Χανς Μπάλντουνγκ Γκριν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Χανς Μπάλντουνγκ)
Χανς Μπάλντουνγκ Γκριν
Χανς Μπάλντουνγκ Γκριν, αυτοπροσωπογραφία, 1526. Μουσείο Καλών Τεχνών, Στρασβούργο.
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Hans Baldung (Γερμανικά)
Γέννηση1484
Στρασβούργο
ΘάνατοςΣεπτέμβριος 1545
Στρασβούργο
ΕθνικότηταΓερμανός
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία[1]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[2][3]
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΖωγράφος και χαράκτης της Αναγέννησης
Αξιοσημείωτο έργοAdam and Eve
The Three Ages of Man and Death
Eve, the Serpent and Death
Οικογένεια
ΣύζυγοςMargarethe Herlin
ΑδέλφιαCaspar Baldung
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Χανς Μπάλντουνγκ Γκριν (Hans Baldung Grien, 1484 – Σεπτέμβριος 1545) ήταν ένας από τους σπουδαίους καλλιτέχνες της Αναγέννησης στη Γερμανία, που ξεχωρίζει για την οραματιστική ζωγραφική του, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία τόσο παγανιστικά όσο και χριστιανικά. Ο Μπάλντουνγκ επίσης παρήγαγε χαρακτικά υψηλής ποιότητας με έντονη χρήση της τεχνική του κιαροσκούρο (ιταλικά: chiaroscuro). Επίσης, διακρίθηκε στο σχεδιασμό ταπισερί και στην εικονογράφηση συγγραμάτων.[4]

Πέρασε τέσσερα χρόνια στη Νυρεμβέργη ως μαθητής του Άλμπρεχτ Ντύρερ (1471-1528), προτού εγκατασταθεί στο Στρασβούργο, όπου έγινε μέλος του Σωματείου Ζωγράφων του Αγίου Λουκά. Ενώ τα ειδυλλιακά και ρομαντικά του έργα δανείζονται στοιχεία από τη γοτθική παράδοση, τα μυθολογικά και αλληγορικά του έργα, με τα αισθησιακά γυναικεία γυμνά τους, παρουσιάζουν περισσότερο ουμανιστικό χαρακτήρα. Ορισμένες από τις πιο περίπλοκες συνθέσεις του φιλοτεχνήθηκαν στο στυλ που αργότερα έγινε γνωστό ως Μανιερισμός. Κατά τη διάρκεια του σημαντικότερου τμήματος της καριέρας του, ο Μπάλντουνγκ ζωγράφισε πίνακες που επρόκειτο να κοσμήσουν Άγιες Τράπεζες, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται το αριστούργημά του για τον Καθεδρικό Ναό του Φράιμπουργκ, θρησκευτικά θέματα και πορτραίτα για ιδιώτες. Προς το τέλος της ζωής του επικεντρώθηκε στα κοσμικά θέματα, τα οποία και άντλησε από αρχαίους μύθους, την ιστορία, ακόμη και τον κόσμο της μαγείας.[4]

Ανάμεσα στα σημαντικότερα έργα του συγκαταλέγονται: «Η Εύα, το Ερπετό και ο Θάνατος» (Εθνική Πινακοθήκη του Καναδά, Οττάβα), «Ο Θάνατος και η Κόρη» (1520, Βασιλεία), «Αλληγορίες της Μουσικής και της Σωφροσύνης» (1529, Alte Pinakothek, Μόναχο), «Οι Τρεις Ηλικίες του Ανθρώπου και ο Θάνατος» (περ. 1540, Πράδο, Μαδρίτη) και «Οι Τρεις Χάριτες» (περ. 1540, Πράδο, Μαδρίτη). Ο Μπάλντουνγκ θεωρείται ένας από τους πιο ευέλικτους, καινοτόμους - αν και κάπως αντισυμβατικούς - δασκάλους της αναγεννησιακής τέχνης στο Βορρά.[4]

