Rewe-Zentral AG κατά Bundesmonopolverwaltung für Branntwein
Η υπόθεση Rewe-Zentral κατά Bundesmonopolverwaltung für Branntwein (1979), C-120/78, ευρέως γνωστή ως Cassis de Dijon από το αντικείμενό της, είναι μια απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας κανονισμός εφαρμοζόμενος τόσο στα εισαγόμενα όσο και στα εγχώρια εμπορεύματα («αδιάκριτα εφαρμοστέο μέτρο») που παράγει αποτέλεσμα ισοδύναμο με ποσοτικό περιορισμό των εισαγωγών αποτελεί παράνομο περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων. Η υπόθεση αποτελεί θεμελιώδη δικαστική ερμηνεία του άρθρου 34 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην ίδια απόφαση, το Δικαστήριο θέσπισε τον λεγόμενο κανόνα της λογικής, επιτρέποντας τη δικαιολόγηση περιοριστικών μέτρων που δεν εισάγουν διακρίσεις για λόγους διαφορετικούς από αυτούς που αναφέρονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ. [1]
Πραγματικά περιστατικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Rewe, μια μεγάλη γερμανική εταιρεία λιανικής, ήθελε να εισάγει και να πωλήσει Cassis de Dijon, ένα λικέρ μαύρης σταφίδας crème de cassis που παράγεται στη Γαλλία. Το λικέρ διατίθετο σε περιεκτικότητα μεταξύ 15 και 20 τοις εκατό αλκοόλ κατ' όγκο (ABV). Η γερμανική νομοθεσία, ωστόσο, όριζε ότι τα προϊόντα που πωλούνται ως λικέρ φρούτων πρέπει να υπερβαίνουν το 25 % vol. Βάσει αυτού, η Bundesmonopolverwaltung für Branntwein (Ομοσπονδιακή Μονοπωλιακή Διοίκηση για Αλκοολούχα ποτά), μέρος του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών, ενημέρωσε τη Rewe ότι δεν θα μπορούσε να διαθέσει το Cassis στη Γερμανία ως λικέρ.
Η Rewe προσέβαλε την απόφαση, θεωρώντας ότι επρόκειτο για παραβίαση του Κοινοτικού δικαίου, και συγκεκριμένα του άρθρου 30 της Συνθήκης της Ρώμης. Το Φορολογικό Δικαστήριο της Έσσης (Hessisches Finanzgericht) υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Απόφαση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το ΔΕΚ έκρινε ότι ο περιορισμός συνιστούσε όντως μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό στις εισαγωγές, καθώς παρεμπόδιζε στην πράξη την εισαγωγή προϊόντων που παράγονταν και κυκλοφορούσαν νόμιμα σε ένα κράτος-μέλος και, επομένως, παραβίαζε το άρθρο 34 της Συνθήκης:
« | 8 Ελλείψει κοινής κανονιστικής ρυθμίσεως της παραγωγής και της διαθέσεως στο εμπόριο του οινοπνεύματος — σε μία πρόταση κανονισμού που υποβλήθηκε από την Επιτροπή στο Συμβούλιο στις 7 Δεκεμβρίου 1976 (ABL C 309, σ. 2) δεν έχει δοθεί ακόμα συνέχεια από το τελευταίο — εναπόκειται στα κράτη μέλη να ρυθμίσουν, καθένα στο έδαφός τους, ό, τι αφορά την παραγωγή και τη διάθεση στο εμπόριο του εμπορεύματος και των οινοπνευματωδών ποτών.
