Υιοθεσία (θεολογία)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Αγαπημένο, έργο του Γεώργιου Ιακωβίδη(1890).

Στη χριστιανική θεολογία, υιοθεσία ονομάζουμε την είσοδο ενός πιστού στην οικογένεια του Θεού . Στον Καλβινισμό, η υιοθεσία θεωρείται συνήθως ως ένα βήμα αμέσως μετά τη δικαίωση . Η υιοθεσία έχει παρόμοια σημασία με την πράξη των γονέων που υιοθετούν ένα παιδί, το οποίο δεν είναι αποτέλεσμα δικής τους, και γνωστής διεθνώς, ερωτικής πράξης. Η υιοθεσία ως θεολογικός όρος εισάγει μια σχεσιακή διάσταση στις συνέπειες της σωτηρίας. [1]

Η υιοθεσία ως θεολογική έννοια είναι αποτελεί, δε, μια άλλη συνέπεια της «νόμιμης» δικαίωσης, παράλληλα με τη λύτρωση και τη συμφιλίωση . [2] Στην Παλαιά Διαθήκη ο όρος συναντάται προέρχεται στην ιστορία του Μεφιβοσθέ, ο οποίος παρόλο που δεν ήταν μέλος της οικογένειας του Δαβίδ έγινε κληρονόμος της Βασιλικής περιουσίας (Β' Σαμουήλ 9:7-13). [3] Η υιοθεσία είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της θεολογίας στον Καλβινισμό όπως καταδεικνύεται από το άρθρο 12 της Ομολογίας Πίστεως του Γουέστμινστερ : [4]

Όλοι όσοι δικαιώνονται, ο Θεός εγγυάται, μέσα και για τον Υιό Του, Τον Ιησού Χριστό, να τους κάνει κοινωνούς της χάρης της υιοθεσίας, με την οποία θα απολαμβάνουν τις ελευθερίες και τα προνόμια των τέκνων του Θεού.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Philip Ryken, Salvation BST (Leicester:IVP, 2001): 206.
  2. Ryken, Salvation, 207.
  3. Ryken, Salvation, 213-214
  4. 'The Westminster Confession of Faith' Center for Reformed Theology and Apologetics, http://www.reformed.org/documents/wcf_with_proofs/ Αρχειοθετήθηκε 2019-03-29 στο Wayback Machine. Retrieved 15 June 2009.