Ιδιοπαθής φλεγμονώδης εντερική νόσος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιδιοπαθής φλεγμονώδης εντερική νόσος
ΕιδικότηταΓαστρεντερολογία
ΑίτιαΆγνωστα
Διαφορική διάγνωσηΓαστρεντερίτιδα, σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, κοιλιοκάκη
Νοσηρότητα11.2 εκ. παγκοσμίως (2015)
Θνησιμότητα47.400 παγκοσμίως (2015)
Ταξινόμηση
DiseasesDB31127
eMedicinemed/1169 emerg/106 oph/520
MeSHD015212

Η ιδιοπαθής φλεγμονώδης εντερική νόσος (ΙΦΕΝ) είναι χρόνια φλεγμονώδης νόσος του εντέρου προκαλούμενη από μικρόβια ή παράσιτα, από άγχος και άλλους παράγοντες. Δύο διακριτές μορφές της είναι η νόσος του Κρον και η ελκώδης κολίτιδα.[1] Η νόσος του Κρον επηρεάζει το λεπτό και το παχύ έντερο, καθώς και το στόμα, τον οισοφάγο, το στομάχι και τον πρωκτό, ενώ η ελκώδης κολίτιδα επηρεάζει κυρίως το παχύ έντερο και το ορθό.[2][3][4]

Τα συνήθη συμπτώματα περιλαμβάνουν την επίμονη διάρροια, το κοιλιακό άλγος, την αιμορραγία από το ορθό (αιματηρά κόπρανα), την απώλεια βάρους και την κούραση. Η διάγνωση της νόσου γίνεται μέσω ενδοσκόπησης (για τη νόσο του Κρον) ή της κολονοσκόπησης (για την ελκώδη κολίτιδα) σε συνδυασμό με απεικονιστικές μελέτες, όπως η ακτινογραφία αντίθεσης, η μαγνητική τομογραφία ή η αξονική τομογραφία. Μπορούν επίσης να εξεταστούν δείγματα κοπράνων για να αποκλειστεί κάποιου είδους λοίμωξη, και να πραγματοποιηθούν εξετάσεις αίματος για την επιβεβαίωση της διάγνωσης.[5]

Τα ακριβή αίτια της νόσου δεν είναι γνωστά.[5] Κάποιος παράγοντας ή ένας συνδυασμός παραγόντων - βακτήρια, ιοί, αντιγόνα - ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα του σώματος να παράγει μια φλεγμονώδη αντίδραση στη γαστρεντερική οδό. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι κάποιος συνδυασμός κληρονομικών, γενετικών ή/και περιβαλλοντικών παραγόντων μπορεί να προκαλεί την ανάπτυξη της νόσου. Κάποιος ιστός του σώματος μπορεί επίσης να προκαλεί την αυτοάνοση αντίδραση.[6][7]

Το 2015, υπολογίζεται ότι από τη νόσο είχαν προσβληθεί 11.2 εκ. άνθρωποι.[8] Η θεραπεία περιλαμβάνει τη χρήση διαφόρων φαρμάκων, όπως αμινοσαλικυλικά (όπως σουλφασαλαζίνη), κορτικοστεροειδή (όπως πρεδνιζόνη), ανοσορρυθμιστικά, και βιολογικά/αντισώματα (όπως ινφλιξιμάμπη).[6] Κάποιες φορές συνιστώνται εμβολιασμοί για την πρόληψη από τις λοιμώξεις. Σε σοβαρές μορφές της νόσου μπορεί να πραγματοποιηθεί χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση κατεστραμμένων τμημάτων του γαστρεντερικού σωλήνα. Η πρόοδος ωστόσο της φαρμακευτικής αγωγής περιόρισε τις χειρουργικές επεμβάσεις σε σχέση με το παρελθόν.[5]

Έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ακόλουθες στρατηγικές θεραπείας δεν χρησιμοποιούνται συνήθως, αλλά φαίνονται υποσχόμενες για ορισμένες μορφές φλεγμονώδους νόσου του εντέρου.

Οι αρχικές αναφορές[9] υποδηλώνουν ότι η ανθελμινθική θεραπεία μπορεί όχι μόνο να προλάβει αλλά ακόμη και να ελέγξει την Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου: ένα ρόφημα που περιέχει περίπου 2500 αυγά του ελμίνθου Trichuris suis, το οποίο λαμβάνεται δύο φορές το μήνα, μείωσε αισθητά τα συμπτώματα σε πολλούς ασθενείς.[10][11] Προτείνεται μάλιστα ότι θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια αποτελεσματική διαδικασία "ανοσοποίησης" - με την κατανάλωση του κοκτέιλ σε νεαρή ηλικία.[12]

Μια ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τους Andrew McPherson, Bakhtiyar Yılmaz και Pascal Jüller από το Τμήμα Βιοϊατρικής Έρευνας του Πανεπιστημίου της Βέρνης και το Τμήμα Γαστρεντερολογίας της Πανεπιστημιακής Κλινικής για τη Χειρουργική και την Ιατρική του Σπλαχνικού στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Βέρνης διαπίστωσε ότι οι αλλαγές σε ορισμένες ομάδες βακτηρίων του εντέρου μπορούν να οδηγήσουν σε Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου.[13]

