Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αουραμίνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αουραμίνη
Γενικά
Όνομα IUPAC δι-(4-διμεθυλαμινοφαινυλο-)μεθανιμίνιο (χλωριούχο)
Άλλες ονομασίες χρυσίζον πυοκατάνιο, πυοκτανίνη, κίτρινο πυοκτανίνης, καναρινί, υδροχλωριούχος αουραμίνη, βασικό κίτρινο 2,
C.I. 41000
Χημικά αναγνωριστικά
Χημικός τύπος C17H22ClN3
Μοριακή μάζα 303,83 amu
Αριθμός CAS 2465-27-2
PubChem CID 17170
ChemSpider ID 16254
Φυσικές ιδιότητες
Σημείο τήξης 267 °C (540 K)
Χημικές ιδιότητες
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa).

Η αουραμίνη είναι οργανική χημική ένωση που ανήκει στην ομάδα του τριφαινυλομεθανίου και χρησιμεύει ως φθορίζουσα βαφή (χρωστική) κίτρινου χρώματος. Η καθαρή αουραμίνη, που στο εμπόριο προσφέρεται με τη μορφή του υδροχλωρικού της άλατος ως αουραμίνη O, είναι κίτρινο στερεό σώμα με μορφή βελονοειδών κρυστάλλων ή σκόνης, διαλυτό στην αιθανόλη και στο διμεθυλοσουλφοξείδιο (DMSO). Μόνο το άλας είναι διάλυτο στο νερό. Η αουραμίνη O παρασκευάζεται με θέρμανση κετόνης του Μίχλερ μαζί με χλωριούχο αμμώνιο και χλωριούχο ψευδάργυρο στους 150 έως 160 °C.

Η αουραμίνη O μπορεί να χρησιμεύσει στη χρώση (βαφή) βακτηρίων για εξέταση στο μικροσκόπιο, όπως του μυκοβακτηρίου (όπου προσδένεται στο μυκολικό οξύ του κυτταρικού τοιχώματος) με τρόπο παρόμοιο με το βάμμα Ziehl-Neelsen.[1] Ειδικότερα μαζί με ροδαμίνη Β συναποτελεί το «βάμμα Truant αουραμίνης-ροδαμίνης για το Mycobacterium tuberculosis.[2][3] Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως φθορίζουσα παραλλαγή του αντιδραστηρίου Schiff.[4] Μικρή είναι η χρήση του ως γενικότερη βαφή: βάφει μεν το μαλλί και το μετάξι ζωηρό κίτρινο, αλλά σε αυτά ξεθωριάζει εύκολα με την έκθεση στο ηλιακό φως και με το πλύσιμο. Βάφει το βαμβάκι μετά από πρόστυψη, τις ακρυλικές και πολυαμιδικές ίνες, την ψάθα και το χαρτί, χρησιμοποιήθηκε όμως κάπως περισσότερο μόνο στη βαφή του χαρτιού. Μπορεί επίσης να χρησιμεύσει ως αντισηπτικός παράγοντας.


  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 6, σελ. 203