο αίμα.