Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άρχων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο άρχων αποτελεί μια αρχαία ελληνική λέξη, η οποία στα νέα ελληνικά έχει μεταβληθεί στην λέξη άρχοντας. Αναφέρεται στο κυβερνήτη και υπήρξε επίσημη πολιτική θέση αρκετών αρχαιοελληνικών πόλεων-κρατών και του Βυζαντίου.

Στην πρώιμη αρχαία Ελλάδα οι επικεφαλείς διαφόρων αρχαίων ελληνικών πόλεων-κρατών ήταν γνωστοί ως άρχοντες.[1] Η λέξη "ἄρχων" χρησιμοποιήθηκε για πολλές θέσεις στην αρχαία Ελλάδα, όπως π.χ. ηγέτης ενός συλλόγου, οικοδεσπότης στο συμπόσιο ή σε ένα ρωμαίο κυβερνήτη.

Στην Αθήνα αναπτύχθηκε ένα σύστημα τριών αρχόντων: ο επώνυμος άρχοντας, ο πολέμαρχος και ο άρχων βασιλεύς.[1] Σύμφωνα με την Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη, η εξουσία του βασιλιά αρχικά περιήλθε στον έλεγχο του άρχοντα, και τα αξιώματα των αρχόντων περνούσαν από τον ένα αριστοκράτη στον άλλο με εκλογές κάθε δέκα χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο επώνυμος άρχων ήταν διοικητής και αρχιδικαστής, ο πολέμαρχος ήταν ο αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και ο άρχων βασιλεύς ήταν υπεύθυνος για τις θρησκευτικές υποθέσεις της πόλης. Μετά το 683 π.Χ. τα τρία αξιώματα άλλαζαν κάτοχο κάθε χρόνο και το κάθε έτος έμενε γνωστό στους Αθηναίους από το όνομα του επώνυμου άρχοντα του κάθε έτους. Αν και η αλλαγή της διαδικασίας εκλογής των αρχόντων είναι ασαφής, μετά το 487 π.Χ. κάθε πολίτης μπορούσε να διεκδικήσει με κλήρωση τη θέση του άρχοντα (επώνυμου, πολέμαρχου ή άρχοντα βασιλέα) και τα στρατιωτικά καθήκοντα του πολέμαρχου ανέλαβαν οι στρατηγοί. Ο πολέμαρχος στη συνέχεια είχε μόνο δευτερεύοντα θρησκευτικά καθήκοντα. Ο επώνυμος άρχων παρέμεινε διακοσμητικά στη θέση του ηγέτη κράτους στην αθηναϊκή δημοκρατία, αν και είχε πολύ μειωμένη πολιτική αρμοδιότητα. Οι άρχοντες βοηθούνταν στο έργο τους από τους θεσμοθέτες. Μετά το 457 π.Χ. οι πρώην άρχοντες γίνονταν ισόβια μέλη του Άρειου Πάγου, αν και πλέον ο Άρειος Πάγος είχε χάσει μέρος της σημασίας του.[2]

Σύμφωνα με το αθηναϊκό σύνταγμα, οι άρχοντες ήταν υπεύθυνοι για την διεξαγωγή εορτασμών με την συγκέντρωση ποιητών, θεατρικών συγγραφέων, ηθοποιών, και χορηγών που είχαν διοριστεί από την πόλη. Ο άρχων θα ξεκινούσε αυτή τη διαδικασία μήνες πριν από την διεξαγωγή του εορτασμού επιλέγοντας τρία θεατρικά έργα βασισμένος στη περιγραφή της πλοκής των θεατρικών έργων. Κάθε θεατρικός συγγραφέας θα λάμβανε την στήριξη ενός χορηγού, ο οποίος θα πλήρωνε όλα τα έξοδα για τα κοστούμια, τις μάσκες και την εκπαίδευση της χορωδίας. Ο άρχων έδινε στον κάθε θεατρικό συγγραφέα έναν κύριο ηθοποιό (τον πρωταγωνιστή ), καθώς και έναν δεύτερο και τρίτο ηθοποιό. Ο επώνυμος άρχων επέβλεπε την διεξαγωγή των διαγωνισμών τραγωδίας, κωμωδίας και σατυρικού δράματος στα Διονύσια του Μαρτίου.

Βυζαντινή Αυτοκρατορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βυζαντινοί ιστορικοί συνήθως αποκαλούσαν τους ξένους ηγέτες άρχοντες.[3] Οι ίδιοι οι ηγεμόνες των Βουλγάρων, μαζί με τους δικούς τους τίτλους, συχνά φέρουν τον τίτλο άρχων που τοποθετείται από τον Θεό σε επιγραφές στα ελληνικά.

