Μετάβαση στο περιεχόμενο

Documenta

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η documenta (Ντοκουμέντα) είναι μια διεθνής καλλιτεχνική έκθεση που διοργανώνεται κάθε 5 χρόνια στο Κάσσελ της Γερμανίας. Η διοργάνωση ξεκίνησε το 1955 με πρωτοβουλία του καλλιτέχνη Άρνολντ Μπόντε (Arnold Bode). Παράλληλα με την Μπιενάλε της Βενετίας είναι μια από δυο μεγάλες εκθέσεις τέχνης στην Ευρώπη. Η Ντοκουμέντα έχει τις ρίζες τις στην μεταπολεμική Γερμανία. Κατά την διάρκεια της ναζιστικής Γερμανίας δεν υπήρχε η ελευθερία της τέχνης και η πρωτοπορία ήταν ουσιαστικά απαγορευμένη και στα κρυφά. Η πρώτη έκθεση το 1955 είχε τον σκοπό να παρουσιάσει την μέχρι τότε άγνωστη τέχνη στο κοινό, δεδομένο ότι στη Γερμανία οι εκθέσεις μοντέρνας τέχνης δεν ήταν κάτι συνηθισμένο εκείνη την εποχή. Η έκθεση σημείωσε τεράστια επιτυχία, με συνέπεια ο Μπόντε μετά από 4 χρόνια να διοργανώσει μια έκθεση καθαρά νέας σύγχρονης τέχνης η οποία και έγινε θεσμός με αποτέλεσμα στις μέρες μας να διοργανώνεται ανά 5 χρόνια. Λόγω του ότι το Κάσσελ είναι πρώην πρωτεύουσα του πρώην πριγκιπάτου της Έσσης διαθέτει πολλά ανάκτορα και εκθεσιακούς χώρους και πάρκα.

Το Museum Fridericianum κατά τη διάρκεια της "dOCUMENTA (13)" το 2012. Συνήθως το κτίριο αποτελεί το κέντρο της κάθε έκθεσις Συνήθως το κτίριο αποτελεί το κέντρο της κάθε έκθεσις Documenta

Το 1955, στα πλαίσια της Παγγερμανικής Ανθοκομικής Έκθεσης (Bundesgartenschau), που υποδέχτηκε περίπου 3 εκατομμύρια επισκέπτες[1], διοργανώθηκε, με πρωτοβουλία του ζωγράφου και καθηγητή ζωγραφικής Άρνολντ Μπόντε, η Ντοκουμέντα, αφιερωμένη στην Τέχνη του 20ού Αιώνα, Ζωγραφική, Γλυπτική, Αρχιτεκτονική 1905-1955, όπως ήταν ο υπότιτλος, «μια εκπληκτική έκθεση, η οποία μετά την οικονομική και στρατιωτική ανάκαμψη, επιτέλους μπόρεσε να αποδείξει αναμφισβήτητα και στο πολιτισμικό επίπεδο το ξεπέρασμα του φασισμού και την ξανακερδισμένη αυτοσυνείδηση στο δυτικό κομμάτι του γερμανικού κράτους»[2]. Ο φορέας που ανέλαβε τη διοργάνωση της έκθεσης ήταν η ‘Ένωση για τη δυτική τέχνη’ (Gesellschaft für Abendländische Kunst e. V.), η οποία ιδρύθηκε το 1954 από μια ομάδα καλλιτεχνών και ιστορικών τέχνης υπό την ηγεσία του Μπόντε και τη συνδρομή του ιστορικού τέχνης Werner Haftmann που τα επόμενα χρόνια θα αναδειχθεί ο πρωταγωνιστής γύρω από τη θεωρητική και ιστορική τεκμηρίωση της έκθεσης. Ο τελευταίος εξέδωσε την ίδια χρονιά, το 1954, ένα από τα σημαντικότερα εγχειρίδια στη Γερμανία για τη μοντέρνα τέχνη με τίτλο Η ζωγραφική στον 20ό αιώνα, το οποίο μεταφράστηκε και στα αγγλικά το 1960, δίνοντας με τον τρόπο αυτό το στίγμα των ιδεολογικών και καλλιτεχνικών του προτιμήσεων, οι οποίες θα λάβουν ‘σάρκα και οστά’ στα πλαίσια της Ντοκουμέντα.

