Αναστασία Μπιτσένκο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αναστασία Μπιτσένκο
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση29  Οκτωβρίου 1875
Bakhmutsky Uyezd
Θάνατος16  Ιουνίου 1938
σκοπευτήριο Κομμουνάρκα
Τόπος ταφήςσκοπευτήριο Κομμουνάρκα, Όμπλαστ της Μόσχας και Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών
Ψευδώνυμο«Б.» και Анна Федоровна
Χώρα πολιτογράφησηςΡωσική Αυτοκρατορία
Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΡωσικά[1]
Ουκρανικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταεπαναστάτρια
τρομοκράτης
πολιτικός
κυβερνητικός υπάλληλος
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΚόμμα των Σοσιαλεπαναστατών, Αριστεροί Σοσιαλεπαναστάτες, Κόμμα Επαναστατικού Κομμουνισμού και Communist Party of the Soviet Union
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Αναστασία Αλεξέγιεβνα Μπιτσένκο, (Ρωσικά: Анастасия Алексеевна Биценко, το γένος Καμοριστάγια, Камеритая, 29 Οκτωβρίου 1875 - 16 Ιουνίου 1938) στέλεχος του ΚΚΣΕ και της κυβέρνησης, εξέχουσα εσέρκα,[2] ήταν κόρη οικογένειας αγρότη, με έξι παιδιά, από το χωριό Αλεξανδρόβκα της Επαρχίας Εκατερίνοσλαβ, στην Ουκρανία.[3]

Η Α. Μπιτσένκο στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, 15 Ιανουαρίου 1918

Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1899 απασχολήθηκε σε μια οργάνωση που διαχειριζόταν δημόσια συσσίτια γι’ αυτούς που πεινούσαν στην Επαρχία του Καζάν.[4] Αφού αποφοίτησε από το Γυμνάσιο Μπαχμούτσκι, πρώτη μεταξύ των γυναικών,[4] παρακολούθησε μαθήματα παιδαγωγικής στη Μόσχα, από το 1899 ως το 1901. Το 1901, εξορίστηκε από τη Μόσχα για αντικυβερνητική προπαγάνδα,[4] και για συμμετοχή σε διαδηλώσεις των φοιτητών που δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, μαζί με τον σύζυγό της Μιχαήλ Μπιτσένκο, στο Σαράτοφ, ενώ παρακολουθούσε τα μαθήματα για δασκάλα, και αποκλείστηκε από το να διδάξει.[4] Τον 1902 συνόδευσε τον σύζυγό της, που ήταν μέλος των Σοσιαλεπαναστατών,[3] στην εσωτερική εξορία στο Ιρκούτσκ. Την ίδια χρονιά εντάχθηκε στο Σοσιαλ-Επαναστατικό κόμμα. To 1902-1903, όντας μέλος των αντίστοιχων επιτροπών του Κόμματος[4] έκανε οργανωτική και προπαγανδιστική δουλειά στην αρχή στο Σμολένσκ και μετά στην Αγία Πετρούπολη.[4]

Τρομοκρατική δραστηριότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1903 χωρίζει από τον σύζυγό της και μετακομίζει στην Αγία Πετρούπολη, όπου εντάσσεται στην ομάδα που σχεδιάζει τη δολοφονία του υπουργού εσωτερικών Βιατσεσλάβ Πλέβε και έγινε μια από τους πρωτεργάτες των τρομοκρατικών πυρήνων. Συνελήφθη μαζί με άλλους συνωμότες στα τέλη Ιανουαρίου 1904, και παρέμεινε φυλακισμένη εν αναμονή της δίκης μέχρι τον Μάρτιο του 1905. Λόγω απουσίας αποδεικτικών στοιχείων οι αρχές αποφάσισαν να μην τη δικάσουν, διοικητικά όμως την απέλασαν στην επαρχία Βόλογκντα. Τον Απρίλιο του 1905, διέφυγε στη Γενεύη, όμως τον Αύγουστο επέστρεψε για να εργαστεί παράνομα στη Μόσχα.[4] Γίνεται μέλος την Επιτροπής Μόσχας του Σοσιαλ-Επαναστατικού Κόμματος και οργανώτρια στο Εργοστάσιο Σιδηροδρόμων της Μόσχας, όπου καθοδήγησε τον Οκτώβριο απεργία σε αυτό εργοστάσιο.[4]

Οι τρομοκράτισσες Ρεβέκα Φιάλκα, Λίντια Εζέρσκαγια, Αναστασία Μπιτσένκο, Μαρία Σκόλνικ, Αλεξάνδρα Ισμαΐλοβα και Μαρία Σπιριντόνοβα το 1906