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεανικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπάλντουνγκ προερχόταν από επιφανή και καλλιεργημένη οικογένεια του Στρασβούργου, όπου ο πατέρας του υπηρετούσε ως νομικός σύμβουλος του Επισκόπου. Αφού έκανε τα πρώτα του βήματα στη ζωγραφική και τη χαρακτική υπό την εποπτεία ενός μαθητή του Γερμανού ζωγράφου και χαράκτη Μάρτιν Σονγκάουερ (Martin Schongauer, 1430-1491), ο Μπάλντουνγκ - του οποίου το ταλέντο είχε ήδη αναπτυχθεί - έπιασε δουλειά στο εργαστήριο του Ντύρερ στη Νυρεμβέργη το 1503. Εκεί, στενοί του σύντροφοι υπήρξαν οι Χανς φον Κούλμπαχ (Hans von Kulmbach, 1480-1522), Χανς Λέοναρντ Σόιφελάιν (Hans Leonhard Schäufelein, 1480-1540) και Χανς Λόι ο Πρεσβύτερος (Hans Leu der Ältere, 1460–1507). Ίσως επειδή επιθυμούσε να διαφοροποιηθεί από εκείνους - και ίσως από αγάπη για το πράσινο χρώμα - ξεκίνησε να υπογράφει τα έργα του, αρχικά με ένα αμπελόφυλλο και κατόπιν με τα αρχικά HBG (Grien).[4]

Πρώτα έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπάλντουνγκ απολάμβανε προνομιούχο θέση στο εργαστήριο: αναλάμβανε σημαντικές παραγγελίες για σχεδιασμό παραθύρων για ναούς (για το Ναό του Großgründlach το 1505, για το Ναό του Αγίου Λαυρεντίου στη Νυρεμβέργη και για το Ναό του Τιμίου Σταυρού στο Gmund την επόμενη χρονιά). Τα προνόμια αυτά συνεχίστηκαν κατά την απουσία του Ντύρερ στην Ιταλία το 1505. Η δραστηριότητά του στον τομέα της χαρακτικής υπήρξε εξίσου σημαντική την περίοδο αυτή. Περιελάμβανε 35 έργα χαρακτικής σε ξύλο για τον «Beschlossen Gart des Rosenkranz Maria» (Περίφρακτο Κήπο του Ροζαρίου της Παρθένου) του Ulrich Pinder, που εκδόθηκαν το 1505, καθώς και μία συλλογή χαρακτικών γνωστών για την ενάργεια και τη ευφάνταστη θεματολογία τους. Το 1507 ο καλλιτέχνης ζωγράφισε δύο πίνακες που προορίζονταν για Άγιες Τράπεζες κατόπιν παραγγελίας του Καρδιναλίου Άλμπρεχτ του Βραδεμβούργου για το Ναό της Χάλλε: την «Προσκύνηση των Μάγων» (Gemaldegalerie, Βερολίνο) και τον «Άγιο Σεβαστιανό» (Μουσείο Νυρεμβέργης). Στα έργα αυτά διακρίνεται η επιρροή των Ντύρερ και Λουκά Κράναχ του πρεσβύτερου, ωστόσο επιδεικνύουν μια νέα και πολύ προσωπική χρήση των χρωμάτων και των αντιθέσεων.[4]

Ένταξη στη συντεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατόπιν ίσως ο Μπάλντουνγκ να ανανέωσε το συμβόλαιό του με το Ντύρερ στη Νυρεμβέργη, ωστόσο είναι σίγουρο πως επέστρεψε στο Στρασβούργο όπου έλαβε δικαιώματα δημότη το Πάσχα του 1509, καθώς και την αναγνώρισή του από τη Συντεχνία του την επόμενο χρονιά. Στα χνάρια των Ντύρερ και Κράναχ ανέπτυξε ένα τολμηρό στυλ, πολύχρωμο και διακοσμητικό, που μεταφράστηκε σε παραγγελίες από, ανάμεσα σε άλλους, το Μαργράβο Χριστόφορο του Μπάντεν («Αναθηματική Εικόνα», Μουσείο Καρλσρούης) και τον Erhart Kienig, ηγούμενο του Μοναστηρίου του Αγίου Ιωάννη στο Πράσινο Νησί, Στρασβούργο («Λειτουργία του Αγίου Γρηγορίου», Μουσείο του Κλίβελαντ). Η αισθησιακή δύναμη των ξυλόγλυπτων αυτής της περιόδου, επίσης, βοήθησε στο να χτίσει ο καλλιτέχνης τη φήμη του.[4]

