Χλωτάριος Δ΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χλωτάριος Δ΄
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση685 (περίπου και δήλωση με Γρηγοριανή ημερομηνία νωρίτερα του 1584)
Θάνατος719[1]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης[1]
Οικογένεια
ΓονείςΘευδέριχος Γ΄
ΣυγγενείςΘευδέριχος Γ΄ (ίσως είναι πατέρας)[2], Clothildis Doda (ίσως είναι μητέρα)[2] και Χιλδεβέρτος Γ΄ (ίσως είναι πατέρας)
ΟικογένειαΜεροβίγγειοι[1]
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΒασιλέας των Φράγκων (717–719, Αυστρασία)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Χλωτάριος Δ΄, Chlothar IV (απεβ. 718) από τον Οίκο των Μεροβιγγείων ήταν βασιλιάς της Αυστρασίας (717-718). Τον τοποθέτησε ο Κάρολος Μαρτέλος μαγιορδόμος της Αυστρασίας, σε αντιπαράθεση με τον Χιλπέριχο Β΄ βασιλιά των Φράγκων, που έτσι περιορίστηκε στη Νευστρία. Από το 679 η Αυστρασία ήταν ενωμένη με τη Νευστρία (βασίλειο των Φράγκων)· με τον Χλωτάριο Δ΄ ξαναδιαιρέθηκε και όταν αυτός απεβίωσε, επανενώθηκε.

Βιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν ίσως γιος τού Χιλδεβέρτου Γ΄ των Φράγκων (γιού τού Θευδέριχου Γ΄ της Αυστρασίας & Νευστρίας) και της Εντόννε· το όνομα της μητέρας του είναι μεταγενέστερη φαντασία. Ίσως ο πατέρας του να ήταν ο Θευδέριχος Γ΄: στην πρώτη περίπτωση θα ήταν 20 ετών όταν ανέλαβε την αρχή, στη δεύτερη 35.

Η γονείς του δεν αναφέρονται ρητά από πηγές της εποχής, ούτε οι ημερομηνίες της βασιλείας του. Από τις πηγές μπορούμε να πούμε, ότι βασίλευσε μετά τον Μάρτιο τού 717 (μάλλον από τις 28 Ιουνίου 717) ως πριν το Μάιο τού 718 (μάλλον στις 24 Φεβρουαρίου 718). Ο κατάλογος των Φράγκων βασιλέων τού Καρόλου Β΄ τού φαλακρού, που συντάχθηκε ενάμιση αιώνα μετά αναφέρει ότι βασίλευσε επί ένα έτος. Η άποψη ότι δεν ήταν Μεροβίγγειος, αλλά βασιλιάς-μαριονέτα που εξυπηρέτησε κάποια μερίδα, δεν ευσταθεί, καθώς ο Κάρολος Μαρτέλος ήταν υποχρεωμένος αναγκαστικά να προτείνει έναν από τον Οίκο των Μεροβιγγείων για βασιλιά.

Ο Κάρολος νίκησε τον Χιλπέριχο Β΄ των Φράγκων και τον μαγιορδόμο του Ράγκενφριντ το 717 στη μάχη τού Βινσύ. Τότε, με την υποκίνησή του, ο Χλωτάριος Δ΄ αναγορεύτηκε βασιλιάς της Αυστρασίας, η οποία αποσπάστηκε από το βασίλειο των Φράγκων και ο ίδιος ο Κάρολος έγινε μαγιορδόμος της. Η προώθηση και ανάδειξη τού Χλωτάριου Δ΄ εξυπηρετούσε τον Κάρολο διπλά: τον νομιμοποιούσε ως μαγιορδόμο, διάδοχο τού πατέρα του Πεπίνου του Χέρσταλ και τού αύξησε τον στρατό, που θα εκινείτο με βασιλική εντολή.

Με την άνοδο τού Χλωτάριου Δ΄, ο Χιλπέριχος Β΄ και ο Ράγκενφριντ συμμάχησαν με τον Όντο τον μέγα δούκα της Ακουιτανίας, αλλά ο Κάρολος οδήγησε ένα στρατό στο όνομα τού Χλωτάριου Δ΄ εναντίον τους και τους νίκησε το 718 στη μάχη τού Σουασσόν. Ο Χιλπέριχος Β΄ αναγκάστηκε να διαφύγει στην ασφάλεια της Ακουιτανίας. Στη συνέχεια ο Κάρολος οδήγησε τον ίδιο στρατό εναντίον της Σαξονίας και προχώρησε βαθιά στη χώρα αυτή ως το Βέζερ.

Ο Κώδικας των Αλαμαννών, μία νέα νομοθεσία για τους Αλαμαννούς (Σουηβούς) δημοσιεύθηκε κατά τη βασιλεία τού Χλωτάριου Δ΄ και φέρει το όνομά του: Lex Alamannorum Hlotharii. Η Ιστορία των Φράγκων αναφέρει ότι απεβίωσε το 719. Μάλλον απεβίωσε το 718, μετά τις 24 Φεβρουαρίου (που εξέδωσε την τελευταία πράξη που φέρει το όνομά του) και πριν τις 18 Μαΐου (που το αββαείο τού Βίσσεμμπουρκ, πιστό στον Χλωτάριο Δ΄, αρχίζει στα καταστατικά του να χρησιμοποιεί το όνομα τού Χιλπέριχου Β΄).

Ο Κάρολος καταδίωξε τον Χιλπέριχο Β΄, αλλά συμφώνησε με τον Όντο για την επιστροφή του, μάλλον ένεκα της αποβίωσης τού Χλωτάριου Δ΄. Η θλίψη τού Καρόλου για τον χαμό του Χλωτάριου Δ΄ ίσως δεν ήταν αληθινή, αλλά ο Κάρολος τον έβγαλε από τη μέση για τον πιο νόμιμο Χιλπέριχο Β΄· πάντως δεν υπάρχει πηγή της εποχής, που να υποπτεύεται τον Κάρολο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Richard A. Gerberding, The Rise of the Carolingians and the Liber Historiae Francorum (Oxford University Press, 1987), pp. 141–44.
  • Martina Hartmann, "Pater incertus? Zu den Vätern des Gegenkönigs Chlothar IV. (717–718) und des letzten Merowingerkönigs Childerich III. (743–751)", Deutsches Archiv für Erforschung des Mittelalters 58 (2002), pp. 1–15.
  • Paul Fouracre, The Age of Charles Martel (Routledge, 2016), pp. 65, 69–70.