Nullum crimen nulla poena sine lege

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λατινική φράση Nullum crimen, nulla poena sine lege, που σημαίνει στην ελληνική «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς υφιστάμενο νόμο», αποτελεί τη βασική αρχή - αξίωμα που διέπει σήμερα το Ποινικό Δίκαιο, στην ευρωπαϊκή νομική επιστήμη και κατ' επέκταση παγκόσμια. Η ιδιαίτερη και σπουδαία σημασία της αρχής αυτής είναι ότι δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί έγκλημα ή ποινή επ' αυτού χωρίς προηγουμένως να υφίσταται νόμος που να προσδιορίζει τόσο τη συγκεκριμένη πράξη ως έγκλημα όσο και την επαπειλούμενη σ΄ αυτό ποινή.

Η φράση αυτή δεν έχει ρωμαϊκή προέλευση. Έλαβε τον λατινικό της «μανδύα» από τον σπουδαίο Βαυαρό ποινικολόγο Γιόχαν Άνσελμ Φόιερμπαχ (Paul Anselm Johann von Ritter Feuerbach 1775-1833), που πρώτος ως μέλος σύνταξης του Βαυαρικού Ποινικού Κώδικα, την δημιούργησε και την εισήγαγε ως αρχή στον Κώδικα του 1813. Έτσι από τότε, καθιερώθηκε σ΄ όλους τους Ποινικούς Κώδικες του 19ου αιώνα και όχι μόνο, αλλά και σε Συντάγματα Χωρών (*).

Η ρήση αυτή καθεαυτή «nullum crimen nulla poena sine lege», ή «nullum crimen et nulla poena sine lege», ή «nullum crimen sine lege», αποδίδεται ως αρχική ή για συντομία της πλήρους φράσης που είναι «nullum crimen, nulla poena sine praevia lege poenali». Μερικές φορές απαντάται με ίδια ερμηνεία και ως:
nullum delictum, nulla poena sine lege praevia poenali
nullum crimen, nulla poena sine lege praevia poenali
crimen nullum, nulla poena sine lege praevia.

  • Ειδικότερα όμως η φράση nulla poena sine lege, (= καμία ποινή άνευ νόμου), αποτελεί ιδιαίτερο πεδίο νομικής έρευνας και εφαρμογής διατάξεων Διεθνούς Δικαίου.

Ιστορική καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και ως γενική και αφηρημένη έννοια διαφαίνεται στις αρχαίες νομοθεσίες Ασσυρίων, Βαβυλωνίων, Αιγυπτίων, Ελλήνων[1], πρώτη εγγραφή αυτής της αρχής θεωρείται αυτή στη Magna Charta Libertatum του Βασιλέως Ιωάννη της Αγγλίας το 1215, όχι όμως με την απόλυτη σημασία που έχει ο όρος σήμερα.
Με την σημερινή περίπου έννοια συμπεριελήφθη στα Συντάγματα των Ηνωμένων Πολιτειών, από το 1776 και μεταγενέστερα. Στη συνέχεια το υιοθέτησε η Γαλλική Επανάσταση όπου και φέρεται στο άρθρο 8 της "Declaration des droits de l' homme et du citoyen".
Εξελικτική συνέπεια αυτών ήταν ο τελικός γραπτός προσδιορισμός ως αρχή δικαίου στο βαυαρικό νόμο του 1813.

Παραβιάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δυστυχώς πολλές φορές έχει παρατηρηθεί η Αρχή αυτή να παραβιάζεται επανειλημμένα, προκειμένου να εξυπηρετηθούν κάποιες σκοπιμότητες ακόμα και πολιτικές ώστε αφ' ενός μεν να καταρρακώνεται η έννοια της απόδοσης δικαιοσύνης από τους ίδιους τους δικαστές που ενεργούν τοιουτοτρόπως αποβάλλοντας έτσι την έννοια του «λειτουργού», αφετέρου η ίδια η δικαιοσύνη να χάνει την κατά το σύνταγμα κατοχυρωμένη και επικαλούμενη ανεξαρτησία της.
Τέτοιες περιπτώσεις είναι βέβαια συνήθεις σε ολοκληρωτικά και δικτατορικά καθεστώτα, αλλά και σε κατ΄ ευφημισμό Δημοκρατίες που εφαρμόζουν κρατική τρομοκρατία.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώνεται ότι η αρχή Nullum crimen nulla poena sine lege στο Ελληνικό δίκαιο περιέχεται ως έννοια στο άρθ. 7 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος (όπως και στο Σύντάγμα του 1952), όπου ορίζεται:

  • «Έγκλημα δεν υπάρχει ούτε ποινή επιβάλλεται χωρίς νόμο που να ισχύει πριν από την τέλεση της πράξης και να ορίζει τα στοιχεία της»

Επίσης φέρεται και στο άρθρο 1 του Ποινικού Κώδικα όπου

  • «Ποινή δεν επιβάλλεται παρά μόνο για τις πράξεις εκείνες για τις οποίες ο νόμος την είχε ορίσει πριν από την τέλεσή τους».

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Φ. Βηλαράς "Ποινικόν Δίκαιον - Γενικόν Μέρος" - Αθήναι 1969.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Στην προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου αναφέρεται: «οὗ γάρ οὐκ ἒστι νόμος, οὐδέ παράβασις» -όπου δεν υφίσταται νόμος, δεν υπάρχει και παράβαση- [κεφ. δ΄, στ. 15] και «ἄχρι γάρ νόμου ἁμαρτία ἦν ἐν κόσμῳ· ἁμαρτία δε οὐκ ἐλλογεῖται μή ὂντος νόμου» -μέχρι (να δοθεί) ο νόμος (του Θεού) υπήρχε αμαρτία στον κόσμο, αλλά δεν θεωρούνταν ως αμαρτία, αφού δεν υπήρχε (συγκεκριμένος) νόμος (που να την ορίζει ως τέτοια και να την καταδικάζει) [κεφ. ε΄, στ. 13]