Τα πρεβιοτικά και τα προβιοτικά κερδίζουν όλο και περισσότερο ενδιαφέρον ως θεραπείες για το Φλεγμονώδης νόσος του εντέρου.[14][15] Επί του παρόντος υπάρχουν στοιχεία που υποστηρίζουν τη χρήση ορισμένων προβιοτικών επιπλέον της συνήθους θεραπείας σε άτομα με ελκώδη κολίτιδα, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για να συνιστώνται προβιοτικά για άτομα με νόσο του Crohn.[16] Τα προβιοτικά τόσο ενός στελέχους όσο και πολλαπλών στελεχών έχουν διερευνηθεί για τη θεραπεία της ήπιας έως μέτριας ελκώδους κολίτιδας. Το πιο κλινικά διερευνημένο προβιοτικό πολλαπλών στελεχών με περισσότερες από 70 δοκιμές σε ανθρώπους είναι το προϊόν De Simone.[17] Απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τον εντοπισμό συγκεκριμένων προβιοτικών στελεχών ή συνδυασμών προβιοτικών και πρεβιοτικών ουσιών για τη θεραπεία της εντερικής φλεγμονής.[18]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Talley N (2018). Clinical examination: Α systematic guide to physical diagnosis. Chatswood, N.S.W: Elsevier Australia. p. 227. ISBN 978-0-7295-4259-3. OCLC 988941211.
  2. Baumgart, Daniel C.; Carding, Simon R. (2007-05-12). «Inflammatory bowel disease: cause and immunobiology» (στα English). The Lancet 369 (9573): 1627–1640. doi:10.1016/S0140-6736(07)60750-8. ISSN 0140-6736. PMID 17499605. https://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736(07)60750-8/abstract. 
  3. Baumgart, Daniel C.; Sandborn, William J. (2007-05-12). «Inflammatory bowel disease: clinical aspects and established and evolving therapies» (στα English). The Lancet 369 (9573): 1641–1657. doi:10.1016/S0140-6736(07)60751-X. ISSN 0140-6736. PMID 17499606. https://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736(07)60751-X/abstract. 
  4. Xavier, R. J.; Podolsky, D. K. (2007-07). «Unravelling the pathogenesis of inflammatory bowel disease» (στα αγγλικά). Nature 448 (7152): 427–434. doi:10.1038/nature06005. ISSN 1476-4687. https://www.nature.com/articles/nature06005. 
  5. 5,0 5,1 5,2 «CDC -What is inflammatory bowel disease (IBD)? - Inflammatory Bowel Disease - Division of Population Health». www.cdc.gov (στα Αγγλικά). 11 Μαΐου 2020. Ανακτήθηκε στις 19 Αυγούστου 2021. 
  6. 6,0 6,1 «Inflammatory Bowel Disease Basics». WebMD (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 19 Αυγούστου 2021. 
  7. «Inflammatory Bowel Disease: Symptoms, Treatment, and More». Healthline (στα Αγγλικά). 1 Μαρτίου 2021. Ανακτήθηκε στις 19 Αυγούστου 2021. 
  8. Vos, Theo; Allen, Christine; Arora, Megha; Barber, Ryan M.; Bhutta, Zulfiqar A.; Brown, Alexandria; Carter, Austin; Casey, Daniel C. και άλλοι. (2016-10-08). «Global, regional, and national incidence, prevalence, and years lived with disability for 310 diseases and injuries, 1990–2015: a systematic analysis for the Global Burden of Disease Study 2015» (στα English). The Lancet 388 (10053): 1545–1602. doi:10.1016/S0140-6736(16)31678-6. ISSN 0140-6736. PMID 27733282. https://www.thelancet.com/journals/lancet/article/PIIS0140-6736(16)31678-6/abstract. 
  9. «Translatability of helminth therapy in inflammatory bowel diseases». www.ncbi.nlm.nih.gov. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2024. 
  10. «Compliance with anthelmintic treatment in the neglected tropical diseases control programmes: a systematic review». parasitesandvectors.biomedcentral.com. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2024. 
  11. «Everything You Need to Know About Helminth Therapy». www.verywellhealth.com. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2024. 
  12. «Treatment of Relapsing Mild-to-Moderate Ulcerative Colitis With the Probiotic VSL#3 as Adjunctive to a Standard Pharmaceutical Treatment: A Double-Blind, Randomized, Placebo-Controlled Study». www.ncbi.nlm.nih.gov. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2024. 
  13. «Swiss study on inflammatory bowel diseases». www.omni-biotic.com. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2024. 
  14. «Probiotics, Prebiotics, and Synbiotics: Implications and Beneficial Effects against Irritable Bowel Syndrome». pubmed.ncbi.nlm.nih.gov. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2024. 
  15. «Efficacy of Prebiotics, Probiotics, and Synbiotics in Irritable Bowel Syndrome and Chronic Idiopathic Constipation: Systematic Review and Meta-analysis». journals.lww.com. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2024. 
  16. «Probiotics Aren't Recommended for Most Digestive Conditions, Guidelines Say». www.everydayhealth.com. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2024. 
  17. «Systematic review of randomized controlled trials of probiotics, prebiotics, and synbiotics in inflammatory bowel disease». www.ncbi.nlm.nih.gov. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2024. 
  18. «Diet therapy for inflammatory bowel diseases: The established and the new». www.ncbi.nlm.nih.gov. Ανακτήθηκε στις 8 Φεβρουαρίου 2024.