Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χρήστης:Naoum Vrontos/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ετυμολογία – Εννοιολόγηση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ημιφιλοφιλία έχει διττό χαρακτήρα, καθώς ορίζεται τόσο ως πληθυσμιακή τάση όσο και ως εσωτερική κατάσταση του υποκειμένου. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται σε μια συνειδητή έκφραση του ερωτικού προσανατολισμού, αλλά και σε μια παθογενή ενόρμηση που το υποκείμενο επιθυμεί να διαχειριστεί προτού αυτή παγιωθεί συμπεριφορικά. Η λέξη, της οποίας η χρήση χρονολογείται από τον 21ο μ.Χ αιώνα, αποτελείται από τρία συνθετικά: ημί- (το ένα από τα δύο ίσα μέρη του αντικειμένου ή της έννοιας που εκφράζει το β' συνθετικό) +φίλος (άτομο με το οποίο αναπτύσσει κάποιος μια (στενή) κοινωνική σχέση) + φιλία (το συναίσθημα που διέπει τη στενή κοινωνική σχέση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα και που βασίζεται στην αμοιβαία αγάπη, συμπάθεια και εκτίμηση).


Ημιφιλοφιλία – Εξελικτικά Στάδια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

To πρώτο στάδιο της ημιφιλοφιλικής τάσης περιγράφει την πρακτική της υποκατάστασης (supplementation) της ερωτικής σύμπραξης με τον εκάστοτε επιθυμητό εκπρόσωπο του εκάστοτε επιθυμητού φύλου, μέσω της συστηματικής και –φαινομενικά– ανερωτογενούς συναναστροφής, κυρίως δε μέσω του συναγελασμού και της συντροφικής εγκόλπωσης σε κοινωνικούς σχηματισμούς ατόμων του επιθυμητού φίλου.

Σε δεύτερο στάδιο, οι ημιφιλοφιλικές τάσεις τείνουν σε διαστάσεις επιδημίας, καθώς η πρακτική της υποκατάστασης αντικαθίσταται από αυτήν της αντικατάστασης: ένα συμπαγές πλέον κενό κάνει μετάσταση στην λίμπιντο (θεωρία libid-off) και στο εξής παρατηρείται μια αφαίμαξη της ερωτογενούς και ερωτόληπτης διάθεσης του ατόμου, φαινόμενο που έχει ως μεταβατικό αποτέλεσμα την κλιμάκωση πολλών, μη-περιοδικών αλλά οπωσδήποτε έντονων peaks & bottoms της ερωτικής επιθυμίας, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβανόταν το άτομο ώς το σημείο αυτό. Η κλιμάκωση αυτή ουδεμία σχέση έχει με την απόδοση του αγγλικού όρου climax.

Στο τρίτο και απώτερο στάδιο, το άτομο διαπιστώνει ότι στο πεδίο της καθημερινότητάς του δυσκολεύεται να αρθρώσει και να περιχαρακώσει τη βούλησή του στο πλαίσιο της κοινωνικοποίησής του, απέναντι σε ανεπιθύμητες καταστάσεις και, κυρίως, απέναντι σε επιθυμητά πρόσωπα.

