Γυναίκες της Πίνδου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο αυτό, κωδικοποιείται η αρωγή που προσέφεραν εθελόντριες από το ντόπιο άμαχο πληθυσμό της ευρύτερης περιοχή της Πίνδου, προς τον Ελληνικό Στρατό κατά την πρώτη φάση του ελληνοϊταλικού πολέμου, κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Μάχη της Πίνδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά το διάστημα 28ης Οκτωβρίου έως 13 Νοεμβρίου 1940, εκδηλώθηκε η ιταλική επίθεση εναντίον της Ελλάδας – και η αρχική απώθησή της - στο πλαίσιο της ευρύτερης δραστηριοποίησης της Ιταλίας στο θέατρο της Μεσογείου κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Το πρωί, στις 5.00 π.μ., ξεκίνησε η επίθεση των ιταλικών στρατευμάτων με προσβολή θέσεων στην Ήπειρο, στα βορειοδυτικά σύνορα της χώρας με την Αλβανία. Τα αρκετά ασθενή τμήματα του ελληνικού στρατού, που βρίσκονταν στον Κεντρικό τομέα, συμπτύχθηκαν την ίδια ημέρα στη γραμμή Πάτωμα - Μούκα - Άνω Αρένα.

Συνολικά, το απόσπασμα Πίνδου, υπό τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη, αριθμούσε 2.000 άνδρες, ενώ η Μεραρχία Αλπινιστών Τζούλια αντιπαρέταξε 10.800 άνδρες. Στόχος των πρώτων ήταν η άμυνα της γραμμής όρος Σμόλικας - Καστάνιανη - Κιάφα - Καταφύγι και των δευτέρων η διάσπαση της άμυνας και η προέλαση προς το Μέτσοβο.

Δεχόμενο την αρχική επίθεση, το Απόσπασμα Πίνδου συμπτύχθηκε στη γραμμή Σαμαρίνα - Κούτσουρο - Τσούκα. Ωστόσο, στη συνέχεια, και κατόπιν σχετική εντολής του ελληνικού στρατηγείου υπό την ηγεσία του αρχιστρατήγου Αλεξάνδρου Παπάγου, προωθήθηκε στη θέση Επταχώρι και στις 7.00 το πρωί της 1ης Νοεμβρίου 1940, αντεπιτέθηκε στην Μεραρχία Τζούλια. Ακολούθως, τη 2α Νοεμβρίου 1940, οι δυνάμεις της 1ης Μεραρχίας κατέλαβαν το ύψωμα Ταμπούρι και το χωριό Φούρκα, αποκόπτοντας έτσι τα όσα ιταλικά τμήματα βρίσκονταν νοτιότερα και τελικά την ίδια ημέρα, η ελληνική ταξιαρχία ιππικού ανακατέλαβε τη Σαμαρίνα. Η πρόελαση του ελληνικού στρατού συνεχίσθηκε, ωθώντας τις ιταλικές δυνάμεις προς την ελληνοαλβανική μεθόριο και τελικά, εισβάλλοντας σε αλβανικά εδάφη.

Δυσχέρειες στον εφοδιασμό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ελληνικές δυνάμεις, που είχαν αναπτυχθεί στους τομείς Πίνδου και Ηπείρου, δηλαδή από τον Γράμμο ως το Ιόνιο, όπου και εκδηλώθηκε η αρχική ιταλική επίθεση, ήταν ιδιατέρως ασθενείς. Κατ' ουσίαν, στην περιοχή δραστηριοποιούνταν μονάχα η 8η Μεραρχία και η 3η Ταξιαρχία, που ήταν πολύ υποδεέστερες σε αριθμό ανδρών και πυροβολικό από τον αντίπαλο. Υπήρχε επίσης μεγάλη ανεπάρκεια σε μεταγωγικά μέσα και στον εφοδιασμό, προβλήματα που μεγεθύνονταν εξαιτίας του ορεινού περιβάλλοντος και του πολικού ψύχους που επικρατούσε στην περιοχή. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και η ισχύς της ιταλικής αεροπορίας που δεν μπορούσε να ανασχεθεί από την ασθενή ελληνική αεροπορική δύναμη και τα ελάχιστα μέσα αντιαεροπορικής άμυνας.

Η προσφορά του ντόπιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθόλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων στη ΒΔ Ελλάδα και ειδικώς από την έναρξη της ιταλικής εισβολής (28η Οκτωβρίου) και της απώθησής της (13η Νοεμβρίου 1940), καθοριστική υπήρξε η αρωγή του ντόπιο πληθυσμού της περιοχής της Ηπείρου. Όπως επισημαίνεται, η εκδίωξη του εισβολέα είχε γίνει από επιστρατευμένες δυνάμεις με τη συνδρομή των χωρικών, που έσπευσαν στο πεδίο της μάχης και συνέδραμαν ουσιαστικά στον εφοδιασμό.

