Χριστόδουλος Παμπλέκης
Χριστόδουλος Παμπλέκης | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1733[1][2] Αιτωλία |
Θάνατος | 1793[1][2] Λειψία |
Θρησκεία | αγνωστικισμός[1] |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | φιλόσοφος[1] |
Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης, γνωστός και ως Χριστόδουλος ο Ακαρνάν (1733 - 1793)[3] ήταν Έλληνας λόγιος του 18ου αιώνα.
Βίος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Χριστόδουλος Παμπλέκης γεννήθηκε το 1733 στον οικισμό Επάνω Χώρα του χωριού Μπαμπίνη Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας. Από μικρός έμεινε ορφανός από μητέρα και προσβλήθηκε από ευλογιά, ασθένεια που του στοίχισε το αριστερό του μάτι. Ο πατέρας του, Στάθης, ήταν παλιότερα κλέφτης στην περιοχή του Ολύμπου και για άγνωστο λόγο βρέθηκε στο Ξηρόμερο όπου παντρεύτηκε. Το 1740 ενεπλάκη σε αιματηρό επεισόδιο με Τούρκους και αναγκάστηκε να φύγει ξανά για τον Όλυμπο παίρνοντας μαζί του και τον μικρό Χριστόδουλο. Σύντομα όμως συνελήφθη από τους Τούρκους και γδάρθηκε ζωντανός.
Κάποιος Λιτοχωρίτης ονόματι Καλλίας πήρε υπό την προστασία του τον μικρό Χριστόδουλο ο οποίος παρακολούθησε το σχολείο στο Λιτόχωρο και κατόπιν στη Ραψάνη. Ήταν ανήσυχο πνεύμα και φιλομαθής, γι' αυτό σε μικρή ηλικία ο Καλλίας τον έστειλε στο Άγιο Όρος όπου γράφτηκε στην περίφημη Αθωνιάδα Ακαδημία. Εκεί είχε δάσκαλο τον Ευγένιο Βούλγαρη και διακρίθηκε στα μαθηματικά. Κατά τη φοίτησή του έλαβε και το μοναχικό σχήμα χωρίς να αλλάξει το βαφτιστικό του όνομα.
Σε ηλικία 25 ετών, τον Ιανουάριο του 1759[4] απογοητευμένος από την κατάσταση στην Αθωνιάδα έφυγε για την Ευρώπη. Αρχικά προσκλήθηκε στη Βιέννη όπου κι εργάσθηκε ως οικοδιδάσκαλος στην εκεί ελληνική παροικία. Παράλληλα συνέχισε τις σπουδές του μελετώντας φιλοσοφία, θεολογία και μαθήματα θετικών επιστημών. Επόμενος σταθμός του θα είναι η Λειψία της Σαξονίας, πόλη στην οποία ασχολείται με φιλοσοφικές μελέτες και συνεχίζει τη διδακτική του δράση σε στενό κύκλο μαθητών του[4]. Το 1781 εξέδωσε στη Βενετία το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Η αληθής πολιτική»[4]. Το 1786 εξέδωσε στη Βιέννη το φιλοσοφικό σύγγραμμά του με τον τίτλο «Περί φιλοσόφου, φιλοσοφίας, φυσικών, μεταφυσικών, πνευματικών και Θείων». Στο έργο του αυτό παρουσιάζει τις φιλοσοφικές θέσεις δυτικών διανοητών, όπως τη νευτώνεια κοσμοαντίληψη και —κυρίως— τις ιδέες των Γάλλων Εγκυκλοπαιδιστών Ντιντερό και Ντ'αλαμπέρ, του Βρετανού Φράνσις Μπέικον και των Γάλλων φυσικών φιλοσόφων Πιερ Γκασεντί και Καρτέσιου. Το 1791 εξέδωσε νέο σύγγραμα με τίτλο «Τρόπαιον της ορθοδόξου Πίστεως", στο οποίο κάνει συχνές αναφορές στον Βολταίρο και στο οποίο διατυπώνει τη θέση ότι η αίσθηση για την ύπαρξη του Θεού υπήρχε ήδη στους πρώτους ανθρώπους, κι όχι μόνο τα τελευταία 1791 χρόνια με τη χριστιανική Εκκλησία.[5]
Στη συνέχεια βρέθηκε στη Λειψία όπου συνέχισε να ασχολείται με φιλοσοφικές μελέτες και με τη διδασκαλία. Πέθανε σε νοσοκομείο της Λειψίας στις 15 Αυγούστου του 1793.[3] Η κηδεία του έγινε στις 4 Αυγούστου από τον ορθόδοξο ναό της πόλης.