Άγιες Τράπεζες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μάιο του 1512, μετά την ολοκλήρωση μίας «Σταύρωσης» για το Μοναστήρι του Schutteren στο Στρασβούργο (Gemaldegalerie, Βερολίνο), ο Μπάλντουνγκ εγκαταστάθηκε για πέντε χρόνια στο Φράιμπουργκ, όπου ανέλαβε να διακοσμήσει την Αγία Τράπεζα του Καθεδρικού Ναού της πόλης. Το πρώτο έργο του εκεί απεικονίζει τη «Στέψη της Παρθένου» στο κεντρικό τμήμα και τη «Σταύρωση» στο πίσω μέρος, πλαισιωμένα από κλείστρα με τις φιγούρες των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου και σκηνές από τη ζωή της Παναγίας. Στην τελευταία περίπτωση, το γλυπτό μέρος της οποίας εκτέλεσε ο Χανς Βάιντιτς (Hans Weiditz, περ. 1495-1537) κατόπιν σχεδίων του Μπάλντουνγκ, απεικονίζει την «Ανάπαυση κατά τη Φυγή στην Αίγυπτο», πλαισιωμένη από τον «Ευαγγελισμό», τη «Βάπτιση του Χριστού» και τον «Ευαγγελιστή Ιωάννη στην Πάτμο». Ο Μπάλντουνγκ δημιούργησε μια σειρά από ξυλογραφίες και εικονογραφήσεις, καθώς και πίνακες και σκίτσα για τις υαλογραφίες του Καθεδρικού, τα οποία και ολοκληρώθηκαν στο εργαστήρι του Αλσατού Χανς Γκίτσμαν φον Ρόπσταϊν (Hans Gitschmann von Ropstein).[4]

Εγκατάσταση στο Στρασβούργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την πολύ παραγωγική αυτή περίοδο, ο Μπάλντουνγκ επέστρεψε την άνοιξη του 1517 στο Στρασβούργο, όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Έγινε μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου της πόλης και υποστηρικτής της Μεταρρύθμισης, η οποία, ωστόσο, δεν είχε μεγάλη επίδραση στα έργα του, καθώς οι εμπνεύσεις του διέθεταν κοσμικό χαρακτήρα. Ο τελευταίος πίνακάς του για Άγια Τράπεζα, το «Μαρτύριο του Αγίου Σεβαστιανού» το 1522, όπως και η παλαιότερη εκδοχή του 1507, εκτελέστηκε κατόπιν παραγγελίας του Καρδιναλίου Άλμπρεχτ του Βραδεμβούργου. Γνωρίστηκε προσωπικά με την πρώτη γενιά ουμανιστών της πόλης και επεδίωξε να εξωτερικεύσει μέσω της ζωγραφικής του τις συναισθηματικές εκφράσεις που μπορεί να πάρει το ανθρώπινο πρόσωπο.

Όταν ο Ντύρερ απεβίωσε το 1528, ο Μπάλντουνγκ έλαβε ως δώρο μια μπούκλα από τα μαλλιά του, κάτι που υπονοεί πως οι δύο καλλιτέχνες διατηρούσαν στενή επαφή.