Με δεδομένη τη στράτευση των ανδρών, αποφασιστική υπήρξε η αρωγή των γυναικών στη προώθηση από τα μετόπισθεν πολεμοφοδίων, υγειονομικού υλικού και αντιστοίχως από το μέτωπο προς την ενδοχώρα των τραυματιών. Σε μαρτυρίες καταγράφεται και η συμμετοχή τους σε οχυρωματικά έργα και έργα γεφυροποιίας. Ο ηρωισμός αυτών των γυναικών, σε συνδυασμό με το διεθνή θαυμασμό για τις απροσδόκητες ελληνικές πολεμικές επιτυχίες, τις πρώτες για τους Συμμάχους επί ευρωπαϊκού εδάφους, συντέλεσαν στη δημιουργία του όρου «Οι Γυναίκες της Πίνδου», που γενικώς περιγράφει το σύνολο των εθελοντριών.

Μαρτυρίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

"7 Νοεμβρίου 1940. Σήμερα σκοτώθηκαν δύο παιδιά του 33ου Συντάγματος και αυτό μάνιασε περισσότερο τους στρατιώτες. Φωνάζαν εμπρός για τη Ρώμη. Ο θάνατος αυτός αντί να μας δειλιάσει μας έδωσε περισσότερα φτερά για να κυνηγήσουμε τους Ιταλούς. Συνάντησα γυναίκες που κουβαλούσαν πυρομαχικά. Μία ήτο 88 ετών. Μία μου είπε κλείδωσε το μικρό σε μια καλύβα για να βοηθήσει τον στρατό. Το βράδυ είδα μια γριούλα να κρατά δυο μικρά και η μητέρα τους ζύμωνε ψωμί για τον στρατό με το φως δυο κεριών που είχε μέσα σ' ένα ποτήρι. Τα χιόνια, ο πάγος, το τρομερό κρύο, δεν φαίνονταν να τις τρόμαζε. Όλες γεμάτες χαρά ήθελαν να προσφέρουν στο στρατό ό,τι δεν μπορούσαν τα μεταγωγικά. Αλήθεια γυναίκες θαύμα. Τι διαφορά με τις πόλεις!"

— Από το Ημερολόγιο Πολέμου του Αργύρη Μπαλατσού, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103

Ζωντανό τείχος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

"Οι νικηταί της Πίνδου προχωρούσαν. Καθώς έφτασαν στον ποταμό Βογιούσα κι είδαν οι ατρόμητες γυναίκες της Πίνδου πως το απότομο ρέμα εμπόδιζε τους σκαπανείς στη δουλειά τους, έκαναν αυθόρμητα κάτι, που ξανάγινε ύστερα στον Καλαμά και στο Δρίνο: μπήκαν οι ίδιες μέσα στα νερά και, πιασμένες σφικτά από τους ώμους, σχημάτισαν πρόσχωμα, που ανάκοβε την ορμή του ποταμού και ευκόλυνε τους γεφυροποιούς!"

— Τάκης Ε. Παπαγιαννόπουλος, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού, Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 104

Εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

"Όταν φύγαμε από τη Λάρισα για να πάμε στην Κοζάνη, στο Σαραντάπορο εκεί πέρα οι δρόμοι τότε ήτανε καλντερίμια και χωματόδρομοι, θυμάμαι εκεί επάνω πριν από τα Σέρβια ότι ήταν γυναίκες οι οποίες την δεύτερη ημέρα ακριβώς προς την τρίτη φτιάχνανε τον δρόμο, δηλαδή ρίχνανε πέτρες μες στις λάσπες. Από τότε, από την ίδια μέρα και βέβαια εν συνεχεία στην Ήπειρο εθαυμάσθησαν οι γυναίκες αυτές. Εθαυμάσθησαν πολύ γιατί μετέφεραν εκεί που δεν μπορούσε ούτε μουλάρι. Βάζανε στην πλάτη, μαθημένες αυτές, αυτές κουβαλούσαν νερό και ξύλα. Πήγαιναν στο ρουμάνι μια ώρες δυο, φορτωνόταν τα ξύλα στην πλάτη και τα μετέφεραν στα σπίτια τους μέσα στα χιόνια. Εκάνανε βέβαια μια προμήθεια από το καλοκαίρι για τον χειμώνα, κάνανε για ένα μήνα, από κει και ύστερα. Πηγαίνανε πλέον μέσα στα χιόνια..."

— Προφορική μαρτυρία Τάκη Τράντα, στο: Χατζηπατέρα-Φαφαλιού,Μαρτυρίες 1940-1941, Αθήνα, Κέδρος, 1982, σ. 103.

Ποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος συνέθεσε το ποίημα "Μάνα και Γιος", αφιερωμένο στην ανώνυμη γυναίκα της Πίνδου.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφορές υπάρχουν στις:

  • Θεατρικές επιθεωρήσεις της εποχής όπως
    • «Το τσαρούχι» και «Μπράβο Κολονέλο».
  • Εικαστικά:
    • «Οι γυναίκες της Πίνδου» , Έκτορος Δούκα,c. 1940 (Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)
    • «Οι ηρωίδες του ‘40», Κώστα Γραμματόπουλου (λιθογραφία)
    • Το μνημείο της ζαγορίσιας Γυναίκας της Πίνδου, Γ. Καλλακαλά,1993 (Καρυές Ζαγορίου)
  • Ταινίες:
    • «Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, 1940-1941», ντοκιμαντέρ των Τ. Μπιρσίμ - Π. Υφαντή (1993-1994, ΥΕΘΑ)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]