Η διαμάχη μετά τον θάνατό του και ο αφορισμός του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ωστόσο, το γεγονός ότι το έργο του περιείχε επιχειρήματα της νεότερης μεταφυσικής για την ύπαρξη του Θεού και επιχειρούσε να κριτικάρει τη χριστιανική θρησκεία, είχε ήδη προκαλέσει την έντονη αντίδραση εκπροσώπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μέσα στο κλίμα αυτό ο Ευγένιος Βούλγαρης καταδίκασε το έργο του άλλοτε μαθητή του ως «συμπίλημα αποτρόπαιων και δύστηνων βιβλιαρίων». Λίγο πριν τον θάνατό του, στις αρχές του 1793, κυκλοφόρησε μια υβριστική σάτιρα εναντίον του με τον τίτλο «Ακολουθία ετεροφθάλμου και αντιχρίστου Χριστοδούλου του εξ Ακαρνανίας», που πιθανότατα στον επίσκοπο Πλαταμώνος Διονύσιο ή κατ’άλλους στον συγγενή του Δ. Γοβδελά από τη Ραψάνη[4].
Ως απάντηση, οι μαθητές του δημοσίευσαν μετά τον θάνατό του το έργο του «Περί Θεοκρατίας» το οποίο ήταν ένα βιαιότατο αντικληρικό κείμενο που απέρριπτε στη βάση της τη χριστιανική θρησκεία (άρνηση της θεοπνευστίας της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, της θεότητας του Ιησού και της τέλεσης θαυμάτων[3]) και καταδίκαζε ως ιδιοτελή τη συμπεριφορά των λειτουργών της. Το δημοσίευμα αυτό προκάλεσε την οργή της Ορθοδόξου Εκκλησίας με αποτέλεσμα τον μετά θάνατον αφορισμό του από τον Πατριάρχη Νεόφυτο τον Ζ΄[3] στις 12 Νοεμβρίου του 1793. Μάλιστα το κείμενο του αφορισμού αναθεμάτιζε, εκτός από τον συγγραφέα, τους πιθανούς αναγνώστες του αλλά και τον ιερέα που έψαλλε στη νεκρώσιμη ακολουθία του Παμπλέκη. Ωστόσο, παρά την επίσημη καταδίκη του έργου του, ο Έλληνας λόγιος είχε εκτιμηθεί από σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του, όπως μαρτυρούν οι αναφορές στο πρόσωπό του -μεταξύ άλλων και- από τους πατριάρχη Καλλίνικο Γ΄ (1791) και λόρδο Βύρωνα[4].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 119959728. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2021.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 enlightenedmedialities
.wikibase .cloud /wiki /Item:Q591. - ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 Κορδάτος (1983), A, σελ. 147.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Ε. ΑΜΥΓΔΑΛΑΚΗ, Α. ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ. «Κάτοπτρο Ελληνικής Επιστήμης και Φιλοσοφίας». Κάτοπτρο Ελληνικής Επιστήμης και Φιλοσοφίας.[νεκρός σύνδεσμος]
- ↑ Kreuz, Michael (2019). «The Rennaisance of the Levante: Arabic and Greec Discourses of Reform in the Age of Nationalism». Walter de Gruyer.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Από το 1453 έως το 1961, τόμος Α΄, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα 1983
Πρόσθετη βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ηλιού, Φίλιππος, «Η σιωπή για τον Χριστόδουλο Παμπλέκη», Τα ιστορικά, 4 (1985), σελ. 387-404.
- Κονδύλης, Παναγιώτης, «Ο Ψαλίδας, ο Παμπλέκης και η θεία Αποκάλυψη», Ηπειρωτικά Χρονικά, 24 (1982), σελ. 249-266.
- Νούτσος, Παναγιώτης, «Χριστόδουλος ο εξ Ακαρνανίας και Encyclopédie», Ο Ερανιστής, 17 (1981), σελ. 13-24.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Χριστόδουλος Παμπλέκης. akarnania.net.
- Χριστόδουλος Εὐστάθιος Παμπλέκης, Περὶ Φιλοσόφου, Φιλοσοφίας, Φυσικῶν, Μεταφυσικῶν, Πνευματικῶν καὶ Θείων Ἀρχῶν, ὅσα διαφόροις ἀνδρᾶσι συντεθέντα, Ἑν Βιέννῃ τῆς Αουστρίας, Ἐν τῇ Τυπογραφίᾳ Ἰωσήπου τοῦ Βαουμεϊστέρου, 1786, XXVII+415 σελ.