Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αείλανθος ο υψηλότατος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ailanthus altissima (Αείλανθος η υψηλότατη)
Θηλυκό δέντρο με καρπούς
Θηλυκό δέντρο με καρπούς
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Plantae
Συνομοταξία: Magnoliophyta
Ομοταξία: Magnoliopsida
Τάξη: Sapindales
Οικογένεια: Simaroubaceae
Γένος: Ailanthus
Διώνυμο
Ailanthus altissima
(Mill.) Swingle

Η Ailanthus altissima (Αείλανθος η υψηλότατη) είναι φυλλοβόλο δέντρο της οικογένειας Simarubaceae (Σιμαρουβίδες) γνωστό στα ελληνικά με τις ονομασίες βρωμοκαρυδιά, βρωμόδεντρο, βρωμούσα. Είναι ιθαγενές της βόρειας και κεντρικής Κίνας. Αντίθετα από άλλα είδη του γένους Ailanthus (Αείλανθος), απαντάται συνήθως σε εύκρατα κλίματα αντί σε τροπικά. Αναπτύσσεται γρήγορα και μπορεί να φθάσει το ύψος των 15 μέτρων σε 25 χρόνια. Η διάρκεια ζωής του είναι σχετικά σύντομη και σπανίως υπερβαίνει τα 50 χρόνια, αν και έχουν αναφερθεί περιπτώσεις δέντρων, τα οποία έζησαν περισσότερο από 100 χρόνια.

Στην Κίνα το δέντρο αυτό έχει μακρά και πλούσια ιστορία. Γίνεται αναφορά σ’ αυτό, στο παλαιότερο δείγμα κινέζικου λεξικού και απαριθμείται σε αμέτρητα κινεζικά ιατρικά κείμενα για την θεωρούμενη ικανότητά του να θεραπεύει ασθένειες που κυμαίνονται από ψυχικές ασθένειες μέχρι αλωπεκία. Οι ρίζες, τα φύλλα και ο φλοιός του δέντρου χρησιμοποιούνται ακόμα και σήμερα στην παραδοσιακή κινεζική ιατρική, κυρίως ως στυπτικό, ενώ η ρητίνη του ως θυμίαμα στους Ινδουϊστικούς ναούς. Έχει καλλιεργηθεί σε μεγάλο βαθμό τόσο στην Κίνα όσο και αλλού ως φυτό ξενιστής για τον σκώρο (Samia cynthia) που χρησιμοποιείται για την παραγωγή μεταξιού.

Εισαγωγή σε άλλες ηπείρους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ευρώπη εισήχθη για πρώτη φορά από την Κίνα γύρω στο 1740[1] και πλέον έχει εγκλιματισθεί σε αρκετές από αυτές.[2] Περιλαμβάνεται στον Κατάλογο Ειδών Ενδιαφέροντος του Κανονισμού 1143/2014 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.[3] Στις Ηνωμένες Πολιτείες εισήχθη το 1784. Η A. altissima εισήχθη από την Κίνα στην Ινδία όπου χρησιμοποιήθηκε σε αναδασώσεις και ως καλλωπιστικό σε δρόμους. Στο Ιράν χρησιμοποιήθηκε σε φυτεύσεις για τη δημιουργία ζωνών πρασίνου γύρω από πόλεις, καθώς και σε ημι-άγονες περιοχές.[4]

Ήταν ένα από τα πρώτα δέντρα που καλλιεργήθηκαν στη Δύση, σε μια εποχή που η ευρωπαϊκή τέχνη επηρεαζόταν από τα κινέζικα πρότυπα και θεωρήθηκε αρχικά ως δείγμα για έναν όμορφο κήπο. Παρόλα αυτά, ο ενθουσιασμός υποχώρησε αμέσως όταν οι κηπουροί είδαν ότι έβγαζε συνέχεια παραφυάδες και είχε αποκρουστική οσμή. Παρά το γεγονός αυτό, χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως ένα δέντρο για τους δρόμους των πόλεων κατά ένα μεγάλο μέρος του 19ου αιώνα. Το 1840 το φυτό ήταν ήδη αρκετά διαδεδομένο στις Η.Π.Α. ως καλλωπιστικό και ήταν διαθέσιμο σε φυτώρια. Στην Ελλάδα καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά στον Εθνικό Κήπο (τότε Βασιλικό Κήπο) από τον Βασιλιά Όθωνα.

Είναι δίοικο φυλλοβόλο δέντρο (υπάρχουν δηλαδή αρσενικά και θηλυκά δέντρα). Μπορεί να φτάσει τα 30 μέτρα σε ύψος. Ο κορμός του έχει φλοιό λείο, φαιού χρώματος και μπορεί να φτάσει το ένα μέτρο σε διάμετρο. Οι νεαροί βλαστοί έχουν καφεκόκκινο χρώμα. Τα φύλλα είναι σύνθετα, πτεροειδή με μεγάλο μήκος (έως 90 εκατοστά), αποτελούμενα από 11-25 αντίθετα διαταγμένα φυλλάρια. Κάθε φυλλάριο διαθέτει μια, μέχρι μερικές αδενώδεις τρίχες. Τα άνθη του είναι μονογενή (αρσενικά ή θηλυκά), μικρά σε μέγεθος, με κιτρινωπό χρώμα και σχηματίζουν πυκνές ταξιανθίες (φόβες). Τα αρσενικά άνθη έχουν χαρακτηριστική, δυσάρεστη οσμή. Ο καρπός του είναι μονόσπερμος, πτερυγιοφόρος (σαμάρα), εξαιρετικά ελαφρύς και διασπείρεται με τη βοήθεια του ανέμου (ανεμοχωρία).