Ένας από τους στόχους της έκθεσης, όπως τους έθεσε ο Μπόντε στην πρόταση που έδωσε στη δημοσιότητα για τη διοργάνωση στα πλαίσια της Ανθοκομικής Έκθεσης, ήταν ασφαλώς η αποκατάσταση των δεσμών των καλλιτεχνών της Γερμανίας με την Ευρωπαϊκή τέχνη του 20ού αιώνα, όπως ήταν αρχικά ο προτεινόμενος τίτλος[3], να γνωρίσει δηλαδή «η γενιά που μεγάλωσε μέσα στο Τρίτο Ράιχ από πρώτο χέρι τους δασκάλους του ευρωπαϊκού μοντερνισμού»[4]. Το στόχο αυτόν τον επανέλαβε και ο Haftmann στην εισαγωγή του καταλόγου, παραθέτοντας μάλιστα μια σύντομη λίστα με τις «διεθνείς εκθέσεις της πρωτοποριακής τέχνης» που είχαν γίνει προπολεμικά, όπως αυτή του 1912 στην Κολωνία, το Φθινοπωρινό Σαλόνι του 1913 στο Βερολίνο και τη μεγάλη έκθεση του 1927 στη Δρέσδη, «στη σειρά των οποίων εντάσσεται και η Ντοκουμέντα. Πάντοτε όπου το πρόβλημα της συγχρονικότητας γινόταν φλέγον και αποδεικνυόταν υπερεθνικό, ανήκε στους συμμετέχοντες και το γερμανικό πνεύμα, το οποίο δικαιωματικά κάθε φορά συμμετείχε με την ευρεία έννοια»[5]. Πρότυπο, άλλωστε, υπήρξε κυρίως το Armony Show που έλαβε χώρα στη Νέα Υόρκη το 1913, όπου το έργο του Wilhelm Lehmbruck, Γυναίκα που γονατίζει, κατείχε κεντρική θέση, όπως και στη Ντοκουμέντα, αλλά και οι εκθέσεις μοντέρνας τέχνης που πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του ’20 στο Κάσσελ και στις οποίες είχε λάβει μέρος με έργα του και ο ίδιος ο Άρνολντ[6].

Πιο σημαντικό όμως από τα εικαστικά πράγματα ήταν για το Haftmann η ίδια η προβληματική, όπως την αποκαλεί, κατάσταση της διηρημένης Γερμανίας, στο κοινό της οποίας συνολικά θα επιθυμούσε να απευθύνεται εκείνη η έκθεση[7], στοιχειοθετώντας με αυτόν τον τρόπο και την πολιτική του τοποθέτηση υπέρ μίας κρατικής οντότητας, ενάντια στο καταπιεστικό κράτος της ΛΔΓ που εμπόδιζε την ελεύθερη μετακίνηση των πολιτών της και καταπίεζε τις δημοκρατικές ελευθερίες τους, όπως νοούνταν στο δυτικό κόσμο. Για το Γερμανό ιστορικό τέχνης που ανέλαβε να στηρίξει θεωρητικά τις επιλογές των διοργανωτών, αυτό που είχε σημασία ήταν μέσω της ιστορίας και συγκεκριμένα μέσω της ιστορίας των τεχνών, να αποδειχθεί και να πραγματωθεί η συνέχεια με το μοντερνισμό και κυρίως με την αφηρημένη τέχνη, να τεκμηριωθεί, όπως υπονοείται και από το γενικό τίτλο της έκθεσης, η υπαρκτή σύνδεση της γερμανικής με την ευρωπαϊκή μοντέρνα τέχνη, με αντικειμενικό στόχο, όπως αναφέρει, την ενσωμάτωση των νεότερων γενιών καλλιτεχνών στο ευρωπαϊκό εικαστικό γίγνεσθαι, ώστε να γίνει εφικτή η ανάπτυξη και ευρωπαϊκή διάχυση της μοντέρνας τέχνης[8] και «οι καλλιτέχνες που στιγματίστηκαν από τους Εθνικοσοσιαλιστές ως ‘εκφυλισμένοι’ να αποκομίσουν μια ηθική ‘αποζημίωση’»[9].

Το συγκερασμό ακριβώς του νέου με το παλιό και το συμβολισμό της νέας αρχής εκπλήρωνε και η επιλογή του μουσείου. Τα ερείπια του κτιρίου Museum Fridericianum και η κατεστραμμένη Orangerie (ένα άλλο ανάκτορο με μεγάλο πάρκο) επελέγησαν ακριβώς για συνδεθούν η προπολεμική γερμανική ιστορία με τη μοντέρνα και σύγχρονη εκδοχή του γερμανικού και ευρωπαϊκού πολιτισμού. Το συγκεκριμένο μάλιστα μουσείο, έργο του Simon Louis du Ry στα 1769-1776 για να στεγάσει τη συλλογή τέχνης του δούκα Friedrich I. von Hessen, αποτελεί το πρώτο δημόσιο μουσείο στη Γερμανία, που ανεγέρθηκε αποκλειστικά για αυτό το σκοπό[10].

