Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ψεύτικο βάσιμο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το ψεύτικο βάσιμο (eng : faux-bourdon ή false bordone) είναι μια παραλλαγή του Ντισκάντους. Αναφέρεται πρώτη φορά σε αγγλικά συγγράμματα του 15ου αιώνα, αλλά είναι όπως φαίνεται παλαιότερης εποχής. Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα είναι οι παράλληλες τρίτες.

Με την κίνηση αυτή στο ψεύτικο βάσιμο ελευθερώνεται η μουσική από τα δεσμά που σίγουρα θα σταματούσαν την εξέλιξη της πολυφωνίας. Χρειάστηκε, ωστόσο, αγώνας για να επιβληθεί στο τραγούδι το διάστημα της τρίτης, το οποίο σήμερα τραγουδάμε χωρίς καμία ενόχληση (οι γνωστές σε εμάς δεύτερες).

Το Ψεύτικο Βάσιμο λεγόταν έτσι διότι γραφόταν διαφορετικά απ' ό,τι ακουγόταν. Ουσιαστικά, ο τραγουδιστής σκεπτόταν (δίχως να την γράφει, αφού το ψεύτικο βάσιμο ήταν αυτοσχεδίαστο) την κάτω τρίτη της κύριας μελωδίας, αλλά την τραγουδούσε μία οκτάβα ψηλότερα, σχηματίζοντας έτσι διάστημα έκτης με την κύρια μελωδία.

Δίφωνο Ψεύτικο Βάσιμο
Τρίφωνο Ψεύτικο Βάσιμο

Γενικά, όμως, το ψεύτικο βάσιμο ήταν τρίφωνο. Εκτός από την κάτω τρίτη, (που τραγουδιόταν μια οκτάβα ψηλότερα), προσέθεταν και μια άλλη ακόμα φωνή, σε διάστημα τρίτης από την κύρια μελωδία.

Το ψεύτικο βάσιμο διατηρήθηκε πολύ καιρό στην εκκλησιαστική μουσική. Μέχρι και σήμερα ακόμα στη Ρώμη ψέλνουν με αυτόν τον τρόπο. Δεν πρόκειται όμως πια για το παλιό ψεύτικο βάσιμο, αλλά μάλλον για απλά πολυφωνικά ρετσιτατίβα.

  • Nef, K. (1960a) ‘Nτισκάντους - Ψεύτικο Βάσιμο’, in Ιστορία της Μουσικής. 1st edn. Αθήνα, Ελλάδα: Εκδόσεις Απόλλων (1), pp. 135–137.