Χρήστης:Pitser92/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

{{coor title dms|38|42|44|N|9|8|24|W|scale:10000|region:PT_type:landmark}}

πρόχειρο
Άποψη του Κάρμο
Γενικές πληροφορίες
ΑρχιτεκτονικήΓοτθική
Γεωγραφικές συντεταγμένεςΜπάισα
ΤοποθεσίαΛισαβώνα
ΧώραΠορτογαλία
ΚατάστασηΕρειπιώδης
ΧρήσηΜουσείο
Σχεδιασμός και κατασκευή

Η Mονή του Κάρμο (Πορτογαλικά: Convento do Carmo) είναι ένα μνημείο του 14ου αιώνα που βρίσκεται στη Λισαβώνα. Δεσπόζει σε ένα λόφο της συνοικίας Μπάισα-Σιάντο (Baixa-Chiado), με θέα στην κεντρική πλατεία του Ροσίο (Rossio) και στο λόφο όπου βρίσκεται το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου (Castelo de São Jorge).

Μπροστά στην είσοδό του βρίσκεται μια μικρή πλατεία (Πλατεία του Κάρμο), πολύ κοντά στον πύργο-ασανσέρ του Σαντα Τζούστα (Elevador de Santa Justa).

Πύλη Μονής

Η μονή αφού υπέστη σοβαρές βλάβες με το σεισμό του 1755, χρησιμοποιείται πλέον σαν αρχαιολογικό μουσείο της Λισαβώνας. Η πρώτη πέτρα του κάρμου τοποθετήθηκε στις 16 Ιουλίου του 1389, την ημέρα της κυρίας του κάρμo.Ο ναός ιδρύθηκε απο τον πορτογάλο ιππότη Nuno Álvares Pereira, ως μοναστήρι για το τάγμα των Καρμελιτών. Όπως έχει περιγραφεί απο τον Jorge Cardoso, εκ πρώτης όψεως, ο ναός μοιάζει με απόρθητο κάστρο με φοβερή κατασκευαστική τεχνολογία. Όντως είναι ένα απο τα λίγα κτήρια που επέζησαν τον σεισμό, καθώς και της μεγάλης φωτιάς που τον συνόδευσε. Δυστυχώς λόγω αυτών των φυσικών καταστροφών, μόνο ο κύριως ναός με τις αψίδες, καθώς και το ιερό διατηρούνται μέχρι σήμερα.[1]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την ιστορία των Καρμελιτών (Carmelitan Order), τρείς ήταν οι πρωτομάστορες: Alfonso Anes, Goncalo Anes και Rodrigues Anes. Ώστόσο, αυτό είναι βασισμένο σε μαρτυρίες και δεν υπάρχουν επίσημα κείμενα που να το επιβεβαιώνουν. Eπίσης οι εξής τρεις λιθοξόοι επιστρατεύτηκαν για την κατασκευή μαζί με τα συνεργεία τους: Estevao Vasques, Lourenco Afonso και Joao Lourenco. Όταν ξεκίνησε η κατασκευή του Κάρμο, μόνο δύο κτήρια μπορούσαν να ανταγωνιστούν το μέγεθος και το κήρος του, στην Πορτογαλία. Το πρώτο είναι ο καθεδρικός ναός της Λισαβώνας (se cathedral) και το δεύτερο ο μεγαλοπρεπής ναός του San Fransisco στο Πόρτο της Πορτογαλίας.[2]

Άποψη εσωτερικού του ναού σήμερα

To 1397, μετά απο οκτώ χρόνια συνεχών εργασιών είχαν τοποθετηθεί τα θεμέλια των τοίχων του κυρίως ναού καθώς και οι οι αψίδες. Ύστερα απο αυτή τη φάση, παρουσιάστηκαν κάποια δομικά προβλήματα στην κατασκευή, εξ’αιτίας της αστάθειας του εδάφους. Το πρόβλημα λύθηκε και γύρω στο 1399 κτήστικαν οι υπόλοιποι τοίχοι του ναού καθώς και η κεντρική είσοδος. Αυτό επιβεβαιώνεται απο κάποια αρχεία υπογεγραμμένα απο τον Gomes Martins, ο οποίος ήταν ο αρχιμάστορας του κόμη, και δείχνει την πιθανή ημερομηνία ολοκλήρωσης της κεντρικής πύλης καθώς και την ολοκλήρωση της κατασκευής αντιστήριξης το 1399. Το κτήριο κατοικήθηκε πρώτα απο Καρμελίτες απο την πόλη της Μούρα (Moura) και εισήλθαν στο κτήριο το 1392.[3]

