Μετάβαση στο περιεχόμενο

Sturmabteilung

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το «SA» ανακατευθύνει εδώ. Για άλλες χρήσεις, δείτε: SA (αποσαφήνιση).
Τάγματα Εφόδου
Sturmabteilung
Έμβλημα των SA
Γενικές πληροφορίες
Σύσταση1920
Κατάργηση8 Μαΐου 1945
Αντικαταστάθηκε απόSchutzstaffel
ΤύποςΠαραστρατιωτική οργάνωση
Δικαιοδοσία Ναζιστική Γερμανία
ΈδραBarerstraße, Μόναχο
Υπάλληλοι4.000.000 (1934)
ΥπαγωγήNSDAP

Η οργάνωση Sturmabteilung (συντομογραφία: SA, ελληνική προφορά: Στούρμαμπταϊλουνγκ, Ες-Α, ελληνικά: Τάγματα Εφόδου) ήταν παραστρατιωτική οργάνωση προσκείμενη αρχικά στο Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (DAP) και στη συνέχεια στη μετεξέλιξή του, στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Χίτλερ. Η οργάνωση αποδυναμώθηκε σημαντικά ύστερα από τη δολοφονία περίπου 200 στελεχών της, μεταξύ των οποίων και ο επικεφαλής της Ερνστ Ρεμ το 1934 κατά τη νύχτα των μεγάλων μαχαιριών.

Ύστερα από την ίδρυση του Γερμανικού Εργατικού Κόμματος, του οποίου ο πολιτικός προσανατολισμός ήταν εθνικιστικός - αντισημιτικός, έγινε σαφές ότι οι συναντήσεις των μελών του μικρού κόμματος, που πραγματοποιούνταν κυρίως σε μπιραρίες του Μονάχου είχαν ανάγκη περιφρούρησης. Δημιουργήθηκε, έτσι, το 1920 ένα σώμα περιφρούρησης, το οποίο ονομάστηκε "Ρολλκομμάντο" (Rollkommando). Σε αυτό στρατολογήθηκαν, αρχικά, κυρίως μέλη της παράνομης, ακροδεξιάς παραστρατιωτικής οργάνωσης "Φράικορπς" (Freikorps, επί λέξει ελεύθερο σώμα), η οποία είχε δημιουργηθεί για να πολεμήσει τους Κομμουνιστές και να "προστατεύσει τα Γερμανικά σύνορα" και, κυρίως, από το τμήμα του Φράικορπς που ονομαζόταν "Consul" αλλά είχε το προσωνύμιο "Ταξιαρχία Έρχαρτ" (Brigade Ehrhardt) και ήταν, στην πραγματικότητα, μια συμμορία δολοφόνων. Αρχικά υπήρξαν ορισμένες διαφωνίες για το κατά πόσον η SA θα έπρεπε να θεωρείται άμεση μετεξέλιξη του Φράικορπς, ωστόσο οι κοινές δραστηριότητες (μάχες σε μπιραρίες και δρόμους κατά των αντιφρονούντων) και τα πολλά κοινά και στις δύο οργανώσεις μέλη, ενισχύουν την άποψη αυτή.

Τον Φεβρουάριο του 1920 το Ρολλκομμάντο μετονομάζεται σε Τσαϊτφράιβίλινγκεν (Zeitfreiwilligen) και οργανώνεται περισσότερο. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους η οργάνωση αποφασίζει να φορά γκρίζες στολές, όμοιες με τις στρατιωτικές στολές της Ράιχσβερ εκείνης της εποχής. Λίγο αργότερα μετονομάζεται σε Όρντνερτρούππεν (Ordnertruppen) και αποφασίζεται τα μέλη του να φορούν στολή σε φαιό χρώμα. Χάρη στο χρώμα της στολής αυτής, τα μέλη του γίνονται γνωστά ως "φαιοχίτωνες". Σύντομα, όμως, επιβάλλεται απαγόρευση της οργάνωσης. Ύστερα από μάχη που δόθηκε στην μπιραρία Χόφμπροϊχάους (Hofbräuhaus) του Μονάχου, επακόλουθης μιας ομιλίας του Χίτλερ, με αντιφρονούντες, τον Νοέμβριο του 1921 η οργάνωση μετονομάζεται σε Στουρμαμπτάιλουνγκ (Sturmabteilung, συντομογραφικά SA) και καλείται ο πρώην λοχαγός του Στρατού Ερνστ Ρεμ να αναλάβει την καλύτερη οργάνωση και την προμήθειά τους με όπλα. Επικεφαλής αναλαμβάνει ο Εμίλ Μορίς (Emil Maurice), ενώ εκπαίδευση στα στελέχη της παρέχει η "Ταξιαρχία Έρχαρτ". Έτσι, τυπικά, η ίδρυση της SA τοποθετείται στις 4 Νοεμβρίου 1921. Ο Μορίς σύντομα αντικαθίσταται από τον πρώην υπολοχαγό Χανς Ούλριχ Κλιντς (Hans Ulrich Klintzsch), μέλος της "Consul".