Η πρώτη Ντοκουμέντα δεν είχε σχεδιαστεί να αποτελέσει την απαρχή ενός θεσμού με αξιώσεις περιοδικής επανάληψης. Αυτός ήταν άλλωστε και ο λόγος που την διοργάνωση δεν είχε αναλάβει κάποιο θεσμοθετημένο όργανο για αυτόν τον σκοπό, παρά η ‘Ένωση για τη δυτική τέχνη’ που προϋπήρχε. Η μεγάλη, όμως, επιτυχία της έκθεσης[11], απόδειξη ότι το γερμανικό κοινό ‘διψούσε’ για καλλιτεχνικά γεγονότα και πολύ περισσότερο για όσα έδειχναν ξεκάθαρα την απαγκίστρωση από το ναζιστικό και συνολικά το τραυματικό παρελθόν και είχαν να επιδείξουν κάτι νέο, αυτή η επιτυχία είχε ως αποτέλεσμα να παρθεί η απόφαση για την επανάληψη της έκθεσης, ως ένας περιοδικός διεθνής, πλέον, θεσμός για τη σύγχρονη τέχνη[12] –ως απάντηση πιθανότατα και στη Μπιενάλε της Βενετίας[13].

Με τη δημιουργία του ‘οργανισμού-ανώνυμης εταιρείας για τη Ντοκουμέντα (documenta GmbH), που διαδέχτηκε την ‘Ένωση για τη δυτική τέχνη’ και όπου κυρίως μέτοχος ήταν και ειναι ο δήμος του Κάσσελ[14], η έκθεση αποκτά μια νέα οργανωτική μορφή, αυτονομείται και μπορεί πλέον να διεκδικεί χορηγίες και κρατικές επιχορηγήσεις. Η επισημοποίηση αυτή και η θεσμοθέτηση μιας έκθεσης, που προσδοκά να έχει παγκόσμια εμβέλεια, τίθεται πλέον υπό κρατική μέριμνα και έτσι η δεύτερη Ντοκουμέντα χρηματοδοτείται από την πόλη του Κάσσελ, αλλά και από το κρατίδιο της Έσσης, καθώς και από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση μέσω του Υπουργείου για Γερμανικά Ζητήματα[15].

Έκτοτε η Ντοκουμέντα έχει διοργανωθεί 13 φορές, με τον αριθμό των επισκεπτών να αυξάνεται κάθε φορά.

Η 12η Ντοκουμέντα συγκέντρωσε 500 καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο και μετά από 3,5 χρόνια προετοιμασίας ήταν έτοιμη να υποδεχθεί το κοινό της. H απόφαση του θεσμού από ένα σημείο και έπειτα να λαμβάνει χώρα η έκθεση και εκτός Γερμανίας και μάλιστα σε τοποθεσίες που είναι οικονομικά δοκιμαζόμενες ή περιθωριακές στην παγκόσμια σκηνή της σύγχρονης τέχνης έχει δημιουργήσει μία σύνθετη συζήτηση για το κατά πόσον η εν λόγω απόφαση περιέχει στοιχεία εξοτισμού, αποικιοποίησης ή ενδυνάμωσης και συνεργασίας.[1]