Η A. altissima ευδοκιμεί σε περιοχές με εύκρατο και ημι-τροπικό κλίμα, αλλά όχι σε υγρές βροχερές τροπικές περιοχές καθώς τα αρτίβλαστά του δεν μπορούν να επιβιώσουν. Η μέση ετήσια βροχόπτωση στις περιοχές που εξαπλώνεται, κυμαίνεται από 400–1400 mm ετησίως, μπορεί να αντέξει ωστόσο πολύμηνες περιόδους ξηρασίας. Προτιμά μέσες ετήσιες θερμοκρασίες μεταξύ 7-18 °C, αλλά ανέχεται επίσης ισχυρούς παγετούς και μπορεί να επιβιώσει σε απολύτως ελάχιστες θερμοκρασίες έως -35 °C. Η A. altissima είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον παράδειγμα φυτικού εισβολέα εκτός της φυσικής κλιματικής του ζώνης. Είναι ιθαγενής σε υποτροπικές και θερμές εύκρατες περιοχές, αλλά μπορεί να εισβάλει σε περιοχές των οποίων το κλίμα κυμαίνεται από εύκρατο ψυχρό έως τροπικό.[5][6]

Αναπτύσσεται καλύτερα σε χαλαρά, πορώδη εδάφη, αλλά μπορεί να αναπτυχθεί επίσης σε ποικιλία εδαφών από αμμώδη ή πηλώδη έως ξηρά ασβεστολιθικά και αβαθή εδάφη. Το υψομετρικό εύρος εξάπλωσής του κυμαίνεται από τα 20–2400 m.[7]

Ο αείλανθος είναι καιροσκοπικό φυτό που ευδοκιμεί σε πλήρη ήλιο και διαταραγμένες περιοχές. Εξαπλώνεται επιθετικά, τόσο από τους σπόρους του -των οποίων η ελαφρότητα καθιστά εύκολη τη μεταφορά τους με τον άνεμο σε μεγάλες αποστάσεις- όσο και με μοσχεύματα. Αναπτύσσεται με ταχείς ρυθμούς σε σύντομο χρονικό διάστημα ακόμη και σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού, ανταγωνιζόμενος επιτυχώς τα αυτόχθονα δέντρα. Είναι πολύ ανθεκτικό στην ατμοσφαιρική, χημική και σωματιδιακή ρύπανση, συμπεριλαμβανομένου του διοξειδίου του θείου, το οποίο απορροφά στα φύλλα του. Μπορεί να αντέξει τη σκόνη τσιμέντου, τις αναθυμιάσεις λιθανθρακόπισσας, καθώς και την έκθεση στο όζον. Επιπλέον, υψηλές συγκεντρώσεις υδραργύρου έχουν βρεθεί στους ιστούς του.

Ο αείλανθος έχει χρησιμοποιηθεί για την αποκατάσταση περιοχών, πρώην ορυχείων κι έχει αποδειχθεί ότι ανέχεται επίπεδα pH μέχρι 4,1. Μπορεί να αντέξει πολύ χαμηλά επίπεδα φωσφόρου και υψηλά επίπεδα αλατότητας. Βρίσκεται συχνά σε περιοχές όπου λίγα δέντρα μπορούν να επιβιώσουν. Παράγει τοξικές ουσίες (κουασσινοειδή) που παρεμποδίζουν την ανάπτυξη άλλων φυτών, ένα φαινόμενο γνωστό ως «αλληλοπάθεια». Η αντοχή του δέντρου στην ξηρασία, οφείλεται στην ικανότητα του να αποθηκεύει αποτελεσματικά το νερό στο ριζικό του σύστημα, το οποίο είναι πολύ επιθετικό και μπορεί να προκαλέσει καταστροφές σε θεμέλια και υπόγειες σωληνώσεις, όπως αποχετεύσεις, σωλήνες ύδρευσης ή καλώδια τηλεφώνου και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.

  1. Hu SY, 1979. Ailanthus. Arnoldia, 39(2):29-50.
  2. Kowarik I, Säumel I, 2007. Biological flora of Central Europe: Ailanthus altissima (Mill.) Swingle. Perspectives in Plant Ecology, Evolution and Systematics, 8(4):207-237. http://www.sciencedirect.com/science/journal/14338319
  3. «List of Invasive Alien Species of Union concern - Environment - European Commission». ec.europa.eu. Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2020. 
  4. Luna RK, 1996. Plantation trees. Delhi, India: International Book Distributors
  5. Cronk QCB, Fuller JL, 1995. Plant invaders: the threat to natural ecosystems. London, UK; Chapman & Hall Ltd, xiv + 241 pp.
  6. Kowarik I, Säumel I, 2007. Biological flora of Central Europe: Ailanthus altissima (Mill.) Swingle. Perspectives in Plant Ecology, Evolution and Systematics, 8(4):207-237. http://www.sciencedirect.com/science/journal/14338319
  7. «Home». CABI.org (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2020. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]