SA: Η επίλεκτη μονάδα "Χορστ Βέσελ". Βερολίνο, 1933

Ο Ρεμ, αν και δεν ηγείται τυπικά της οργάνωσης, είναι ο κινητήριος μοχλός της. Οι διασυνδέσεις του τόσο με στελέχη της Ράιχσβερ (Γερμανικός Στρατός) όσο και με τοπικούς αξιωματούχους της Αστυνομίας και των πολιτικών αρχών, του εξασφαλίζουν απρόσκοπτη δράση στρατολόγησης, εκπαίδευσης και εξοπλισμού της SA. Ωστόσο, δεν αργεί να συγκρουστεί με τον Χίτλερ (τέλη 1921), καθώς ο Ρεμ προσδοκά τη μετεξέλιξη της SA σε κανονικό στρατό, ενώ ο Χίτλερ τη χρειάζεται μόνον ως όργανο προπαγάνδας και εκμηδενισμού πολιτικών αντιπάλων (με τη βία). Ο Ρεμ, παρακούοντας τον τότε ηγέτη της Οργάνωσης είχε ήδη ξεκινήσει την εκπαίδευση στελεχών της SA σε αμιγώς στρατιωτικά θέματα, αλλά ο Χίτλερ σταμάτησε αυτή τη δραστηριότητα αμέσως μόλις την αντελήφθη.[1]

Στις 24 Ιουνίου 1922 δολοφονείται ο Υπουργός Εξωτερικών Βάλτερ Ράτεναου (Walther Rathenau). Η Κυβέρνηση απαντά ψηφίζοντας Νόμο, με τον οποίο οιουδήποτε τύπου επιθέσεις (λεκτικές ή φυσικής βίας) προς Κυβερνητικά στελέχη αποτελούν βαρύτατο ποινικό αδίκημα. Όπως είναι φυσικό, όλες οι μικρές ακροδεξιές οργανώσεις ξεσηκώνονται κατά του Νόμου (που, ουσιαστικά, καταργεί τον λόγο ύπαρξής τους) και στο Μόναχο γίνεται η ογκωδέστερη των διαδηλώσεων, με περισσότερα από 50.000 άτομα να συμμετέχουν. Ο Ρεμ εκμεταλλεύεται τη συγκυρία, στρατολογεί πολλά νέα μέλη και επιτυγχάνει τη συγχώνευση πολλών μικρών οργανώσεων με την SA. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους εορτάζεται στο Κόμπουργκ (Coburg) η "Ημέρα της Γερμανίας" (παρόμοιες εκδηλώσεις γίνονταν σε πολλές πόλεις). Οι αρχές της πόλης παρακαλούν τον Χίτλερ να μη πραγματοποιήσει παρέλαση στους δρόμους της πόλης, στην οποία είχε καταφθάσει μαζί με 800 μέλη της SA. Ο Χίτλερ τις αγνοεί και, όπως είναι φυσικό, η παρέλαση εξελίσσεται σε άγρια σύγκρουση Εθνικοσοσιαλιστών και Κομμουνιστών στους δρόμους της πόλης. Ο Υπουργός Εσωτερικών της Βαυαρίας απαγορεύει τους εορτασμούς "Ημέρα της Γερμανίας" σε ολόκληρο το κρατίδιο και απευθύνει προειδοποίηση στον Χίτλερ ότι εφεξής τέτοιες ενέργειες θα αντιμετωπίζονταν βίαια από την Αστυνομία.

