Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βασίλειος Μαλάμος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασίλειος Κ. Μαλάμος
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Βασίλειος Κ. Μαλάμος (Ελληνικά)
Γέννηση1909
Θάνατος1973
ΥπηκοότηταΕλλάδα
Επιστημονική σταδιοδρομία
Αξίωμαμέλος της Ακαδημίας Αθηνών
Ιδιότηταπαθολόγος

Ο Βασίλειος Κ. Μαλάμος (1909-1973) ήταν Έλληνας ιατρός, καθηγητής πανεπιστημίου και ακαδημαϊκός.

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Β. Μαλάμος ήταν γιος ναυάρχου και εγγονός (από την πλευρά της μητέρας του) του καθηγητή της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σπυρίδωνος Λάμπρου. Αμέσως μετά το τέλος του σχολείου μετέβη στη Γερμανία αποφασισμένος να σπουδάσει ιατρική. Πήρε το πτυχίο της ιατρικής με άριστα σε ηλικία μόλις 22 ετών από το Πανεπιστήμιο του Αμβούργου και το διδακτορικό του, επίσης με άριστα, από το ίδιο ίδρυμα. Το 1931-1932 ερεύνησε τις ασθένειες του αίματος, ενώ από το 1932 μέχρι το 1936 εργάσθηκε στην Παθολογική Κλινική της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Αμβούργου, με συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα για τις τροπικές ασθένειες. Το 1936, έγινε υφηγητής (Privatdozent) στην ίδια σχολή. Θέμα της διατριβής του επί υφηγεσία ήταν η κλινική διάγνωση και θεραπεία της ασθένειας καλά-αζάρ.

Σταδιοδρομία στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1938 ο Μαλάμος επέστρεψε στην Ελλάδα και αναγορεύθηκε υφηγητής της Παθολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου το 1947 εκλέχθηκε αναπληρωτής καθηγητής και το 1953 τακτικός καθηγητής, στην έδρα της Θεραπευτικής. Το 1970, τρία χρόνια πριν από τον θάνατό του, εκλέχθηκε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Ο Βασίλειος Μαλάμος υπήρξε ο ιδρυτής και διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής στο Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», αλλά και προσωπικός γιατρός του βασιλιά της Ελλάδας Παύλου (το 1948). Συνέγραψε σχετικά με τις έρευνές του έργα, όπως τα Λοιμώδεις νόσοι και Νόσοι του αίματος.

  • Προς τιμή του η Ελληνική Εταιρία Εσωτερικής Παθολογίας θέσπισε και απονέμει το «Βραβείο Βασιλείου Μάλαμου».
  • Το αντίστοιχο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 17, σελ. 278