Χρήστης:Pandazaras/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η μελέτη της ζωής και του έργου του, περιορίσθηκε σε βασική βιβλιογραφία αποτελούμενη από δημοσιευμένες σχετικές εργασίες και κυρίως από εργασία του νεαρού Θεολόγου Νικ. Τσιλικίδη, «Λόγιοι πατέρες της ιεράς μονής Ξηροποτάμου (19ος-20ος αιώνας)», τα βιβλία του προηγουμένου Ευδόκιμου Ξηροποταμινού του Κρητός «Η εν Αγίω Όρει Άθω Ιερά, Βασιλική, Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Σεβασμία Μονή του Ξηροποτάμου 424-1925» Θεσσαλονίκη 1971, καθώς και του μοναχού Μωυσή Αγιορείτη «Μέγα Γεροντικό εναρέτων Αγιορειτών του εικοστού αιώνος» τόμοι 1-3, Θεσσαλονίκη 2011, ενώ στα επιμέρους κεφάλαια χρησιμοποιήθηκε επιλεκτική βιβλιογραφία, με πηγές από τα Πατριαρχεία.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ο Ευγένιος. κατά κόσμον Ευστάθιος Σουροβήλος γεννήθηκε στο Προμύρι Πηλίου το 1821. Κεντρικό ρόλο στα γεγονότα της ζωής του έπαιξε ο πνευματικός πατέρας του Ευγένιου, Διονύσιος Αγιομαμίτης, που όντας ιερέας ανέλαβε την Μονή Ξηροποτάμου στο Άγιο Όρος το 1837, χρονιά που θεωρείται ότι έγιναν μέλη της κοινότητας οι συνομήλικοι υποτακτικοί του, Ευγένιος και Ναθαναήλ σε ηλικία γύρω στα δεκάξη. Κι ενώ ο Ναθαναήλ παραμένει στην Μονή, ο Διονύσιος αναλαμβάνει σημαίνουσα θέση γενικού επιτρόπου στη Θεσσαλονίκη, όπου συνοδεύεται από τον Ευγένιο, το 1840. Εκεί μένουν για δύο χρόνια και στη συνέχεια το 1842 μεταφέρονται στην Πόλη όπου ο Διονύσιος παρέμεινε και πάλι ως εκπρόσωπος του Όρους μέχρι το 1845.Από το 1845 έως το θάνατό του, ο Διονύσιος θα αποτελέσει γενικότερα κυρίαρχη και βαρύνουσα μορφή του Όρους. O Ευγένιος στην Πόλη, είναι προφανές ότι είχε γίνει γνώστης, έστω και ως υποτακτικός, της άγνωστης γι αυτόν διαδικασίας των συναλλαγών μεταξύ ιεραρχών, καθώς και μεταξύ ιεραρχών και οθωμανικών αρχών ή ηγεμόνων των παραδουνάβιων περιοχών. Ακόμη και ο πνευματικός του πατέρας, ενδεχομένως από υπέρμετρο ζήλο για την προστασία των περιουσιών των μονών, έκανε ανίερες συμμαχίες και προετοίμαζε κατάλληλα τον μελλοντικό ιεράρχη. Παρόλα αυτά είχε την τύχη να εμπνευστεί από τον Πατριάρχη Γερμανό Δ’, ιδρυτή της Σχολής της Χάλκης, από όπου αποφοίτησε ο Ευγένιος. Έτσι μπήκε βήμα-βήμα σε δύσκολα μονοπάτια.