Στις 11 Μαΐου 1923 ο μέχρι τότε ηγέτης της SA Κλιντς αντικαθίσταται από τον Χέρμαν Γκέρινγκ με απόφαση του Χίτλερ, ο οποίος, αργότερα, θα πει ότι ο Γκέρινγκ ήταν ο ικανότερος από τους ηγέτες της SA. Ο Γκέρινγκ οργανώνει την SA ιεραρχικά σύμφωνα με τα στρατιωτικά πρότυπα, δημιουργώντας συντάγματα, τάγματα και λόχους (αν και η δύναμη των "μονάδων" αυτών ήταν σημαντικά μικρότερη των αντίστοιχων στρατιωτικών). Δημιουργεί, επίσης, μια μονάδα από ανθρώπους που γνωρίζουν από αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες, η οποία, αργότερα, θα αποτελέσει τη βάση του Σώματος Μεταφορών του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος (NSKK).

Ο Χίτλερ θεωρεί ότι η SA μπορεί να του παρέξει όλη την υποστήριξη που του χρειάζεται και έτσι στις 8 Νοεμβρίου 1923 αποπειράται, με την υποστήριξή της, το Πραξικόπημα της μπιραρίας. Το Πραξικόπημα αποτυγχάνει, οι ηγέτες του συλλαμβάνονται και οι περισσότεροι εγκλείονται στη φυλακή. Εκεί ο Χίτλερ αναπτύσσει ισχυρή φιλία με τον Ρεμ.

Ο Ρεμ και ο Χίτλερ αποφυλακίζονται το 1924 και συνεργάζονται στενά για την επανίδρυση του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος. Αρχικά δημιούργησαν το "Frontbann", το νόμιμο υποκατάστατο της SA (που είχε τεθεί εκτός νόμου). Ο Ρεμ εξελέγη μέλος του Ράιχσταγκ ως μέλος του Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελευθερίας (μετονομασία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, που επίσης είχε τεθεί εκτός νόμου). Και πάλι, όμως, ανέκυψαν διαφωνίες μεταξύ Ρεμ και Χίτλερ. Ως συνέπεια αυτών των διαφωνιών, ο Ρεμ παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα το 1925 και έφυγε για τη Βολιβία, όπου εργάστηκε ως σύμβουλος στον βολιβιανό Στρατό. Η SA έχει πλέον ως ηγέτη - μέχρι το 1926 τον Βολφ Γκραφ[2] φον Χέλντορφ (Wolf Graf von Helldorf), στον οποίο ανέθεσε την αρχηγία ο Ρεμ, όταν εξελέγη βουλευτής. Με την αναχώρησή του, όμως, ο Χέλντορφ χάνει την ηγεσία της και μόνο το 1926 ο Χίτλερ τοποθετεί επικεφαλής τον Φραντς Πφέφερ φον Ζάλομον. Αυτός παραμένει ηγέτης της ως το 1930, οπότε ο Χίτλερ ανέλαβε ο ίδιος την ηγεσία της SA, αλλάζοντας και τον τίτλο του ηγέτη της σε "Chef des Stabes" (Αρχηγός του Επιτελείου). Ο Πφέφφερ έφυγε από την SA καθώς ο Χίτλερ αρνήθηκε να επιτρέψει σε οποιοδήποτε από τα μέλη της να καταλάβει έδρα στο Ράιχσταγκ (Γερμανικό Κοινοβούλιο). Τοποθετεί τον Δρα Ότο Βάγκενερ (Dr Otto Wagener) προσωρινό ηγέτη της SA (αρχές Αυγούστου 1931), αλλά, λίγερ μερες αργότερα, τα μέλη της SA στο ανατολικό τμήμα της χώρας επαναστατούν, υπό την ηγεσία του Ταγματάρχη (Oberster SA-Führer Ost) Βάλτερ Στένες (Walther Stennes), διαμαρτυρόμενα για προβλήματα με τους Γκαουλάιτερ και, κυρίως, για τη συνεχιζόμενη αναστολή πληρωμών τους.

Το Σύνταγμα 31 του Βερολίνου επιτίθεται εναντίον των γραφείων του Γιόζεφ Γκέμπελς στο Βερολίνο και ξυλοκοπεί τα μέλη της SS που τα φρουρούν. Η μόνη δύναμη που μπορεί να σταματήσει την SA είναι πλέον η Αστυνομία. Ο Χίτλερ, όμως, δεν θέλει ούτε να το διανοηθεί, καθώς απομένουν λίγες μόνον ημέρες ως τις εκλογές: Σπεύδει από το Μόναχο και καταφέρνει να πείσει τους εξαγριωμένους SA ότι οι μισθοί τους θα αυξηθούν και θα τους δοθούν περισσότερες εξουσίες. Έχοντας αντιληφθεί ότι η οργάνωση έχει γίνει περισσότερο ισχυρή από όσο θα ήθελε, αναλαμβάνει ο ίδιος την αρχηγία της (2 Σεπτεμβρίου 1930) και αποδίδει νέο τίτλο στον ηγέτη της, αυτόν του "Αρχηγού του Επιτελείου" (Stabschef).