Αγνοεί την εντολή τη Κ.Ε. για τον τερματισμό των τρομοκρατικών επιθέσεων, μετά τη διακήρυξη του Μανιφέστου του Οκτωβρίου και την υπόσχεση του Τσάρου για Σύνταγμα. Τον Νοέμβριο του 1905 μεταπηδά στον μαχητικό τομέα.[4] Μεταβαίνει στο Σαράτοφ μαζί με ένα άλλο μέλος της Οργάνωσης Μάχης των Εσέρων, όπου ετοίμασε ένα κρησφύγετο.

Στις 22 Νοεμβρίου, εμφανίζεται ενώπιον του αναπληρωτή επαρχιακού κυβερνήτη Στρατηγού Ζαχάροφ, παλαιότερα Υπουργού Άμυνας και Υπασπιστή του Τσάρου,[4], στην υποδοχή του,[2] προσποιείται ότι έχει πάει να κάνει μια επίσημη αίτηση και τον πυροβολεί αρκετές φορές θανάσιμα. Το θύμα είχε σταλεί για την καταστολή των αγροτικών εξεγέρσεων στην περιοχή του Βόλγα,[4] που προκλήθηκαν κατά τη διάρκεια της Ρωσικής Επανάστασης του 1905, αλλά και λόγω της κακής σοδειάς. Τόσο οι φιλελεύθεροι, όσο και οι σοσιαλιστές γιόρτασαν τον θάνατο του στρατηγού.

Κατά πάγια τακτική, αρνήθηκε για μήνες να πει το όνομά της στις αρχές, και στάθηκε σαν Ανώνυμη στο δικαστήριο,[3] ωστόσο, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητά της, στις 3 Μαρτίου 1906 καταδικάστηκε από το στρατοδικείο σε ισόβια καταναγκαστική εργασία (αντί της ποινής του θανάτου[4] δι' απαγχονισμού), λόγω της "ανεπαρκούς πνευματικής της ανάπτυξης" που επέτρεψε στο κόμμα να τη χρησιμοποιήσει. Όταν μετέτρεψαν την ποινή της η Μπιτσένκο αποκάλυψε το όνομά της στον επαρχιακό εισαγγελέα.

Η Μπιτσένκο στο κέντρο, με τις άλλες Shesterka, εξόριστη στη Σιβηρία στο Νερτσίνσκ.

Εσωτερική εξορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη Απριλίου μεταφέρθηκε στη φυλακή Μπουτρίκα στη Μόσχα, όπου είχε κακές σχέσεις με τους άλλους επαναστάτες που ήταν εκεί, γιατί ήθελαν να τη γνωρίσουν, ενώ αυτή προτιμούσε να αποφεύγει την προσοχή. Στις 21 Ιουνίου αναχώρησε για τις φυλακές Νέρτσινσκ, κοντά στα κινεζικά σύνορα, ταξίδι που διήρκησε έναν μήνα. Ταξίδευσε με άλλες πέντε τροκράτισσες, με τις οποίες αποτελούσε την περίφημη shesterka (ομάδα των έξι), που περιλάμβανε και την περίφημη Μαρία Σπιριντόνοβα. Στην εξορία υπέστη πολλά προβλήματα υγείας, όπως οι περισσότεροι σύντροφοί της, και ανέλαβε ρόλο εκπροσώπου του ομίλου τους στις αρχές της φυλακής.

Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπερασπίστηκε τον διεθνισμό, θέση πλειοψηφική στο κόμμα το 1917, αλλά μειοψηφική μεταξύ των μελών του στην εξορία. Εξέτισε δέκα χρόνια αναγκαστικής εργασίας στο Ακατούι και το Μαλτσεβσκόγια.[4]

Επανάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Μάρτιο του 1917 αφέθηκε ελεύθερη,[4] σαν αποτέλεσμα της αμνηστίας της επανάστασης του Φεβρουαρίου. Εντάχθηκε στην αριστερή, διεθνιστική πτέρυγα των Σοσιαλ-Επαναστατών.[4] Μετακόμισε στην Τσίτα στις 8 Μαρτίου (21 Μαρτίου) 1917, όπου και παρέμεινε αρκετές εβδομάδες.

Η Α. Μπιτσένκο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στο Μπρεστ-Λιτόφσκ

Μέλος της Επιτροπής Περιοχής της Τσίτα και αργότερα της Μόσχας.[4] Στην Τσίτα καθοδηγούσε την Εκπαιδευτική Επιτροπή του Σοβιέτ των Εργατών και Στρατιωτών Βουλευτών.

