Γκονγκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το γκονγκ ανήκει στην κατηγορία των ιδιόφωνων μουσικών οργάνων, των οργάνων που παράγουν ήχο με το να πάλλεται το ίδιο τους το σώμα. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν οι καμπάνες, οι ωδικοί λέβητες, τα σείστρα αλλά και το ίδιο το ανθρώπινο σώμα. Το γκονγκ είναι το μουσικό όργανο με την μεγαλύτερη γνωστή αντήχηση μέχρι σήμερα.[εκκρεμεί παραπομπή]

Παίζοντας γκονγκ χειρός

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία της δημιουργίας του γκονγκ χάνεται στο χρόνο. Το γκονγκ μπορεί να εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της εποχής του Χαλκού (γύρω στο 3.500 π.Χ. με 2.000 π.Χ.), όταν κατασκευάστηκαν για πρώτη φορά εργαλεία και όπλα από μπρούτζο. Το πρώτο γκονγκ μπορεί να ήταν μια μπρούτζινη ασπίδα που την έκρουσαν κατά τη διάρκεια μιας μάχης για να σηματοδοτήσουν μια επίθεση ή μια υποχώρηση. Μια άλλη πιθανότητα είναι το πρώτο γκονγκ να εξελίχθηκε από ένα μπρούτζινο δίσκο που είχε κατασκευαστεί για να αναπαριστά τον ήλιο, ο οποίος λατρευόταν από τους πρώιμους αγροτικούς πολιτισμούς.[εκκρεμεί παραπομπή]

Γενικά υπάρχει η εντύπωση ότι τα γκονγκ προέρχονται από την Ανατολή λόγω του ότι χρησιμοποιήθηκαν στην Κίνα πολλούς αιώνες πριν εμφανιστούν στην κλασσική δυτική μουσική. Ωστόσο οι ίδιοι οι Κινέζοι αποδίδουν δυτική προέλευση στο όργανο αυτό.[1] Το αναφέρουν με το όνομα «σα-λο», που σημαίνει στα κινεζικά και «στρογγυλή λεκάνη», περιγράφοντας τον επιβλητικό του ήχο, για πρώτη φορά τον 6ο αιώνα μ.Χ.[εκκρεμεί παραπομπή]


Τα παλιότερα ίχνη της χρήσης γκονγκ βρίσκονται στην κρητική και ελληνική μυθολογία[1]. Όταν γεννήθηκε ο θεός Δίας, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι, οι «χαλκόκροτοι» Κουρήτες, πνεύματα δάσκαλοι της μεταλλουργίας και της μουσικής στους ανθρώπους, χτυπούσαν τις ασπίδες τους για να σκεπάσουν το κλάμα του βρέφους, ώστε να μην το ανακαλύψει ο πατέρας του Κρόνος και το καταπιεί όπως έκανε με όλα τα προηγούμενα παιδιά του. Στο Ηράκλειο της Κρήτης, στο αρχαιολογικό μουσείο, υπάρχει ένας ορειχάλκινος δίσκος που βρέθηκε στο Ιδαίο Άντρο, εκεί που πιστεύεται ότι γεννήθηκε ο Δίας, και απεικονίζει αυτή τη σκηνή, δυο νέους άντρες που χτυπούν ο καθένας δύο γκονγκ και ανάμεσά τους ο νεογέννητος Δίας, ήδη ως γενειοφόρος ενήλικας. Αυτός ο δίσκος θεωρείται μορφή γκονγκ και η τεχνοτροπία του επιβεβαιώνει παλαιότερες εικασίες ότι το όργανο προέρχεται από την Κεντρική Ασία από την οποία διαδόθηκε σε Ανατολή και Δύση.[2]

Αρχαία Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χρήση των ασπίδων ως γκονγκ, σε τελετουργικούς χορούς, πιστοποιείται στους αρχαίους Έλληνες (Κορύβαντες) και τους Ρωμαίους (salii)[1].

Ο λατρευτικός χώρος του Δία στη Δωδώνη, ήταν πολύ γνωστός για τα γκονγκ και τους ορειχάλκινους λέβητες που ηχούσαν εκεί[1]. Η χρήση τους στη Δωδώνη μνημονεύεται, μεταξύ άλλων, από τον Μένανδρο, τον σοφιστή Προκόπιο, τον απόστολο Παύλο και τον Στέφανο Βυζάντιο και η έκφραση "δωδωναίον χαλκείον", προερχόμενη ίσως από τον Αριστοτέλη[3], σήμαινε τον φλύαρο άνθρωπο (αναφέρεται και από τον Ευστάθιο Θεσσαλονίκης, τον 12ο αι. μ.Χ.).[4]

Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν επίσης το γκονγκ σε τελετές που σχετίζονταν με τον Άδη, στην Ελευσίνα και τη Σπάρτη[5], ακριβώς όπως άλλοι πολιτισμοί έχουν χρησιμοποιήσει το γκονγκ σε νεκρώσιμες ακολουθίες. Επίσης, το χρησιμοποιούσαν σε θεατρικά έργα για να δημιουργήσουν τον ήχο του κεραυνού των θεών, να σηματοδοτήσουν την εμφάνιση πνευμάτων και την αποκορύφωση των ιερών τελετουργιών («ηχείον» ή «κεραύνιον ηχείον»)[6]

Το αρχαιότερο ελληνικό γκονγκ με τη μορφή μπρούτζινου τυμπάνου που έχει ανακαλυφθεί μέχρι σήμερα χρονολογείται στο 800 π.Χ. και υπάρχουν ενδείξεις που φτάνουν μέχρι την πρώιμη εποχή του χαλκού στην Κρήτη, περίπου το 3.200 π.Χ. και συνδέουν το γκονγκ με την πρωταρχική μορφή του ιερού παλλαδίου, συμβόλου προστασίας και ευτυχίας για την πόλη που το κατείχε[εκκρεμεί παραπομπή]. Μερικά από τα ονόματα με τα οποία συναντάμε το γκονγκ στην αρχαία Ελλάδα πέρα από την ταύτισή του με το παλλάδιο, είναι «ηχείον», «κεραύνιον ηχείον», «χαλκείον», «χαλκός» και «βροντείον». Για τον τύπο γκονγκ του λέβητα συναντάμε τους όρους «λέβης», «τρίποδας», «κύκλος», «άξων» και πληθώρα άλλων ονομάτων. Ανάμεσα στους δυο τύπους γκονγκ, αυτού που μοιάζει με ασπίδα και αυτού που μοιάζει με λέβητα, ενίοτε παρατηρείται σύγχυση από τους σύγχρονους μελετητές.[εκκρεμεί παραπομπή]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Montagu 2007, σελ. 16.
  2. Montagu 2007, σελ. 16-17.
  3. Cook 1902, σελ. 8.
  4. Cook 1902, σελ. 5-6.
  5. Foucart, Paul (2000). Τα Ελευσίνια Μυστήρια. (Πρωτότυπη έκδοση: Παρίσι, 1914. Mετάφραση: Δέσποινα Παπαθανασοπούλου). Αθήνα: Ενάλιος. σελ. [Χρειάζεται σελίδα]. ISBN 9605360586. 
  6. Kerényi, Carl (2008) [1999]. Ελευσίς: Μυστήρια και λατρεία. (Πρωτότυπη έκδοση στα γερμανικά: 1962. Mετάφραση: Ελένη Παπαδοπούλου). Αθήνα: Ιάμβλιχος. σελ. [Χρειάζεται σελίδα]. ISBN 9789602681329. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Cook, Arthur Bernard (1902). «The Gong at Dodona». The Journal of Hellenic Studies 22: σελ. 5-28.