Αουραμίνη
Αουραμίνη | |
---|---|
Γενικά | |
Όνομα IUPAC | δι-(4-διμεθυλαμινοφαινυλο-)μεθανιμίνιο (χλωριούχο) |
Άλλες ονομασίες | χρυσίζον πυοκατάνιο, πυοκτανίνη, κίτρινο πυοκτανίνης, καναρινί, υδροχλωριούχος αουραμίνη, βασικό κίτρινο 2, C.I. 41000 |
Χημικά αναγνωριστικά | |
Χημικός τύπος | C17H22ClN3 |
Μοριακή μάζα | 303,83 amu |
Αριθμός CAS | 2465-27-2 |
PubChem CID | 17170 |
ChemSpider ID | 16254 |
Φυσικές ιδιότητες | |
Σημείο τήξης | 267 °C (540 K) |
Χημικές ιδιότητες | |
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa). |
Η αουραμίνη είναι οργανική χημική ένωση που ανήκει στην ομάδα του τριφαινυλομεθανίου και χρησιμεύει ως φθορίζουσα βαφή (χρωστική) κίτρινου χρώματος. Η καθαρή αουραμίνη, που στο εμπόριο προσφέρεται με τη μορφή του υδροχλωρικού της άλατος ως αουραμίνη O, είναι κίτρινο στερεό σώμα με μορφή βελονοειδών κρυστάλλων ή σκόνης, διαλυτό στην αιθανόλη και στο διμεθυλοσουλφοξείδιο (DMSO). Μόνο το άλας είναι διάλυτο στο νερό. Η αουραμίνη O παρασκευάζεται με θέρμανση κετόνης του Μίχλερ μαζί με χλωριούχο αμμώνιο και χλωριούχο ψευδάργυρο στους 150 έως 160 °C.
Η αουραμίνη O μπορεί να χρησιμεύσει στη χρώση (βαφή) βακτηρίων για εξέταση στο μικροσκόπιο, όπως του μυκοβακτηρίου (όπου προσδένεται στο μυκολικό οξύ του κυτταρικού τοιχώματος) με τρόπο παρόμοιο με το βάμμα Ziehl-Neelsen.[1] Ειδικότερα μαζί με ροδαμίνη Β συναποτελεί το «βάμμα Truant αουραμίνης-ροδαμίνης για το Mycobacterium tuberculosis.[2][3] Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως φθορίζουσα παραλλαγή του αντιδραστηρίου Schiff.[4] Μικρή είναι η χρήση του ως γενικότερη βαφή: βάφει μεν το μαλλί και το μετάξι ζωηρό κίτρινο, αλλά σε αυτά ξεθωριάζει εύκολα με την έκθεση στο ηλιακό φως και με το πλύσιμο. Βάφει το βαμβάκι μετά από πρόστυψη, τις ακρυλικές και πολυαμιδικές ίνες, την ψάθα και το χαρτί, χρησιμοποιήθηκε όμως κάπως περισσότερο μόνο στη βαφή του χαρτιού. Μπορεί επίσης να χρησιμεύσει ως αντισηπτικός παράγοντας.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Kommareddi S., Abramowsky C., Swinehart G., Hrabak L. (1984). «Nontuberculous mycobacterial infections: comparison of the fluorescent auramine-O and Ziehl–Neelsen techniques in tissue diagnosis». Hum. Pathol. 15 (11): 1085-1089. doi: . PMID 6208117. https://archive.org/details/sim_human-pathology_1984-11_15_11/page/1085.
- ↑ Truant J., Brett W., Thomas W. (1962). «Fluorescence microscopy of tubercle bacilli stained with auramine and rhodamine». Henry Ford Hosp Med Bull 10: 287-296. PMID 13922644.
- ↑ Arrowood M., Sterling C. (1989). «Comparison of conventional staining methods and monoclonal antibody-based methods for Cryptosporidium oocyst detection». J. Clin. Microbiol. 27 (7): 1490-1495. doi: . PMID 2475523. PMC 267601. https://archive.org/details/sim_journal-of-clinical-microbiology_1989-07_27_7/page/1490.
- ↑ Khavkin T., Kudryavtseva M., Dragunskaya E., Polotsky Y., Kudryavtsev B. (1980). «Fluorescent PAS-reaction study of the epithelium of normal rabbit ileum and after challenge with enterotoxigenic Escherichia coli». Gastroenterology 78 (4): 782-790. doi: . PMID 6986320. https://archive.org/details/sim_gastroenterology_1980-04_78_4/page/782.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 6, σελ. 203