Για περίπου μισό αιώνα μετά απο αυτές τις εργασίες, πραγματοποιήθηκε μόνο συντήρηση στην όλη κατασκευή. Μόνο κάποιοι μικροί χώροι ολοκληρώθηκαν για να στεγάσουν τους μοναχούς. Το ιεροφυλάκιο είναι πιθανά ο μόνος χώρος που ολοκληρώθηκε κατά αυτή την περίοδο των πενήντα χρόνων. Έτσι ολοκληρώθηκε η κατασκευή ώσπου ο μεγάλος σεισμός του 1755 προκάλεσε φοβερές καταστροφές στο κτήριο.[4]


Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι χωρικές απαιτήσεις τέτοιο είδους εκθέσεων ιστορικών αντικειμένων, οδήγησαν τον Joaquim Possidónio Narciso da Silva να αναζητήσει νέο χώρο έκθεσης και προστασίας. Η αδυναμία έυρεσης άλλου χώρου καθώς και η αμέλεια της πορτογαλικής κυβέρνησης να βοηθήσει και να παρέχει κάποιο κρατικό χώρο για την, έστω προσωρινή, φύλαξη της πολιτιστικής αυτής κληρονομιάς, οδήγησαν τον Possidonio να καταστρώσει πλάνο για την ανακατασκευή της στέγης του κυρίως σώματος του ναού. Έτσι εξάντλησε όλε του τις γνωριμίες εντός και εκτός Λισαβώνας για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Τα πλάνα αυτά δεν υλοποιήθηκαν ποτέ λόγω ευρύτερων οικονομικών δυσκολιών.[5]

Ας δούμε κάποιες λεπτομέρειες του κτηρίου , ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τα αρχιτεκτονικά του χαρακτηριστικά αλλά και μεταβολές με το πέρασμα των αιώνων. Είναι γνωστό ότι η εποχή του βασιλιά Joao IV χαρακτηρίζεται απο μεγαλειώδη έργα, και ο ναός του Κάρμο αποτελεί ένα απο αυτά τα Γοτθικού στυλ έργα του 14ου και του 15ου αιώνα. Βεβαίως φέρει στοιχεία της Πορτογαλικής εκδοχής του Γοτθικού, καθώς η κάτοψη του είναι σε σχήμα σταυροειδούς βασιλικής με κάποιες αλλαγές. Η τοποθεσία ανέργεσης του κτηρίου επιλέχθηκε προσεκτικά και χαρακτηρίστηκε ιδανική αν και ο επικλινής λόφος δεν έμοιαζε ιδανικός. Όλα τα συνεργεία συνεργάστηκαν και αποφάσισαν την κατασκευή ενός μεγάλου βάθρου πάνω στο οποίο μπόρεσαν να τοποθετήσουν τα θεμέλια του κτηρίου. Μετά απο πολλές ρυθμίσεις και προσαρμογές στο έδαφος, ξεκίνησε η ανέγερση των τοίχων του κυρίως ναού και των τεσσάρων κεντρικών αψίδων. Μετά την ανέγερση μέρους του ιερού, η κατασκευή συνεχίστηκε ανεμπόδιστα.[6]

Γοτθικός τάφος του Βασιλιά Φερνάντο του 1ου

Απο αναφορές καθώς και απο το εναπομείναν κτήριο, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι είναι ένα κτήριο κατασκευασμένο σχεδόν αποκλειστικά απο πέτρα και μάρμαρο, πιθανόν με κάποια μικρά στοιχεία κατασκευασμένα απο ξύλο. Ο ναός έχει τρία βασικά κλήτη, με το κεντρικό να δεσπόζει πιο ψηλό απο τα δύο εκατέρωθέν του. Η κεντρική είσοδος του βρίσκεται στη Δύση, πράγμα σύνηθες εκείνη την εποχή. Τα τρία κλήτη χωρίζονταν απο πέντε τόξα μήκους περίπου 8 μέτρων το καθένα. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι η οροφή του ναού δε σώζεται καθώς κατέρρευσε με το σεισμό του 1755. Όμως σχεδόν όλα τα τόξα σώζονται μέχρι σήμερα, αποτελώντας σήμα κατατεθέν του ναού. Αυτός είναι ένας απο τους λόγους που ο ναός είναι μοναδικός και αποτελεί τόπο προσέλευσης για δεκάδες χιλιάδες τουρίστες κάθε χρόνο.[7]

