Χρήστης:Γυμνάσιο Βαθέος Αυλίδας/πρόχειρο/ΤΙΤΛΟΣ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τσιφλίκι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχικά η σημασία του ήταν η έκταση που μπορούσε να καλλιεργηθεί από ένα ζευγάρι βοδιών. Ουσιαστικά σήμαινε την αγροτική έκταση που αναλογούσε σε μια οικογένεια αγροτών. Καθώς περνούσαν τα χρόνια η πρωταρχική έννοια της λέξης άλλαξε. Η νέα σημασία ήταν οι δημόσιες γαίες που είχαν ιδιοποιηθεί οι σπάχηδες προσπαθώντας να πολλαπλασιάσουν και να διασφαλίσουν τα έσοδά τους.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη "τσιφλίκι" προέρχεται από την τούρκικη λέξη "ciftlik" (= φάρμα, αγρόκτημα )[1]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτές τις γαίες τις παραχωρούσε ο "δικαιούχος" προς καλλιέργεια στους χωρικούς που ήταν εξαρτημένοι από αυτόν ή σε ελεύθερους καλλιεργητές με βάση μία συμφωνία που ονομαζόταν "μισακάρικο" ή "τριτάρικο" η οποία προέβλεπε ότι: ο γαιοκτήμονας θα εισέπραττε το 1/3 του καθαρού προϊόντος και ο καλλιεργητής τα 2/3 μετά από την αφαίρεση των απαραιτήτων για την καλλιέργεια εξόδων και φόρων. Αν ο γαιοκτήμονας παραχωρούσε και το σπόρο στον καλλιεργητή, τότε θα εισέπραττε το 1/2 του καθαρού προϊόντος.[2]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μπαμπινιώτης, Γιώργος (2010). ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Αθήνα: ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ. σελ. 1470. ISBN 978-960-89751-8-7. 
  2. Χατζόπουλος, Κωνσταντίνος Κ. (2007). Επισκόπηση της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού. Κομοτηνή: Εταιρεία αξιοποίησης και διαχείρισης της περιουσίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.