Τίτλος Χρονικό διάστημα Διεύθυνση Καλλιτέχνες Έργα τέχνης Επισκέπτες
documenta 16 Ιουλίου - 18 Σεπτεμβρίου 1955 Άρνολντ Μπόντε 148 670 130.000
II. documenta 11 Ιουλίου - 11 Οκτωβρίου 1959 Άρνολντ Μπόντε, Βέρνερ Χάφτμαν 338 1770 134.000
documenta III 27 Ιουνίου - 5 Οκτωβρίου 1964 Άρνολντ Μπόντε, Βέρνερ Χάφτμαν 361 1450 200.000
4. documenta 27 Ιουνίου - 6 Οκτωβρίου 1968 24-μέλες επιμελητήριο 151 1000 220.000
documenta 5 30 Ιουνίου - Οκτωβρίου 1972 Χάραλντ Ζέεμαν 218 820 228.621
documenta 6 24 Ιουνίου - 2 Οκτωβρίου 1977 Μάνφρεντ Σνέκενμπουργκερ 622 2700 343.410
documenta 7 19 Ιουνίου - 28 Σεπτεμβρίου 1982 Ρούντι Φουχς 182 1000 378.691
documenta 8 12 Ιουνίου - 20 Σεπτεμβρίου 1987 Μάνφρεντ Σνέκενμπουργκερ 150 600 474.417
documenta IX 12 Ιουνίου - 20 Σεπτεμβρίου 1992 Γιαν Χουτ 189 1000 603.456
documenta X 21 Ιουνίου - 28 Σεπτεμβρίου 1997 Κάθριν Ντέιβιντ 120 700 628.776
documenta11 8 Ιουνίου - 15 Σεπτεμβρίου 2002 Όκουι Ενουεζόρ 118 450 650.924
documenta 12 16 Ιουνίου - 23 Σεπτεμβρίου 2007 Ρότζερ Μ. Μπίργκελ 114 άνω των 500 754.301
documenta (13) 9 Ιουνίου - 16 Σεπτεμβρίου 2012 Καρολίν Χριστόφ-Μπακάργκιεφ 180 905.000
documenta 14 8 Απριλίου - 16 Ιουλίου 2017 στην Αθήνα και
10 Ιουνίου - 17 Σεπτεμβρίου 2017 στο Κάσελ
Άνταμ Σίμτσικ άνω των 160 1500 339.000 στην Αθήνα
891.500 στο Κάσσελ
documenta fifteen 18 Ιουνίου - 25 Σεπτεμβρίου 2022 ruangrupa

Ορισμένα ελάχιστα εκθέματα παραμένουν στην πόλη και αποτελούν αξιοθέατα στον δημόσιο χορό.

[1] Βλ. Buergel, M. Roger, «Der Ursprung/ The Origins», 50 Jahre/ Years documenta 1955-2005, Archive in motion, Glasmeier, Michael/ Stengel, Karin (επιμ.), Steidl, Κάσσελ 2005, σελ.174.

[2] Kimpel, Harald, Documenta: Mythos und Wirklichkeit, DuMont, Κολωνία 1997, σελ. 74.

[3] Bode, Arnold, «Bode-Plan», 50 Jahre/ Years documenta 1955-2005, Archive in motion, Glasmeier, Michael/ Stengel, Karin (επιμ.), Steidl, Κάσσελ 2005, σελ. 164.

[4] Winkler, Kurt, «II. Documenta ’59 – Kunst nach 1945», Stationen der Moderne, Die bedeutenden Kunstausstellungen des 20. Jahrhunderts in Deutschland, Berlinische Galerie/ Nikolai, Βερολίνο 1988, σελ. 427.

[5] Haftmann, Werner, «Einleitung», Documenta, Kunst des 20. Jahrhunderts, internationale Ausstellung im Museum Fridericianum in Kassel [15. Juli bis 18. September 1955, Kassel], Prestel, Μόναχο 1955, σελ. 15.

[6] Βλ. Glasmeier, Michael/ Stengel, Karin, «documenta. Kunst des XX. Jarhhunderts, Internationale Ausstellung, 16. Juli bis 18. September 1955 – Tableau I, Geschichte», 50 Jahre/ Years documenta 1955-2005, Archive in motion, Glasmeier, Michael/ Stengel, Karin (επιμ.), Steidl, Κάσσελ 2005, σελ. 163.

[7] Haftmann, Werner, «Einleitung», όπ. π., σελ. 16.

[8] Βλ. Haftmann, Werner, «Einleitung», όπ. π., σελ. 18.

[9] Winkler, Kurt, «II. Documenta ’59 – Kunst nach 1945», όπ. π.,σελ. 427.

[10] Βλ. Winkler, Kurt, «II. Documenta ’59 – Kunst nach 1945», όπ. π., σελ. 427.

[11] Αναμένονταν 50000 επισκέπτες και τελικά είδαν την έκθεση 130000, βλ. Winkler, Kurt, «II. Documenta ’59 – Kunst nach 1945», όπ. π., σελ. 428.

[12] Στην πρώτη Documenta έλαβαν μέρος 148 καλλιτέχνες από 7 χώρες με 670 έργα, ενώ στη Documenta 2 έλαβαν μέρος 339 καλλιτέχνες από 34 χώρες με 1770 έργα.

[13] Βλ. Winkler, Kurt, «II. Documenta ’59 – Kunst nach 1945», όπ. π., σελ. 428.

[14] Βλ. Winkler, Kurt, «II. Documenta ’59 – Kunst nach 1945», όπ. π., σελ. 428.

[15] Βλ. Winkler, Kurt, όπ. π., σελ. 435.


Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]