Ο Χίτλερ, μη θέλοντας να παραμείνει ηγέτης της SA απέστειλε προσωπική παράκληση στον Ρεμ να επιστρέψει για να αναλάβει "Αρχηγός του Επιτελείου". Ο Ρεμ αποδέχτηκε την πρόταση και, τον Ιανουάριο του 1931 γίνεται "Stabschef" της SA. Η επάνοδός του συνοδεύτηκε από ριζοσπαστικές ιδέες, φρόντισε, όμως, να τοποθετήσει προσωπικούς του φίλους σε ηγετικές θέσεις. Πολλά ηγετικά στελέχη του Κόμματος, όμως, δεν βλέπουν θετικά την επάνοδο του Ρεμ, και ιδιαίτερα οι Γκέρινγκ και Χίμλερ και χρειάστηκε η προσωπική παρέμβαση του Χίτλερ για να δώσουν και επίσημα τη συγκατάθεσή τους.

Η SA αριθμεί πλέον περίπου 1.000.000 μέλη και συνεχίζει τις οδομαχίες κατά των Κομμουνιστών και των Εβραίων. Τρομοκρατεί, επίσης, όλους τους αντιτιθέμενους στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, κυρίως τους εκδότες, τους καθηγητές, τους πολιτικούς, τους επιχειρηματίες, αλλά και τους τοπικούς αξιωματούχους που "δεν είναι συνεργάσιμοι". Συχνά, επίσης, παίρνει το μέρος των εργαζομένων που απεργούν, επιτίθεται και ξυλοκοπά τους απεργοσπάστες και συμμετέχει σε διαδηλώσεις και πικετοφορίες. Ο Ρεμ, όμως, δεν έχει ξεχάσει τον αρχικό προσανατολισμό που έχει θέσει για την SA, να την καταστήσει, δηλαδή, αντικαταστάτη του Εθνικού Στρατού. Οι προθέσεις του δεν περνούν απαρατήρητες από τον Χίτλερ αλλά ούτε από τον Καγκελάριο Χάινριχ Μπρύνινγκ (Heinrich Brüning), ο οποίος δίνει εντολή διάλυσης και της SA και της SS. Η Αστυνομία καταλαμβάνει τα γραφεία και των δύο οργανώσεων και κατάσχει όλα τους τα υπάρχοντα (15 Απριλίου 1932). Ωστόσο, ο Μπρύνινγκ αντικαθίσταται σύντομα από τον Φραντς φον Πάπεν (Franz von Papen), τον οποίο ο Χίτλερ καταφέρνει να πείσει να άρει την απαγόρευση λειτουργίας των δύο οργανώσεων, πράγμα που επιτυγχάνει στις 4 Ιουνίου. Ο Πάπεν παραιτείται με τη σειρά του. Τον αντικαθιστά ο Κουρτ φον Σλάιχερ. Το 1933 ο Χίτλερ αντικαθιστά τον φον Σλάιχερ στο αξίωμα του Καγκελάριου και η SA θα έπρεπε να είναι από τα βασικά του στηρίγματα. Ωστόσο, ο ηγέτης της, Ρεμ, αποτελεί δυνάμει αντίπαλο του Χίτλερ μέσα στο Κόμμα, ηγούμενος μιας πανίσχυρης οργάνωσης. Γι' αυτό ο Χίτλερ αποφασίζει να εξουδετερώσει, τόσο αυτόν όσο και την SA. Κρίνει ότι η SA έχει εκπληρώσει την αποστολή της, που ήταν να στηρίξει την κατάληψη της εξουσίας. Ο Χίτλερ και το Κόμμα δεν τη χρειάζονται πλέον. Σε αυτό τον ενθαρρύνει ο Γκέρινγκ, ο οποίος, ύστερα από τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, αναγκάζεται να δεχτεί ως "βοηθητική αστυνομία" (Hilfspolizei) 24.000 άνδρες της SA, γεγονός που τον γεμίζει τρόμο, καθώς δεν μπορεί να τους ελέγξει. Ο Χίτλερ συμμερίζεται τη γνώμη του. Ο Ρεμ και η οργάνωσή του πρέπει να φύγουν από τη μέση.