Τα εμπόδια κατά της κυκλοφορίας εντός της Κοινότητας, τα οποία προκύπτουν από τις διαφορές των εθνικών νομοθεσιών περί της διαθέσεως στο εμπόριο των εν λόγω προϊόντων, πρέπει να γίνουν δεκτά στο μέτρο που αυτές οι διατάξεις μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι απαραίτητες για να ικανοποιηθούν επιτακτικές ανάγκες, ιδίως ως προς την αποτελεσματικότητα των φορολογικών ελέγχων, την προστασία της δημοσίας υγείας, την εντιμότητα των εμπορικών συναλλαγών και την προστασία των καταναλωτών. 9 Η Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, παρεμβαίνουσα, προέβαλε διάφορα επιχειρήματα, τα οποία δικαιολογούν, κατά τη γνώμη της, την εφαρμογή διατάξεων περί της ελάχιστης περιεκτικότητας σε οινόπνευμα των οινοπνευματωδών ποτών, επικαλούμενη, αφενός, την προστασία της δημόσιας υγείας και, αφετέρου, την προστασία των καταναλωτών κατά αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. 10 Όσον αφορά την προστασία της δημοσίας υγείας, η Γερμανική Κυβέρνηση αναφέρει ότι ο καθορισμός ελάχιστης περιεκτικότητας σε οινόπνευμα από την εθνική νομοθεσία χρησίμευε για την αποφυγή του πολλαπλασιασμού των οινοπνευματωδών ποτών στην εγχώρια αγορά, ειδικότερα των οινοπευματωδών ποτών με μέτρια περιεκτικότητα σε οινόπνευμα, διότι αυτά τα προϊόντα μπορούν, κατά τη γνώμη της, να προκαλέσουν ευκολότερα έξη από ό, τι τα ποτά με υψηλότερη περιεκτικότητα. 11. Αυτές οι παρατηρήσεις δεν έχουν αποφασιστικό χαρακτήρα, καθώς ο καταναλωτής μπορεί να προμηθευτεί στην αγορά μεγάλη ποικιλία προϊόντων με χαμηλή ή μέτρια περιεκτικότητα σε οινόπνευμα, επιπλέον δε σημαντικό μέρος των οινοπνευματωδών ποτών με υψηλό αλκοολικό τίτλο, τα οποία διατίθενται ελεύθερα στη γερμανική αγορά, καταναλίσκεται συνήθως αραιωμένο. 12. Η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ακόμα ότι ο καθορισμός κατώτερου ορίου αλκοολικού τίτλου για ορισμένα ηδύποτα έχει ως σκοπό να προστατεύσει τον καταναλωτή κατά των αθέμιτων πρακτικών παραγωγών ή διανομέων οινοπνευματωδών ποτών. Αυτός ο ισχυρισμός βασίζεται στη σκέψη ότι η ελάττωση του αλκοολικού τίτλου παρέχει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τα ποτά με υψηλότερο τίτλο, δεδομένου ότι το οινόπνευμα συνιστά, στη σύνθεση των ποτών, το κατά πολύ ακριβότερο συστατικό, λόγω της σημαντικής φορολογικής επιβαρύνσεως στην οποία υπόκειται. Επιπλέον, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, εάν γινόταν δεκτή η ελεύθερη κυκλοφορία των οινοπνευματωδών προϊόντων εφόσον αυτά ανταποκρίνονται, όσον αφορά την περιεκτικότητά τους σε οινόπνευμα, στις προδιαγραφές της χώρας παραγωγής, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την επιβολή, εντός της Κοινότητας, ως κοινής προδιαγραφής της χαμηλότερης απαιτούμενης περιεκτικότητας σε οινόπνευμα σε ένα οποιοδήποτε των κρατών μελών, και μάλιστα να καταστήσει ανενεργείς όλες τις σχετικές με αυτό τον τομέα διατάξεις, ενώ οι κανονιστικές ρυθμίσεις πολλών κρατών μελών δεν θέτουν οποιοδήποτε ελάχιστο όριο αλκοολικού τίτλου. 13.Όπως ορθά ανέφερε η Επιτροπή, ο καθορισμός οριακών τιμών σε θέματα σχετικά με τον αλκοολικό τίτλο των ποτών μπορεί να χρησιμεύσει για την τυποποίηση των διατιθεμένων στο εμπόριο προϊόντων και των ονομασιών τους, ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη διαφάνεια των εμπορικών συναλλαγών και των προσφορών προς το κοινό. Εντούτοις, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ο επιτακτικός καθορισμός ελάχιστου αλκοολικού τίτλου αποτελεί ουσιαστική εγγύηση της εντιμότητας των εμπορικών συναλλαγών, ενώ είναι εύκολο να εξασφαλιστεί η κατάλληλη πληροφόρηση του αγοραστού με την υποχρέωση αναγραφής της προελεύσεως και του αλκοολικού τίτλου στη συσκευασία των προϊόντων. 14.Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι με τις διατάξεις περί ελάχιστης περιεκτικότητας σε οινόπνευμα των οινοπνευματωδών ποτών δεν επιδιώκεται σκοπός γενικού συμφέροντος ικανός να υπερισχύει των επιταγών περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, η οποία αποτελεί ένα από τους θεμελιώδεις κανόνες της Κοινότητας. Το πρακτικό αποτέλεσμα διατάξεων αυτού του είδους συνίσταται κυρίως στο ότι παρέχουν πλεονεκτήματα στα οινοπνευματώδη ποτά με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλη, απομακρύνοντας από την εγχώρια αγορά τα προϊόντα άλλων κρατών μελών που δεν ανταποκρίνονται σ' αυτή την απαίτηση. Φαίνεται, λοιπόν, ότι η επιβαλλόμενη από τη νομοθεσία κράτους μέλους μονομερής απαίτηση ελάχιστου τίτλου για τη διάθεση στο εμπόριο οινοπνευματωδών ποτών συνιστά εμπόδιο στο εμπόριο, το οποίο είναι ασυμβίβαστο προς τις διατάξεις του άρθρου 30 της Συνθήκης. Επομένως, δεν υπάρχει κανένας βάσιμος λόγος ώστε να εμποδίζεται η εισαγωγή των οινοπνευματωδών ποτών, υπό την προϋπόθεση ότι παράγονται νόμιμα και διατίθενται στο εμπόριο σε ένα από τα κράτη μέλη, σε οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος, χωρίς να μπορεί να αντιταχθεί, κατά της διαθέσεως αυτών των προϊόντων, νόμιμη απαγόρευση διαθέσεως στο εμπόριο ποτών που έχουν αλκοολικό τίτλο κατώτερο από το όριο το οποίο καθορίζεται από την εθνική νομοθεσία. Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι ο αναφερόμενος στο άρθρο 30 της Συνθήκης όρος «μέτρα ισοδύναμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς επί των εισαγωγών» έχει την έννοια ότι εμπίπτει επίσης στην προβλεπόμενη από αυτή τη διάταξη απαγόρευση ο καθορισμός ελάχιστης περιεκτικότητας σε οινόπνευμα για τα οινοπνευματώδη ποτά που προορίζονται για κατανάλωση, η οποία επιβάλλεται από τη νομοθεσία κράτους μέλους, όταν πρόκειται για εισαγωγή οινοπνευματωδών ποτών που έχουν παραχθεί νόμιμα και διατεθεί στο εμπόριο σε άλλο κράτος μέλος. |
» |
— Απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 1979.
Rewe-Zentral AG κατά Bundesmonopolverwaltung für Branntwein. Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Hessisches Finanzgericht - Γερμανία. Μέτρα ισοδυνάμου αποτελέσματος προς ποσοτικούς περιορισμούς. Υπόθεση 120/78. [2] |
Εξελίξεις στην Ελβετία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 2010, η Ελβετία υιοθέτησε μονομερώς αυτήν την αρχή: γενικώς, αγαθά που μπορούν να παράγονται ή να διατίθενται νόμιμα στο εμπόριο σύμφωνα με τα πρότυπα που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούν επίσης να παράγονται ή να διατίθενται νόμιμα στην Ελβετία ή να εισάγονται από την ΕΕ στην Ελβετία. [3] Δεδομένου ότι η Ελβετία δεν αποτελεί μέρος του ΕΟΧ (και συνεπώς δεν υποχρεούται να εναρμονιστεί με τις αποφάσεις της ΕΕ), η κίνηση αυτή προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, με μερίδα του κοινού να απαιτεί τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, θεωρώντας ότι η υιοθέτηση της αρχής θα αποτελούσε κερκόπορτα για ασιατικά προϊόντα και προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας.[4]
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ ECJ 22 May 1978, nr. C-120/78, Cassis de Dijon, paragraph 8, subparagraph 2.
- ↑ https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A61978CJ0120
- ↑ Neue Zürcher Zeitung: Erleichterte EU-Importe, 20 May 2010.(in γερμανική)
- ↑ «Principe du cassis de Dijon en Suisse» (στα γαλλικά). Wikipédia. 2023-07-08. https://fr.wikipedia.org/w/index.php?title=Principe_du_cassis_de_Dijon_en_Suisse&oldid=205820403.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Kai Purnhagen The Virtue of Cassis de Dijon 25 Years Later – It is Not Dead, it Just Smells Funny, στο: Varieties of European Economic Law and Regulation, hrsg. Kai Purnhagen, Peter Rott, Νέα Υόρκη, Χαϊδελβέργη, Dordrecht ua: Springer, 2014, 315–342,(ISBN 978-94-007-7109-3)
- Brettschneider, Jörg, Das Herkunftslandprinzip und mögliche Alternativen aus ökonomischer Sicht, Auswirkungen auf und Bedeutung für den Systemwettbewerb, Duncker & Humblot, Βερολίνο 2015,(ISBN 978-3-428-14463-1)