Μελανή σελίδα στο βίο του Διονυσίου η συνδρομή του στην επιβολή του Καταστατικού Χάρτη του Χουσνή πασά, γενικού διοικητή Μακεδονίας, το 1861. Με τον Καταστατικό αυτό Χάρτη καταργούνταν αιωνόβιοι θεσμοί διοίκησης του Όρους, όπως η Ιερά Κοινότητα, η Ιερά Επιστασία, η Σύναξη, ενώ η διαχείριση των πραγμάτων ανατίθεται στο διορισμένο από την τουρκική εξουσία καϊμακάμη και σε μία τριανδρία μοναχών, επίσης διορισμένων από την εξουσία. Η πρώτη τριανδρία, της οποίας η θητεία ήταν σύντομη, καθώς πολύ γρήγορα ολόκληρη η μεταρρύθμιση που προσπάθησε να επιβάλει ο Χουσνή πασάς, απεσύρθη λόγω γενικότερων αντιδράσεων εντός και εκτός του Όρους. Αποτελούνταν από τους: Διονύσιο Ξηροποταμινό, Δανιήλ Ιβηρίτη (στενό φίλο του Διονυσίου) και Αντώνιο Βατοπεδινό. Γι’ αυτή του τη συμβολή ο Διονύσιος τιμήθηκε από την Οθωμανική εξουσία με το παράσημο Μετζιτιέ Α΄ τάξεως, πράγμα το οποίο θεωρήθηκε επαίσχυντο από τους Αγιορείτες.Κατά την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη, ως γενικός επίτροπος του Αγίου Όρους τα έτη 1843-1845, ο Διονύσιος προσπαθεί να εκδώσει δύο βιβλία, τη «Μουσικόβιβλο» και το «Μαθηματάριον». Αυτό το πληροφορούμαστε από το εξής γεγονός. Η έκδοση των βιβλίων γινόταν τότε κυρίως με συνδρομητές. Ο Διονύσιος έστειλε επιστολές σε επιφανείς λογίους, μητροπολίτες, κοινότητες και σχολεία, ζητώντας τη συνδρομή τους για να προχωρήσει στην έκδοση των δύο αυτών βιβλίων.

Ο Ευγένιος έβλεπε ξαφνικά να χάνουν τη ζωή τους Ιεράρχες ή να παρουσιάζουν ανεξήγητα προβλήματα υγείας. Το 1845 βρισκόταν στην Πόλη όταν ο Μελέτιος Γ’ πέθανε επτά μήνες μετά την εκλογή του. Πριν φύγει για το Ιάσιο είδε τον Άνθιμο ΣΤ’ να παύεται το 1848, να εκλέγεται ο Άνθιμος Δ’ και να παραμένει ως το 1852, ενώ σε παλαιότερη εκλογή του δεν συμφώνησε ο Σουλτάνος. Να επανέρχεται ο Γερμανός Δ’ μέχρι το 1853, να επανέρχεται ο Άνθιμος ΣΤ’ μέχρι το 1855, να εκλέγεται ο Κύριλλος Ζ’ μέχρι το 1860, (απαγχονίστηκε αργότερα, είπαν από Τούρκους)…να εκλέγεται ο Ιωακείμ Β’ μέχρι το 1863, την θέση του να παίρνει ο Σωφρόνιος Γ’ μέχρι το 1866, να εκλέγεται ο Γρηγόριος μέχρι το 1871, τον οποίο διαδέχτηκε με την εκλογή του ο Ιωακείμ Β’ ως το 1878...

O Ευγένιος, πιστός υποτακτικός του Διονυσίου, τελειώνει τις σπουδές του το 1846 και επιστρέφει στη Μονή Ξηροποτάμου για να ετοιμάσει την αναχώρησή του προς την Γαλλία. Είναι όμως και η πρώτη φορά που αναφέρεται κόπωση του Ευγένιου. Ήταν ο Ευγένιος ασθενής ή φιλάσθενος; Πώς τότε για πολλά χρόνια συνέχισε το εξουθενωτικό του έργο που απαιτούσε υπεράνθρωπη αντοχή; Μια ερμηνεία είναι η καθ’ υπερβολή αναφορά του βιογράφου, στις δύσκολες και επίπονες σπουδές και άλλες φιλολογικού περιεχομένου εργασίες του στην Πόλη, μετά τις οποίες απαιτούνταν ξεκούραση σώματος και ψυχής. Ο Αρχιμανδρίτης Ευγένιος στο μεταξύ γίνεται και αθλοθέτης τριών διαγωνισμάτων του «Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου», στην ιστορία Θράκης, Θεσσαλίας και Μακεδονίας. Γνώριζε καλά την ελληνική, γαλλική, ρουμανική και τουρκική. Μαρτυρείται ότι «ἐμέλισε διαφόρους ὕμνους» (Αποστολική Διακονία της Ελλάδος-Αρχείο Μελωδών-Υμνωδών). Στη βιβλιοθήκη της μονής εξάλλου σώζονται χειρόγραφα με μελοποιημένα τροπάρια του, καθώς και το έργο του «Ιστορία της Ελληνικής Φιλολογίας» γραμμένο στην Κωνσταντινούπολη το 1843. Επίσης χωρίς επεξεργασία παραμένει και το αδημοσίευτο προσωπικό του αρχείο, όπου διακρίνει κανείς πολλά ενδιαφέροντα και αξιόλογα χειρόγραφα έργα του, καθώς και ποικίλες προσωπικές του σημειώσεις.