Στις 31 Μαΐου (13 Ιουνίου) 1917 έφθασαν με τη Σπιριντόνοβα στη Μόσχα, στις τελευταίες ημέρες του 3ου Συνεδρίου του κόμματος. Οι εκπρόσωποι καλωσόρισαν τους εξορίστους της Σιβηρίας με επευφημίες και κλήθηκαν στο προεδρείο του Συνεδρίου, ως εκπρόσωποι της περιοχής Τρανσ-Βαϊκάλης. Αμέσως περιλήφθηκαν με τη Σπιριντόνοβα στο ψηφοδέλτιο των υποψηφίων για την Κεντρική Επιτροπή με το αριστερό ρεύμα, όπου δεν εξελέγησαν. Ενώ οι υπόλοιποι εξόριστοι, μετά το συνέδριο, πήγαν στην Πετρούπολη, η Μπιτσένκο παρέμεινε στη Μόσχα για να εργαστεί στην εκεί περιφερειακή επιτροπή των Εσέρων.

Στην Οκτωβριανή Επανάσταση σαν μέλος της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, λειτούργησε στους δρόμους, για τη νίκη της επανάστασης.[2]

Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση θήτευσε στο Πρεζίντιουμ του Σοβιέτ της Μόσχας σαν μέλος, και στην Κεντρική Επιτροπή των Αριστερών Σοσιαλ-Επαναστατών[4], όπου εξελέγη στο ιδρυτικό συνέδριο του κόμματος, και γίνεται μέλος της συντακτικής επιτροπής του δημοσιογραφικού του οργάνου "Ο δρόμος μας". Συμμετείχε στις ειρηνευτικές συνομιλίες του Μπρεστ-Λιτόφσκ σαν μέλος της 1ης και 2ης ειρηνευτικής αντιπροσωπείας,[4] ως εκπρόσωπος της Σοσιαλιστικής αριστεράς, και των γυναικών,[2] όπου έδωσε την εντύπωση της "σιωπηλής".

Σε οξεία αντίθεση με την πλειοψηφούσα άποψη στην Κεντρική Επιτροπή των Αριστερών Σοσιαλ-Επαναστατών, στήριξε τη σύναψη της συνθήκης ειρήνης. Μετά την εξέγερση του 1918 των Αριστερών Σοσιαλ-Επαναστατών, διαφώνησε σε πολλά σημεία με την Κεντρική τους Επιτροπή και εγκατέλειψε το Κόμμα. Για κάποιο διάστημα προσπάθησε να ενώσει εκείνους τους Αριστερούς Σοσιαλ-Επαναστάτες που δέχονταν την πολιτική του Κομμουνιστικού Κόμματος.[4] Στη δίκη των σοσιαλ-επαναστατών (8 Ιουλίου με 7 Αυγούστου 1922) υπερασπίστηκε τους εσέρους που έφυγαν από το κόμμα και καταδίκασε τις μεθόδους του αγώνα του.

Τον Νοέμβριο του 1918 εντάχθηκε στο Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα (Μπολσεβικικό),[4] αφού είχε περάσει από την Κ.Ε. του Κόμματος Επαναστατικού Κομμουνισμού. Κατέλαβε διοικητικές θέσεις στο Επιτροπάτο Γεωργίας της Ρωσικής Σοβιετικής Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, συναφείς με την ίδρυση των κολχόζ.[4]

Στις 8 Φεβρουαρίου 1938 συνελήφθη με την κατηγορία της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση και στις 16 Ιουνίου 1938 καταδικάστηκε από το στρατοδικείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου της ΕΣΣΔ σε θάνατο. Τυφεκίστηκε την ίδια ημέρα και τάφηκε στην Κομμουνάρκα, ένα χωριό λίγο έξω από τη Μόσχα. Οι Σοβιετικές αρχές την αποκατέστησαν το 1961.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. js20201082038. Ανακτήθηκε στις 1  Μαρτίου 2022.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 «Анастасия Алексеевна Биценко». traditio.wiki. 4 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2016. 
  3. 3,0 3,1 3,2 «Anastassija_Alexejewna_Bizenko». blog.photographies-naturelles.fr. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2016. [νεκρός σύνδεσμος]
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 4,12 4,13 4,14 4,15 4,16 4,17 4,18 4,19 4,20 «Anastasiya Alekseyevna BITSENKO». Prabook. 2016. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2016. [νεκρός σύνδεσμος]