Αμμομανής
Αμμομανής | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Το είδος Ammomanes phoenicura
| ||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||
|
Ο/Η αμμομανής (Ammomanes) είναι γένος στρουθιόμορφων πτηνών, που ανήκει στην οικογένεια του κορυδαλλού.
Το πτέρωμά του είναι μπεζ έως κοκκινοκίτρινο και το ράμφος του κοντό και ισχυρό. Οφείλει το όνομά του στο ότι ζει στις αμμώδεις και έρημες περιοχές της Βόρειας Αφρικής και της Δυτικής Ασίας, φθάνοντας μέχρι την Ινδία. Σε λίγες περιπτώσεις πετά μέχρι την Ισπανία και τη Μάλτα. Κανένα είδος του δεν θεωρείται ότι κινδυνεύει με εξαφάνιση.
Είδη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σήμερα αναγνωρίζονται επισήμως[1] μόνο τρία είδη αμμομανούς, τα εξής:
- Ammomanes deserti, γνωστό και ως «κορυδαλλός της ερήμου», με 22 υποείδη, που ορίζονται κυρίως με βάση τη γεωγραφική κατανομή τους.
- Ammomanes cinctura, με τρία υποείδη.
- Ammomanes phoenicura, με δύο υποείδη που απαντώνται μόνο στο Πακιστάν και την Ινδία.
Στο παρελθόν, ωστόσο, αναγνωρίζονταν και άλλα είδη (και αναγνωρίζονται ακόμα από μερικούς επιστήμονες), με κυριότερα τα εξής:
- Ammomanes grayi, το 2009 κατατάχθηκε από τη Διεθνή Ένωση Ορνιθολόγων σε ξεχωριστό γένος από μόνο του, το Ammomanopsis.[2]
- Ammomanes burra ή Ammomanes burrus, αφού «πέρασε» από τα γένη Mirafra και Certhilauda, το 2009 κατατάχθηκε στο γένος Calendulauda.
- Ammomanes dunni, σήμερα στο γένος Eremalauda, του οποίου αποτελεί το μοναδικό είδος.
Υπήρχε επίσης το συγγενικό γένος ψευδαμμομανής (Pseudammomanes), όπου ανήκε ο κορυδαλλός του Μπάρλοου, σήμερα στο γένος Calendulauda (Calendulauda barlowi).
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Gill, Frank· Donsker, David, επιμ. (2018). «Nicators, reedling, larks». World Bird List Version 8.2. International Ornithologists' Union. Ανακτήθηκε στις 15 Ιουλίου 2018.
- ↑ «Taxonomy Version 2 « IOC World Bird List». www.worldbirdnames.org. Ανακτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 2016.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το αντίστοιχο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 5, σελ. 30