Από το 1529 στράφηκε στο νέο ουμανιστικό θέατρο για έμπνευση - επιρροή που διακρίνεται καθαρά, σε διάφορους βαθμούς, σε συνθέσεις όπως «Πύραμος και Θίσβη» (Gemaldegalerie, Βερολίνο), «Ηρακλής και Ανταίος» (Κάσσελ), «Mucius Scaevola» (Gemaldegalerie, Δρέσδη) και πολλές εκδοχές της «Παρθένου με το Θείο Βρέφος» που σήμερα φιλοξενούνται σε μουσεία του Βερολίνου, της Νυρεμβέργης και του Βερτσέλλι.[4]

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προς το τέλος της ζωής του, οι ελαιογραφίες του Μπάλντουνγκ διακρίνονται για την έμφαση στο σχέδιο σε βάρος της ζωγραφικής ποιότητας, μοιάζοντας ορισμένες φορές κατά παράξενο τρόπο με ανάγλυφο, όπως στην «Παρθένο και το Θείο Βρέφος» στο Μουσείο Καλών Τεχνών του Στρασβούργου. Ακόμη κι όταν δανειζόταν διάφορες λεπτομέρειες - κινήσεις, διακοσμήσεις, αρχιτεκτονικά στοιχεία - από άλλους καλλιτέχνες, ο Μπάλντουνγκ απέφυγε να «ιταλικίσει». Από τα όψιμα έργα του «Οι Επτά Ηλικίες του Ανθρώπου» (Λειψία) και «ο Δρόμος προς το Θάνατο» (Ρεν, πιθανώς αντίγραφο) συνοψίζουν τις αντιλήψεις του για τη ζωή.[4]

Αποτίμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όντας προϊόν βίαιου ταμπεραμέντου, τα έργα του Μπάλντουνγκ χαρακτηρίζονται από ανησυχία και αισθησιασμό: συναθροίσεις μαγισσών, σκηνές με το «Θάνατο και την Κόρη» (Βιέννη, Οττάβα, Βασιλεία και Βερολίνο) και αλληγορίες (Alte Pinakothek, Μόναχο). Τα ίδια χαρακτηριστικά διακρίνουν τα πορτραίτα του, που συχνά είναι βίαια ακριβή, και οι ουμανιστικές ερμηνείες του παραδοσιακών θρησκευτικών θεμάτων.[4]

Επέδειξε αξιοσημείωτα ενδιαφέρον για τις μάγισσες, τις οποίες απεικόνισε πολλές φορές σε διαφορετικά υλικά. Ανάμεσα σε αυτά τα έργα υπάρχουν μερικά πολύ όμορφα σχέδια με γκουάς, που είναι κατά πολύ πιο ερωτικά από εκείνα που φιλοτέχνησε με άλλες μεθόδους. Όντας αντισυμβατικός ως χαράκτης, ο τρόπος που πραγματεύτηκε την ανθρώπινη μορφή είναι συχνά επιτηδευμένος και εκκεντρικός (εξ ού και η σύνδεση του στην ιστορική βιβλιογραφία με το Μανιερισμό), ενώ το στυλ του στα διακοσμητικά στοιχεία είναι, επίσης, ξεχωριστό.



Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. artist list of the National Museum of Sweden. 12  Φεβρουαρίου 2016. kulturnav.org/b2decb6c-e076-4af2-b33d-14d368fa178a. Ανακτήθηκε στις 27  Φεβρουαρίου 2016.
  2. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb119605981. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. CONOR.SI. 22408035.
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 «Hans Baldung Grien (1484-1545)», βιογραφία του καλλιτέχνη στον ιστότοπο Visual-arts-cork.com.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bartrum, Giulia (1995). «German Renaissance Prints, 1490–1550», British Museum Pubns Ltd, Λονδίνο, ISBN 9780714126043.
  • Koerner, Joseph Leo (1997). «The Moment of Self-Portraiture in German Renaissance Art», University of Chicago Press, Σικάγο, ISBN 9780226449999.
  • Snyder, James (1984). «Northern Renaissance Art: Painting, Sculpture, the Graphic Arts From 1350 to 1575», Prentice Hall, ISBN 9780136235965.