Μέσα στο Βυζάντιο, οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν την λέξη άρχων για να αναφερθούν σε έναν πλούσιο ή ευγενή, αλλά επίσημα αναφερόταν σε μια τάξη κυβερνητών στις βυζαντινές επαρχίες. Τον 8ο και 9ο αιώνα, άρχοντες αποκαλούνταν οι διοικητές μερικών πιο ασήμαντων βυζαντινών θεμάτων όπως τα θέματα Δαλματίας, Κεφαλονιάς, Κρήτης και Κύπρου. Άρχοντες λέγονταν και οι επικεφαλής ναυτικών βάσεων και εμπορικών σταθμών ,αλλά και των σκλαβηνιών. Τον 10ο–12ο αιώνα ως άρχοντες ήταν γνωστοί και οι κυβερνήτες συγκεκριμένων πόλεων. Η περιοχή της δικαιοδοσίας ενός άρχοντα ονομαζόταν αρχοντία. [4] Ο τίτλος του άρχοντα χρησιμοποιήθηκε και για τους κατόχους πολλών ηγετικών θέσεων που αφορούσαν την οικονομία, όπως ο επικεφαλής του νομισματοκοπείου ( ἄρχων τῆς χαραγῆς), των αυτοκρατορικών οπλοστασίων, εργαστηρίων, κ.ά.[5]

Στο Βυζάντιο ο ξένος τίτλος μεγάλος πρίγκιπας, αλλά και κάποιοι άλλοι, μεταφράζονταν με την ονομασία "μεγάλος άρχων". Στα μέσα του 13ου αιώνα ο μεγάλος άρχων ήταν μια ειδική θέση στην βυζαντινή αυλή που την κατείχε ο πιο υψηλόβαθμος αξιωματούχος στο περιβάλλον του αυτοκράτορα. Υπήρχε σε όλη την περίοδο των Παλαιολόγων, αλλά δεν είχε συγκεκριμένες αρμοδιότητες.[6]

Άρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά καιρούς, λαϊκοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε κοινωνία με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως έχουν λάβει τον τίτλο του άρχοντα από το Πατριαρχείο σαν τιμή για τις υπηρεσίες τους στην διοίκηση της εκκλησίας. Το 1963, οι άρχοντες στις Ηνωμένες Πολιτείες οργανώθηκαν σε μια ειδική εταιρεία, το Τάγμα του Αγίου Ανδρέα. Η ιδιότητα του άρχοντα δεν είναι μέρος της ιεραρχίας της Εκκλησίας και είναι καθαρά τιμητική.

Ο άρχων τιμάται από τον (την Παναγιότητά του) Οικουμενικό Πατριάρχη, για την εξαίρετη υπηρεσία του στην Εκκλησία, αλλά και γιατί αποτελεί γνωστός, διακεκριμένος και σεβαστός ηγέτης της Ορθόδοξης Εκκλησίας (εν γένει).

Ο άρχοντας επίσης ορκίζεται να υπερασπίζεται και να προάγει την πίστη και την παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κύριο μέλημά του είναι η προστασία και προβολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της αποστολής του. Ο άρχοντας επίσης ασχολείται με τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ευημερία και τη γενική πρόνοια για την Εκκλησία.

Επειδή η θέση του άρχοντα είναι σημαντική θρησκευτική θέση, η πίστη και η αφοσίωση στην Εκκλησία ενός υποψηφίου για το ρόλο εξετάζεται εκτενώς κατά την διαδικασία αξιολόγησης. Ο υποψήφιος θα πρέπει να έχει επιδείξει δέσμευση για τη βελτίωση της Εκκλησίας, της Ενορίας-Επισκοπής, της Αρχιεπισκοπής και της κοινότητας συνολικά.

Στη νεοελληνική γλώσσα η λέξη άρχοντας χρησιμοποιείται για κάποιον που κατέχει μια μορφή θέσης ή εξουσίας,[7] αλλά και στους αραβόφωνους Κόπτες που χρησιμοποιούν στην εκκλησιαστική γλώσσα την λέξη άρχοντας για να αναφερθούν σε ένα ηγετικό μέλος των λαϊκών.  Άρχων ήταν ο τίτλος των Μεγάλων Αξιωματικών της Σικελίας.[8] Η λέξη άρχων χρησιμοποιείται επίσης σε αμερικανικές πανεπιστημιακές αδελφότητες

Στις Γνωστικιστικές θρησκευτικές παραδόσεις, ο όρος άρχων αναφέρεται γενικά σε μια ομάδα επτά υπερφυσικών όντων, τα οποία συνδέονται με τους επτά πλανήτες και θεωρούνται υπεύθυνα για τη δημιουργία του φυσικού κόσμου.

  1. 1,0 1,1 Mitchell 1911, σελ. 444.
  2. Mitchell 1911, σελ. 445.
  3. Aksum: an African civilisation of late antiquity By Stuart C. Munro-Hay Page 145 (ISBN 0-7486-0209-7)
  4. (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press, σελ. 160. ISBN 0-19-504652-8. 
  5. (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press, σσ. 160–161. ISBN 0-19-504652-8. 
  6. Bartusis, Mark C. (1997), The Late Byzantine Army: Arms and Society 1204-1453, University of Pennsylvania Press, σελ. 382, ISBN 0-8122-1620-2 
  7. «Άρχοντας - SLANG.gr». www.slang.gr. Ανακτήθηκε στις 16 Μαρτίου 2018. 
  8. Siragusa, Giovanni Battista (1885). Il regno di Guglielmo i in Sicilia (στα Ιταλικά). tip. dello "Statuto,". 
  • A Greek-English Lexicon (aka Liddell and Scott), (ISBN 0-19-864226-1)
  • The Oxford Companion to Classical Literature, (ISBN 0-19-866121-5).
  • Archons of the Ecumenical Patriarchate
  •   This contains a detailed account of the evolution of the Greek office, and the qualifications required. Authorities cited:
    • G. Gilbert, Constitutional Antiquities (Eng. trans., 1895)
    • Eduard Meyer's Geschichte des Alterthums, ii. sect. 228
    • A. H. J. Greenidge, Handbook of Greek Constitutional History (1895)
    • J. W. Headlam, On Election by Lot in Athens (Camb., 1891)