Τελικά ο Ευγένιος έμεινε στο Άγιο Όρος μόνον για τέσσερα χρόνια διότι κατά την περίοδο 1947-1959 ήταν ηγούμενος της Μονή Dancu στο Ιάσιο, έχοντας την Μονή Plumbuita υπό την διοίκησή του μαζί με την ορθόδοξη εκκλησία της πόλης Brassov! Κατά την εποχή αυτή, εξάγεται το συμπέρασμα ότι εμφανίστηκαν τα πρώτα ίχνη διαφωνιών με τον πνευματικό του πατέρα Διονύσιο. Ο Ευγένιος παραιτείται το 1859 και τον διαδέχεται ο πιστός του φίλος Ναθαναήλ που είχε εγκατασταθεί στο Ιάσιο το 1858. Από την εποχή αναχώρησής του από το Ιάσιο, οι σχέσεις του με τον Διονύσιο ψυχραίνονται και διακόπτεται η αλληλογραφία του με τη μονή στην οποία δεν επέστρεψε ποτέ. Ήταν απών από το 1847 ως το 1876. Τι συνέβη μεταξύ του γέροντα και του Ευγένιου; Προφανώς, ο Διονύσιος δεν συμφώνησε με την εξάρτηση του Ευγενίου από το Φανάρι και ίσως είχε δίκαιο. Διότι με την προτροπή, την στήριξη και τις εγγυήσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Ευγένιος δέχτηκε την θέση του Γενικού Διευθυντή του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας, παρουσία του Πατριάρχη καθώς και του αντικαταστάτη, κηδεμόνα και τοποτηρητή όταν ο Πατριάρχης για λόγους υγείας ήταν απών. Αλλά για ποιόν Πατριάρχη, έγινε όλη αυτή η λεγόμενη «πρωτοφανής» αλλαγή των ιερών κανόνων; Όταν λοιπόν ο Ευγένιος έφθασε στην Αίγυπτο, Πατριάρχης εκεί ήταν ο σπουδαίος Καλλίνικος (1858-1861) που έλαβε μέρος στις Εθνοσυνελεύσεις της Κωνσταντινουπόλεως των ετών 1858-1860. Το 1858 εκλέγεται στο δεύτερο τη τάξη Πατριαρχείο ως Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Έκτισε με δικές του δαπάνες τον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην γενέτειρά του, το σχολείο που διατηρείται ακόμη και σήμερα. Εξάλλου αγόρασε με δικά του χρήματα όλο το χωριό από τους Τούρκους και άφησε ισόβιο κληροδότημα στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου Λιτοχώρου από 300 οθωμανικές λίρες για τη μισθοδοσία των δασκάλων. Είχε την τιμή να φέρει τα άμφια του μαρτυρικού Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου του E’. Προσπάθησε ανεπιτυχώς να επιφέρει την ένωση με την Κοπτική Εκκλησία. Στις 24 Μαϊου 1861 παραιτήθηκε του θρόνου για λόγους υγείας (!). Σε εκλογή για την ανάδειξη Οικουμενικού Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως πλειοψήφησε παρά την θέλησή του και δεν δέχτηκε τον θρόνο. Πέθανε στη Μυτιλήνη το 1889 και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη κατόπιν εντολής του Σουλτάνου. Αξιοσημείωτο βέβαια είναι ότι κατά την κηδεία εκπροσωπήθηκαν όλες οι πολιτικές, οικονομικές, στρατιωτικές και προξενικές αρχές της νήσου Μυτιλήνης ενώ τιμές στον νεκρό Πατριάρχη απέδωσαν ένας Λόχος του Οθωμανικού Στρατού και ένας ελληνικός λόχος, σημάδι και αυτό της τιμής και της αναγνώρισης που απολάμβανε και στις δυο πλευρές του Αιγαίου και για την ιστορία ουδέποτε πριν και μετά δεν τιμήθηκε έτσι Έλληνας και δη κληρικός.

Ο Ευγένιος είχε διοριστεί γενικός διευθυντής και τοποτηρητής του Πατριάρχη Καλλίνικου, έχοντας την υποστήριξή του και προφανώς την σύμφωνη γνώμη του Οικουμενικού Πατριάρχη. Στη συνέχεια εξελέγη Πατριάρχης ο Ιάκωβος (1861-1865). Η εκλογή του προκάλεσε αρχικά την αντίδραση της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας, διότι επεδίωξε να έχει ενεργό ρόλο στις εσωτερικές υποθέσεις της Κοινότητας. Το έτος 1862 ανακάλεσε όλες τις αποφάσεις των προκατόχων του υπέρ του Σιναϊτικού ζητήματος. Γεννήθηκε στην Πάτμο το 1803. Το 1861 εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Πέθανε το 1865 στην Πάτμο. Ο Ευγένιος στο μεταξύ εξακολουθούσε να είναι τοποτηρητής, του Πατριαρχικού θρόνου.