Μικρή πλατεία μπροστά απο την είσοδο της Μονής


Μουσείο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

To 1863 οταν ιδρύθηκε η R.A.A.C.A.P (Real Associação dos Arquitectos Civis e Arqueólogos Portugueses)τοποθέτησε τα κεντρικά της γραφεία στα ερείπια του Κάρμο με την προοπτική να μετατρέψει το εσωτερικό του σε χώρο μουσειακού χαρακτήρα. Αυτό οδήγησε τον κόσμο να αναφέρεται στο κτήριο ως «Αρχαιολογικό μουσείο του Κάρμο» ή αλλιώς «Αρχαιολογικό μουσείο της Λισαβώνας». Μέχρι τότε, δεν υπήρχε καμία επίσημη εγκατάσταση η οποία καθιστούσε δυνατή τη θέαση εκθεμάτων απο την ιστορία της Πορτογαλίας ή απο την ιστορία και τη κουλτούρα άλλων λαών και περιοχών του πλανήτη.[8]

Ο ηγέτης της R.A.A.C.A.P, Possidonio, με την γνώση του πανω στην ευρωπαική και πορτογαλική ιστορία, καθώς και σε άλλες κουλτούρες, επιθυμούσε να δημιουργήσει έναν χώρο σα προσωρινή αποθήκη για τα πιο σημαντικά κομμάτια της Πορτογαλίας. Όλα αυτά τα κομμάτια προέρχονταν απο διάφορες κατασκευές ή κτήρια, τα οποία εγκαταλήφθηκαν, λεηλατήθηκαν ή καταστράφηκαν εξ’αιτίας του σεισμού, των συνεχόμενων Ναπολεόντιων πολέμων, των απελευθερωτικών εξεγέρσεων ή ακόμα και με τον εκδιωγμό θρησκευτικών ταγμάτων.[9] Το μουσείο θεωρείται το «θησαυροφυλάκιο» για αυτά τα αντικείμενα καθώς η πορτογαλική κυβέρνηση αρνήθηκε να αναλάβει την ευθύνη προστασίας των εν λόγω αντικειμένων.[10]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Collection. (2004). Gothic: Architecture, Sculpture, Painting. Konemann. σελ. 293
  2. Vilela, S. (1876). As ruinas do Carmo (Breves consideracoes): O Monumento, o museu, a associacao. Lisboa: Universal. σελ. 10-11
  3. Couto, J. (1954). O museum da associacao dos arqueologos Portugueses. Lisboa: Arqueologia e Historia. σελ.5-6
  4. Jose Morais Arnaud, C. V. (n.d.). A guide to the permanent exhibition, Carmo Archeological Museum. Lisbon: Associacao dos Arqueologos Portugueses . σελ. 13-14
  5. Jose Morais Arnaud, C. V. (n.d.). A guide to the permanent exhibition, Carmo Archeological Museum. Lisbon: Associacao dos Arqueologos Portugueses . σελ. 5-7
  6. Couto, J. (1954). O museum da associacao dos arqueologos Portugueses. Lisboa: Arqueologia e Historia. σελ.13
  7. Couto, J. (1954). O museum da associacao dos arqueologos Portugueses. Lisboa: Arqueologia e Historia. σελ.15-17
  8. Jose Morais Arnaud, C. V. (n.d.). A guide to the permanent exhibition, Carmo Archeological Museum. Lisbon: Associacao dos Arqueologos Portugueses . σελ. 9
  9. Vilela, S. (1876). As ruinas do Carmo (Breves consideracoes): O Monumento, o museu, a associacao. Lisboa: Universal. σελ. 15-20
  10. Jose Morais Arnaud, C. V. (n.d.). A guide to the permanent exhibition, Carmo Archeological Museum. Lisbon: Associacao dos Arqueologos Portugueses . σελ. 6