Άνδρες της "Βοηθητικής Αστυνομίας". Βερολίνο, 1933

Με τη βοήθειά της SS και του Χίμλερ, το Κόμμα αρχίζει να διαδίδει ανοικτά πλέον ότι ο Ρεμ είναι ομοφυλόφιλος, κάτι που είναι γνωστό ήδη από το 1931, οπότε η εφημερίδα Munchener Post δημοσίευσε επιστολές του προς φίλο, στον οποίο εξομολογείται τις σεξουαλικές του σχέσεις με άνδρες. Διαπιστωμένα ομοφυλόφιλος είναι, επίσης, ο υπαρχηγός του Έντμουντ Χάινες (Edmund Heines). Το Κόμμα ισχυρίζεται ότι οι επιστολές είναι πλαστές, αλλά τα γεγονότα δεν διαψεύδονται: Ο ταγματάρχης (Gruppenführer) Καρλ Ερνστ (Karl Ernst), που πιστεύεται ότι έπαιξε ρόλο και στον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, είναι μπράβος σε λέσχη ομοφυλόφιλων. Με δεδομένο ότι Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα αποκηρύσσει ανοικτά και με κάθε τρόπο την ομοφυλοφιλία, αυτός είναι επαρκής λόγος για την απομάκρυνσή τους. Επιπλέον ο Ρεμ σχεδιάζει τη μετεξέλιξη της SA σε τακτικό στρατό, κάτι που όλες οι ηγετικές φυσιογνωμίες του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος - και ο Φύρερ - απορρίπτουν κατηγορηματικά.

Έτσι, τον Ιανουάριο του 1934 ο Χίτλερ δίνει εντολή στην Γκεστάπο να συλλέξει στοιχεία που να ενοχοποιούν τον Ρεμ, τον οποίο θεωρεί - και ορθά - πολιτικό του αντίπαλο. Τον Φεβρουάριο αναγγέλλει τον περιορισμό των δραστηριοτήτων της SA. Ο Ρεμ ανταπαντά αυξάνοντας τον αριθμό των ενόπλων της SA, κάτι που πολλοί εκλαμβάνουν ως προετοιμασία ανταρσίας και πραξικοπήματος. Ο Ρεμ προτείνει την ένταξη αρκετών ηγετών της οργάνωσης στον Στρατό, που αρνείται την "προσφορά" των επιπλέον στελεχών.

Η προπαγάνδα εναντίον του Ρεμ εντείνεται. Ο Χίτλερ παρασύρει την ηγεσία της SA σε "σύσκεψη" στο θέρετρο του Μπαντ Βίζεε, όπου όλοι οι συμμετέχοντες συλλαμβάνονται και φυλακίζονται. Ο Ρεμ προτρέπεται να αυτοκτονήσει και, όταν αρνείται, εκτελείται από άνδρες της SS κατ' εντολήν του Χίτλερ. Την ίδια τύχη έχουν και άλλα 200 περίπου στελέχη της SA. Με τον τρόπο αυτό η SA αποδυναμώνεται ολοσχερώς, χωρίς, όμως, να διαλυθεί. Η SA σταματά να αποτελεί σημαντικό τμήμα τόσο του Κόμματος όσο και του Γ΄ Ράιχ. Την ηγεσία της αναλαμβάνει ο Βίκτορ Λούτσε (Viktor Lutze), που τη διατηρεί μέχρι τον θάνατό του, το 1943, σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Τον αντικαθιστά ο Βίλχελμ Σέπμαν (Wilhelm Scheppmann), χωρίς, ωστόσο, ούτε ο ένας ούτε ο άλλος να διαδραματίσουν κανένα σημαντικό ρόλο στα γεγονότα της εποχής τους. Η Οργάνωση διαλύεται οριστικά με την κατάρρευση της Γερμανίας το 1945.

  1. Marcus Wendel, History of the SturmAbteilung
  2. Graf είναι τίτλος ευγενείας, αποδιδόμενος στα Ελληνικά ως "Κόμης"
  • Joachim C. Fest, Hitler, Harcourt Brace Publishing, Houghton Mifflin Harcourt, 2002 ISBN 0-15-602754-2
  • William L. Shirer, The rise and fall of the Third Reich, Simon & Schuster, New York, 1990 ISBN 0-671-72869-5
  • Richard J. Evans, The Coming of the Third Reich, Penguin, 2004, ISBN 1-59420-004-1

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Sturmabteilung στο Wikimedia Commons