Αλτήρας
Ο αλτήρας (αρχ. ελλ. ἁλτῆρες) είναι όργανο για εκγύμναση και αθλητική προπόνηση, αποτελούμενο από δύο βάρη που συνδέονται με μια μεταλλική ράβδο. Οι μικρού μήκους αλτήρες είναι γνωστοί κοινώς με την ονομασία βαράκια. Στην αρχαία Ελλάδα οι αθλητές χρησιμοποιούσαν τους αλτήρες, προκειμένου να καλύψουν μεγαλύτερη απόσταση σε επιχειρούμενο άλμα (από όπου το όργανο έλαβε και την ονομασία του), αλλά και για την ενδυνάμωση των χεριών τους.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι αλτήρες στην αρχαία Ελλάδα ήταν μολύβδινα (συχνότερα) ή λίθινα (πέτρινα) βάρη, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι άλτες κατά την εκτέλεση του αγωνίσματος, για να δώσουν μεγαλύτερη ώθηση στο σώμα τους με βάση την αρχή διατηρήσεως της ορμής.[1] Με αυτούς, όμως, εξασκούσαν επίσης τα χέρια και τα δάκτυλά τους, μια πρακτική γνωστή ως αλτηροβολία.[2][3] Το σχήμα τους διέφερε: ο Φιλόστρατος αναφέρει αλτήρες σφαιροειδείς και μακρόστενους, ενώ ο Παυσανίας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια αλτήρες των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ., τους οποίους είχε δει στην Ολυμπία. Στο Μουσείο της Ιστορίας των Ολυμπιακών Αγώνων της αρχαιότητας, στην Αρχαία Ολυμπία, εκτίθεται αναθηματικός αλτήρας, που αφιερώθηκε από τον Λακεδαιμόνιο αθλητή Ακματίδα στον θεό Δία στο ιερό της Ολυμπίας. Ο αλτήρας φέρει εγχάρακτη επιγραφή, η οποία χρονολογείται στα τέλη του 6ου αι. π.Χ.. Γενικότερα, οι λίθινοι αλτήρες που ανακαλύφθηκαν στην Ολυμπία είχαν μάζα 4.629 γραμμάρια ο καθένας, ενώ οι λίθινοι αλτήρες που ανακαλύφθηκαν στην αρχαία Κόρινθο είχαν μάζα μόνο 2.018 γραμμάρια ο καθένας. Σε έναν χάλκινο δίσκο που βρέθηκε στην Αίγινα παριστάνεται έφηβος που κρατάει αλτήρες με τα χέρια του τεντωμένα και απλωμένα μπροστά.
Στην Ινδία χρησιμοποιούσαν επίσης ένα είδος αλτήρα για περισσότερο από χίλια χρόνια. Αυτό είχε σχήμα ροπάλου, από όπου είχε και την ονομασία «ινδικό ρόπαλο»[4][5], ενώ στις ινδικές γλώσσες ήταν γνωστό ως «ναλ». Το ναλ μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μέσου μήκους όργανο, ανάμεσα στον αλτήρα («μπάρα») της άρσεως βαρών και στον αρχαιοελληνικό αλτήρα. Γενικώς η χρήση του γινόταν σε ζεύγη αλτήρων, όπως και στην αρχαία Ελλάδα, αλλά με ευρύτερο χρηστικό κοινό: παλαιστές, bodybuilders, παίκτες ομαδικών αθλημάτων, και άλλοι που επιθυμούσαν ενδυνάμωση και αύξηση του μυϊκού όγκου.
Τύποι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το σημερινό σχήμα αλτήρα, με δύο ίσα βάρη προσαρμοσμένα στις δύο άκρες μιας ράβδου-λαβής, εμφανίσθηκε ήδη περί το 1700 μ.Χ..[6] Σήμερα υπάρχουν δύο βασικοί τύποι αλτήρων:
- Σταθερού βάρους, που προορίζονται συνήθως για άρση με το ένα χέρι. Κατασκευάζονται από χυτοσίδηρο, κάποιες φορές επενδεδυμένο με ελαστικό ή πλαστικό (νεοπρένιο) για μαλακότερη επαφή, ενώ οι φθηνότεροι αλτήρες τέτοιου τύπου αποτελούνται από παχύ στρώμα βαρέος πλαστικού με εσωτερικό συμπληρωμένο με σκυρόδεμα. Τα μεγαλύτερα βάρη αυτού του είδους αλτήρων, στους οποίους το κεντρικό τμήμα-λαβή έχει μήκος 20 έως 40 εκατοστά, είναι 5 ή 10 κιλά.
- Ρυθμιζόμενου βάρους, αποτελούμενοι από μία μεταλλική ράβδο, τον διαλτήρα (κοινώς «μπάρα»), της οποίας το κεντρικό μέρος φέρει συχνά πλέγμα χαραγών ώστε να μη γλιστρά από τα χέρια. Κοντά στα άκρα αυτής της ράβδου περνώνται δίσκοι βαρών (γνωστοί με την κοινή ονομασία «δισκόβαρα»), που στερεώνονται καλά στις θέσεις τους, συνήθως με ασφαλιστικούς κοχλίες.
- Οι βραχείς (μικρού μήκους) αλτήρες ρυθμιζόμενου βάρους προορίζονται για άρση με το ένα χέρι. Τα μεγαλύτερα βάρη τέτοιων αλτήρων είναι τα 5 και τα 10 κιλά.
- Οι μεγάλου μήκους αλτήρες ρυθμιζόμενου βάρους φθάνουν σε μήκος τα 2 μέτρα και προορίζονται για άρση με τα δύο χέρια, όπως στους επίσημους αγώνες άρσεως βαρών. Αυτοί οι αλτήρες μπορούν να έχουν βάρη εκατοντάδων κιλών.
Έντονο κείμενο==ΠαραΈντονο κείμενοπομπές==
- ↑ Miller, Stephen Gaylord (2004). Ancient Greek Athletics. Yale University Press. σελ. 64. ISBN 978-0-300-11529-1.
halteres halter
- ↑ Gardiner, E. Norman (2002). Athletics in the Ancient World. Courier Corporation. σελ. 153. ISBN 978-0-486-42486-6.
- ↑ Pearl, Bill (2005). Getting Stronger: Weight Training for Sports. Shelter Publications, Inc. σελ. 388. ISBN 978-0-936070-38-4.
- ↑ Heffernan, Conor. «INDIAN CLUB SWINGING IN NINETEENTH AND TWENTIETH-CENTURY INDIA AND ENGLAND» (PDF).
- ↑ Heffernan, Conor (5 Ιουλίου 2016). Indian club swinging in nineteenth and twentieth-century India and England (Διδακτορική διατριβή). Faculty of History, University of Cambridge.
- ↑ Hedrick, Allen (18 Ιανουαρίου 2014). Dumbbell training. Human Kinetics. σελ. xii.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το λήμμα «αλτήρ» στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμ. 4, σσ. 523-524