Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αιμιλία Στοά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 41°52′48.4″N 12°28′25.0″E / 41.880111°N 12.473611°E / 41.880111; 12.473611

Αιμιλία Στοά
Χάρτης
Είδοςαρχιτεκτονική κατασκευή και αρχαιολογική θέση
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°52′48″N 12°28′25″E
Διοικητική υπαγωγήΡώμη
ΧώραΙταλία
Commons page Πολυμέσα
Το Tεστάτσιο (Testaccio) θεωρείται τμήμα της Αιμιλίας Στοάς.

Η Αιμιλία Στοά, λατιν.: Porticus Aemilia, ήταν μία στοά στην αρχαία Ρώμη. Ήταν από τις μεγαλύτερες εμπορικές κατασκευές της εποχής της και λειτουργούσε ως αποθήκη και κέντρο διανομής εμπορευμάτων, που εισέρχοντο στην πόλη μέσω του ποταμού Τίβερη.

Υποθετική θέση της Αιμιλίας Στοάς (δεν πρέπει να συγχέεται με το ομώνυμο κτίριο που τοποθετείται στο Άρεως Πεδίον).

Ιστορία και περιγραφή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Στοά κτίστηκε το 193 π.Χ. από τους αξιωματούχους τους υπεύθυνους για τα κτίρια αγορανόμους (aedilis) Μάρκο Αιμίλιο Λέπιδο και Λεύκιο Αιμίλιο Παύλο, από τους οποίους προέρχεται το όνομα του κτιρίου και της συσχέτισης με το Αιμίλιο γένος (Τ. Λίβιος, 35.10.12). Στη συνέχεια ξανακτίστηκε το 174 π.Χ. από τους κήνσορες Κόιντο Φούλβιο Φλάκκο και Άουλο Ποστούμιο Αλβίνο (Τ. Λίβιος, 41.27.8).

Η ανάπτυξη της Στοάς συνέπεσε με την ταχεία ανάπτυξη της πόλης μετά τον Β΄ Εμφύλιο Πόλεμο.[1] Αυτή η αύξηση, τόσο στο εμπόριο όσο και στον πληθυσμό, έδωσε έμφαση στον περιορισμένο διαθέσιμο χώρο στην Αγορά του Βοός (Forum Boarium) και υπογράμμισε τη σημασία της σύνδεσης του ποταμού με το κύριο λιμάνι της Ρώμης στην Όστια. Η Στοά και το Εμπορείον φαίνεται ότι συνεργάζοντο, για να διευκολύνουν την εκφόρτωση, την αποθήκευση και πιθανώς την αναδιανομή αγαθών και τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων των εισαγόμενων σιτηρών για το επίδομα σίτου (cura annonae) και φαίνεται ότι λειτουργούσαν συνεχώς μέχρι τον 6ο αι. μ.X.[2]

Το κτίριο με λιθοδομή opus incertum (από πέτρες διαφορετικού μεγέθους), με τη μορφή ενός λεπτού ορθογωνίου που εκτείνεται παράλληλα με τον Τίβερη, ήταν πολύ μεγάλο. Είναι περίπου 487 μ. μήκους, 60 μ. πλάτους και υποδιαιρείται από 294 στύλους σε σειρές των επτά. Αυτές δημιούργησαν μία σειρά από 50 διαδρόμους, ο καθένας μήκους 8,30 μ.. Η στοά σκεπαζόταν από μία σειρά επικαλυπτόμενων θόλων, που υψώνοντο σε ευθυγράμμιση με την πλαγιά του λόφου, προσφέροντας προστασία από τα στοιχεία της φύσης, ενώ επέτρεπαν στο φως και τον αέρα να περάσουν. Η συνολική καλυμμένη επιφάνεια ήταν 25000 τ.μ.[3]

Το κτίριο ήταν περίπου 90 μ. πίσω από το Εμπορείον (Emporium) και την πρόσβαση στο ποτάμι, πιθανώς για τον μετριασμό των επιπτώσεων των εποχικών πλημμυρών του. Μέχρι την περίοδο του Τραϊανού, ο χώρος αυτός γέμισε με πρόσθετες εμπορικές κατασκευές και οι μεγάλοι χρηστικοί χώροι στην Στοά χρησιμοποιήθηκαν σε ποικίλες χρήσεις· συχνά τροποποιήθηκαν ή υποδιαιρέθηκαν, για να ταιριάζουν στις ανάγκες των χρηστών τους.[1]

  1. 1,0 1,1 Filippo, Coarelli (10 Μαΐου 2014). Rome and environs : an archaeological guide (Updated έκδοση). [Berkeley]. ISBN 9780520282094. 
  2. Brughitta, Cristiano. «Soprintendenza Speciale per i Beni Archeologici di Roma " La Porticus Aemilia regala un giardino a Testaccio"». Ministry of Culture, Superintendent of Archaeology. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 10 Μαρτίου 2018. 
  3. «Porticus Aemilia, Soprintendenza speciale per i beni archeologici di Roma». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαΐου 2014. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουνίου 2012. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • ΕFilippo Coarelli, Guida archeologica di Roma, Βερόνα, Arnoldo Mondadori Editore, 1984.
  • Lucos Cozza and Pier Luigi Tucci, Navalia, in Archeologia Classica 57 (2006), pp. 175–202.
  • Giovanna Maria Forni, Extra Portam Trigeminam, στο Atlante Tematico di Topografia Antica 22 (2012) pp. 35–40.
  • Pierre Gros and Mario Torelli, Storia dell'urbanistica. Il mondo romano, Rome-Bari, Laterza, 2007.
  • Giovanni Battista Piranesi, Le antichità Romane, T. 4, ταβ. Tav. XLVIII
  • Pier Luigi Tucci, La controversa storia della Porticus Aemilia, στο Archaeologia Classica 63 (2012), σσ. 575–591.