Ένα ιδανικό παράδειγμα για τα εξωτερικά συμπτώματα του τελευταίου σταδίου ειναι η σύγκριση ανάμεσα στο ημιφιλόφιλο ατόμου (semiamicus) και στον άνθρωπο που χωλαίνει ως προς την έκφραση της επιθυμίας του στους επίδοξους ερωτικούς του συντρόφους. (σ.σ. Ο τελευταίος απαντάται συχνά στη δημοφιλή κουλτούρα ως καληνυχτάκιας, -φύλακας, bye!-sexual, goodbye-sexual, κ.ά.). Το παράδειγμα αυτό συνοψίζει παράλληλα και τη σύγχυση που επικρατεί και στη σχετική βιβλιογραφία. Ο κατα συρροήν bye-sexual, ενώ δρα εν πλήρει συνείδησει της λευκής και άβουλης ήττας του, διατηρεί ένα ψυχαναγκαστικό αντανακλαστικό (reflex) για την απώλεια του ξεκάθαρου στόχου. Αυτό το αντανακλαστικό, καθώς και η ορμέμφυτη διαύγειά του εν όψει του στόχου, τον καθιστά ευάλωτο σε μια γόνιμη αυτοκριτική και τον διαχωρίζει από το ημιφιλόφιλο άτομο. Απεναντίας, το ημιφιλόφιλο άτομο, ανάλογα πάντα με το βαθμό αντίληψης της ιδιαιτερότητας του, τείνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις να αρκείται στη συντροφική αλληλεπικάλυψη, στη νοερή θωπεία του μνημείου ανθρώπινης συνάφειας που αναδιπλώνεται μπροστά του και, φυσικά, να κουρνιάζει στην ενδεχόμενη στοργή που προσφέρουν κάποιες στιγμές που μοιράζεται με πολύ συγκεκριμένους εκπροσώπους του επιθυμητού φύλου. Το άτομο αυτό, αναλόγως της δριμύτητας των ενστίκτων του, αλλά και της απόστασης ανάμεσα στον κόμπο και στο χτένι ή στη σφύρα και στον άκμονα, συχνά προλαβαίνει να ορθώσει το ερωτικό ερώτημα σχετικά με τη φύση των επιδιώξεων του – ακόμα και αν έχει αποχρώσες ενδείξεις πως θα έπρεπε να αρκείται στις προαναφερθείσες συνιστώσες τις συνύπαρξης. Μια τέτοια συμπεριφορά το οδηγεί απαρέγκλιτα στη συνειδητοποίηση της αντινομίας που το διακρίνει, και στη παρεπόμενη πλήρη αποδοχή ή απόρριψη μιας κατάστασης που πλέον αναγνωρίζεται με όρους έμφιλης ταυτότητας.


Κοινωνιολογικά – Δημογραφικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ημιφιλοφιλία ως πληθυσμιακή τάση είναι ιδιαίτερα έντονη στις χώρες του φερόμενου ως Πρώτου Κόσμου. Ανεπίσημες έρευνες αναφέρουν αυξανόμενα ποσοστά σε ηλικίες 15-40 ετών, με την Ελλάδα να είναι στις τρείς πρώτες θέσεις στην Ε.Ε., με ποσοστό άνω του 30%, τη Σουηδία να καταλαμβάνει την τελευταία θέση και το Λουξεμβούργο να βρίσκεται περίπου στο μέσον της κατάταξης. Στις Ασιατικές χώρες και στο Ευρωπαϊκό τμήμα της Τουρκίας οι έρευνες δεν συνάντησαν ικανή αποδοχή (ούτως ειπείν, ήταν non-applicable). Το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν προβεί σε ανοιχτή δήλωση της ημιφιλοφιλίας τους (όταν και χρησιμοποιείται η έκφραση «βγήκε από το χρονοντούλαπο) φαίνεται να είναι σημαντικά υψηλό, με ιδιαίτερα πιο ψηλά ποσοστά συνειδητοποιημένου ημιφιλοφιλικού προσανατολισμού –ή μετασχηματισμού, σύμφωνα με άλλες πηγές– της ερωτικής τους ζωής στα ηλικιακά φάσματα 16-20 και 33-50. Η κατανομή μεταξύ του ημιφιλοφιλικού ανδρικού και του ημιφιλοφιλικού γυναικείου πληθυσμού φαίνεται να ειναι ισομερής, με την πλάστιγγα να γέρνει ελαφρώς προς το «στρατόπεδο» των ανδρών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κατανομή μεταξύ ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων ανθρώπων με τάσεις ημιφιλοφιλίας, με τους πρώτους να κατέχουν την μερίδα του λέοντος.

Μια πρώτη προσέγγιση του ζητήματος εκτιμά πως τα γενεσιουργά αίτια του φαινομένου περιλαμβάνουν την οικονομική κρίση, τον Έμπολα, τον απόηχο του Ενόλα Γκέι, καθώς και την αγκυλωτική ευελιξία που προσφέρουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.


Πηγές: Πλάτωνα Ζβε, «Η Ημιφιλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα», Σαφράν – Τριμηνιαία Επιθεώρηση για τη Βιοηθική και το Φύλο, τευχ. 14, 2013.