Μετά την παραίτηση και του Ιακώβου, εξελέγη Πατριάρχης ο Νικάνωρ (1866-1869) ένας ενάρετος εκκλησιαστικός. Γεννήθηκε στο Βόλο. Ως Μητροπολίτης, διοργάνωσε εράνους στη Ρωσία για το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, με τους οποίος συγκεντρώθηκαν και στάλθηκαν το 1859 στην Αλεξάνδρεια 48.580 ρούβλια. Με μεσολάβησή του επίσης δημιουργήθηκε μετόχιο του Πατριαρχείου στη Μόσχα, στο όνομα του Αγίου Νικολάου. Βρισκόταν στη Ρωσία όταν εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας το 1866. Αντιμετώπισε δύσκολες καταστάσεις καθώς και εσωτερικές συγκρούσεις στην Εκκλησία Αλεξανδρείας. Οι συγκρούσεις αυτές , αφορούσαν στον πόλεμο φατριών του τοποτηρητή Ευγένιου και του φιλόδοξου αρχιμανδρίτη Νείλου, που έχοντας την πλειοψηφία κατόρθωσε να απομακρύνει τον Ευγένιο και να καταλάβει τη θέση του. Τα γεγονότα αυτά λοιπόν, τον οδήγησαν σε παραίτηση από τον Πατριαρχικό Θρόνο στις 19 Μαρτίου 1869. Την ίδια χρονιά πέθανε. Τελικά ο Ευγένιος, δεν είχε τη στήριξη ούτε της Αλεξάνδρειας, αλλά ούτε και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έτσι λοιπόν έχασε τον Πατριαρχικό θρόνο, από τον πρώην Οικουμενικό Πατριάρχη Σωφρόνιο, ο οποίος και παρέμεινε στη θέση αυτή, για τα επόμενα περίπου 30 χρόνια.

Τα προαναφερθέντα γεγονότα ενδεχομένως δείχνουν ότι ο Ευγένιος έκανε ένα βασικό λάθος. Πιστεύοντας στις δυνατότητές του, αν και γνώριζε την ύπαρξη φατριών και αγοροπωλησιών θέσεων της ιεραρχίας, δεν διδάχθηκε από την σοφή στάση του Καλλίνικου, ο οποίος παρουσιάζοντας παράξενα προβλήματα υγείας παραιτήθηκε αρνούμενος κάθε μελλοντική θέση. Αλλά επίσης αγνόησε την τύχη των επομένων Πατριαρχών, οι οποίοι εμφάνιζαν ξαφνικά προβλήματα υγείας, υποχρεώνονταν σε παραίτηση και αμέσως μετά πέθαιναν. Δεν είχε πιστέψει ποτέ ότι θα ήταν συνυποψήφιος μ' έναν έμπειρο πρώην Οικουμενικό Πατριάρχη, που για να εξασφαλίσει τα νώτα του έφτασε στο σημείο να καθαιρέσει το Νεκτάριο Πενταπόλεως, τον μετέπειτα Άγιο Νεκτάριο.

Ο Ευγένιος απεβίωσε στην Πρίγκηπο στις 4 Μαΐου 1876 σε ηλικία μόλις 55 ετών, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Δεν έχουν ακόμη βρεθεί στοιχεία σχετικά με την αιτία του θανάτου του, ο τόπος ταφής του κλπ. Άφησε στη μονή Ξηροποτάμου σημαντική περιουσία. Την οικία του στην Πρίγκηπο (Βuyukada), στην οδό Γαρυφάλλων 1 (Karanfil Sokak 1) στη συνοικία Νιζάμ (Nisam mahala), σημαντική βιβλιοθήκη και διάφορα πολύτιμα ιερά άμφια. Επειδή έχει κατά καιρούς γραφεί ότι υπήρξε επιτίμιον (ανάθεμα-αφορισμός) κατά των «αρπάγων και κληρονόμων του», αξίζει να σημειωθεί ότι η Μονή Ξηροποτάμου δεν γνωρίζει τίποτε περί αυτής της ιστορικής λεπτομέρειας αν και ο Ματθαίος ο Βατοπεδινός υποστήριξε το αντίθετο.