Τυπική ισοδυναμία
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Τυπική ή μορφολογική ισοδυναμία στην θεωρία της μετάφρασης είναι η μεταφραστική προσέγγιση που επιδιώκει να διατηρήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις γλωσσικές μορφές του πρωτοτύπου, ακόμη και εάν δεν αποτελούν τον πιο «φυσικό» τρόπο έκφρασης του αρχικού μηνύματος. Είναι, δηλαδή, κατά μία έννοια, λέξη-προς-λέξη μετάφραση.
Συχνά, η διατήρηση της αρχικής μορφολογίας του κειμένου κατά την μετάφραση αποτυγχάνει στο να μεταδώσει το αρχικό νόημα και μάλιστα αυτό συμβαίνει ερήμην του μεταφραστή. Μόνον μέσω δοκιμών κοινού είναι δυνατόν να διαπιστώσει ο μεταφραστής, εάν το αρχικό μήνυμα έχει παραμείνει.
Μολονότι οι τυπικά ισοδύναμες μεταφράσεις δεν είναι ευανάγνωστες και επιδεικνύουν αδυναμίες στην συνολική διατήρηση του αρχικού κειμένου και του αντίκτυπου που θα μπορούσε να έχει στους αναγνώστες, είναι εξαιρετικά υποβοηθητικές όταν σκοπός είναι η κατανόηση του πώς μεταδίδονταν οι έννοιες στο αρχικό κείμενο. Μπορούν να αναπαραστήσουν την γοητεία του πρωτοτύπου ως προς τους ιδιωματισμούς, τις ρητορικές μεθόδους (όπως τα ποιητικά παράλληλα στα αρχαία Εβραϊκά) καθώς και τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο ο κάθε συγγραφέας χρησιμοποιούσε λεξιλογικούς όρους.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά λείπουν από τις «ιδιωματικές» μεταφράσεις, διότι είναι κυρίως μορφολογικά. Οι ιδιωματικές μεταφράσεις είναι διατεθειμένες να θυσιάσουν την μορφολογία του κειμένου της γλώσσας-πηγή προκειμένου να μεγιστοποιήσουν την διατήρηση του αρχικού νοήματος και την κατανόησή του.
Οι πλέον τυπικά ισοδύναμες μεταφράσεις είναι οι διάστιχες ή διάγλωττες, στις οποίες κάτω από το κείμενο της γλώσσας-πηγή εμφανίζεται το «ισοδύναμό» του στην γλώσσα-στόχος. Τέτοιου είδους εκδόσεις απαντούν κυρίως στον χώρο της Βιβλικής έρευνας, όπως και οι λεγόμενες «κατά γράμμα» μεταφράσεις, οι οποίες χρησιμοποιούν την προσέγγιση της τυπικής ισοδυναμίας στην μεταφραστική διαδικασία τους. Στις μεταφράσεις αυτού του τύπου, ο μεταφραστής συνδέει κάθε Εβραϊκή, Ελληνική και Αραμαϊκή λέξη με έναν πεπερασμένο αριθμό ισοδυνάμων της. Ενώ υποχρεούται να συμπληρώνει την κάθε πρόταση με λέξεις για να γίνεται κατανοήτη στην γλώσσα-στόχος, αναπαράγει το κατά δύναμιν την σειρά των λέξεων και την γραμματική της γλώσσας-πηγή. Θεωρητικά, εάν ο μεταφραστής παραμείνει πλήρως πιστός σε αυτήν την προσέγγιση, ίσως παραγάγει ένα κείμενο το οποίο είναι πιο δυσνόητο από το αρχικό.
Για παράδειγμα, μία τυπικά ισοδύναμη μετάφραση του βιβλικού εδαφίου 1 Σαμουήλ 9:2 θα το απέδιδε: «Από τους ώμους του και πάνω, ο Σαούλ ήταν ψηλότερος από οποιονδήποτε άλλο στον λαό». Εάν αναγνωστεί προσεκτικά, το ελληνικό μετάφρασμα υπονοεί ότι ο λαιμός και το κεφάλι του Σαούλ ήταν παραμορφωμένα.