Το ανοίκειο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το ανοίκειο (Das Unheimliche) είναι τίτλος δοκιμίου του θεμελιωτή της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1919, ελάχιστα πριν από το γνωστότερο και εκτενέστερο σύγγραμμα του συγγραφέα Πέρα από την αρχή της ηδονής.

Το ανοίκειο ασχολείται, από τη σκοπιά της αισθητικής, με την πρόκληση του ανοίκειου (γερμ.: unheimlich) συναισθήματος στη λογοτεχνία, αλλά και στην πραγματική ζωή, με τον Φρόιντ να επιχειρεί να δώσει μία ψυχαναλυτική ερμηνεία στο φαινόμενο. Ο συγγραφέας ορίζει το ανοίκειο ως ταυτόχρονα αλλόκοτο, απόκοσμο, δυσοίωνο (με την έννοια του στοιχείου το οποίο προκαλεί την αίσθηση ότι επίκειται κάτι κακό), φρικτό και τρομακτικό.

Περιεχόμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μελέτη αρχίζει με μία γλωσσική ανάλυση της γερμανικής λέξης unheimlich, τονίζοντας ότι είναι μεν το αντίθετο του heimlich (οικείος, γνώριμος, φιλικός), αλλά και ότι η τελευταία λέξη έχει επιπροσθέτως την εναλλακτική σημασία του μύχιου, του μυστικού, του κρυμμένου. Το unheimlich αντιπαρατίθεται μεν με την πρώτη ερμηνεία του heimlich, με τη δεύτερη δε όχι μόνο δεν αντιτίθεται μα την ενισχύει κιόλας. Ο Φρόιντ παραθέτει αποσπάσματα χρήσης των δύο λέξεων από λεξικά, τονίζει ότι στις περισσότερες άλλες γλώσσες η λέξη δεν μπορεί να μεταφραστεί μονολεκτικά με πλήρη ακρίβεια, ενώ επισημαίνει και μία κρίσιμη λεξικογραφική επεξήγηση: unheimlich είναι εκείνο το οποίο έρχεται στην επιφάνεια, ενώ όφειλε να παραμείνει κρυφό.

Στη συνέχεια, ο συγγραφέας παραθέτει μία σύνοψη της προγενέστερης μελέτης επί του ανοίκειου συναισθήματος στη λογοτεχνία, από τον Ερνστ Γιεντς το 1906. Σύμφωνα με τον Γιεντς, αιτία πρόκλησης του ανοίκειου συναισθήματος είναι η αβεβαιότητα στο επίπεδο της λογικής, δίνοντας ως παράδειγμα το διήγημα του Ερνστ Χόφμαν Ο Κακός με την Άμμο (Der Sandmann), από τα Παραμύθια του Χόφμαν. Εκεί παρουσιάζεται μία αληθοφανής κούκλα ονόματι Ολυμπία την οποία ο πρωταγωνιστικός χαρακτήρας (και, μαζί του, ο αναγνώστης) αδυνατεί για κάποιο διάστημα να ξεχωρίσει από ζωντανή γυναίκα. Το τέχνασμα της λογικής αβεβαιότητας, ενορχηστρωμένο έτσι ώστε να παραμένει όχι στο επίκεντρο αλλά στην περιφέρεια της προσοχής του αναγνώστη, ώστε να μην εξαναγκαστεί ο τελευταίος να διερευνήσει το ζήτημα ενεργά και λογικά, είναι κατά τον Γιεντς η κύρια πηγή του ανοίκειου.

Ο Φρόιντ, αντιθέτως, υποστηρίζει ότι κύρια αιτία πρόκλησης ανοίκειου συναισθήματος στο εν λόγω διήγημα είναι ο Κακός με την Άμμο, ένας φανταστικός δαιμονικός χαρακτήρας τον οποίον ο πρωταγωνιστής είχε συσχετίσει όταν ήταν μικρός με τον θάνατο του πατέρα του. Ο Κακός με την Άμμο υποτίθεται πως πετά άμμο στα μάτια των παιδιών για να τα αποσπάσει από τις κόγχες τους και να τα κλέψει. Κατά τον συγγραφέα, η βασική πηγή του ανοίκειου στο έργο του Χόφμαν είναι η αιωρούμενη απειλή της κλοπής των ματιών, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο του άγχους ευνουχισμού που παρατηρείται στο οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Έτσι, ο Φρόιντ εισάγει μία ψυχαναλυτική ερμηνεία του ανοίκειου, κατά την οποία η υπόμνηση απωθημένων παιδικών φοβιών, όπως το άγχος ευνουχισμού, φέρνει στην επιφάνεια το εν λόγω συναίσθημα. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα του ψυχαναγκασμού επανάληψης ο οποίος κρύβεται στην πηγή του ανοίκειου, προκαλώντας το τελευταίο όταν το υποκείμενο βιώνει ακούσια επαναλήψεις του ίδιου πράγματος («αιώνια επιστροφή του ομοίου»).

Στη συνέχεια, ο Φρόιντ περιγράφει τη λογική σύγχυση μεταξύ ζώντων και άβιων πλασμάτων, την οποία ο Γιεντς είχε θεωρήσει κύρια αιτία του ανοίκειου, ως απλώς ένα εναλλακτικό παράδειγμα υπενθύμισης απωθημένων παιδικών ψυχικών διεργασιών. Με το ίδιο σκεπτικό, εισάγει στη συζήτηση και το μοτίβο του σωσία, όπως το είχε αναλύσει ο Όττο Ρανκ, ως επίσης ένα δείγμα παιδικής ψυχικής λειτουργίας και, επομένως, βασική τεχνική πρόκλησης ανοίκειου συναισθήματος λόγω του ψυχαναγκασμού επανάληψης. Κατά τον Ρανκ, ο σωσίας είναι ένας «φιλικός» μηχανισμός ψυχικής άμυνας απέναντι στην επαπειλούμενη φθορά του θανάτου κατά τα πρώτα στάδια ανάπτυξης του εγώ, ο οποίος σε μεταγενέστερα στάδια (στον ενήλικο ψυχικό βίο) αποκτά ένα τελείως διαφορετικό νόημα, καθώς προβάλλονται σ' αυτόν τα περιεχόμενα της νόησης που απορρίπτονται από τον μηχανισμό ψυχικής αυτολογοκρισίας του εγώ (π.χ., τα παραπροϊόντα της απώθησης στο ασυνείδητο). Έτσι, από θετικά φορτισμένο μοτίβο κατά την παιδική ηλικία, ο σωσίας μετατρέπεται σε ανοίκειο προάγγελο θανάτου. Τέλος, σαν ένα ακόμα παράδειγμα υπόμνησης παιδικών ψυχικών διεργασιών και, επομένως, πρόκλησης του ανοίκειου συναισθήματος, ο συγγραφέας παραθέτει περιπτώσεις ανάδειξης μιας υποτιθέμενης παντοδυναμίας της σκέψης σε σχέση με τον υλικό κόσμο, ένα μοτίβο το οποίο είναι ισχυρό κατά την παιδική ηλικία και ανιχνεύεται στη ρίζα τόσο της μαγείας όσο και του ανιμισμού.

Στο σημείο αυτό, ο Φρόιντ συσχετίζει τη γλωσσική με την ψυχολογική ερμηνεία του ανοίκειου, αποφαινόμενος ότι ο όρος αφορά ένα αγχογόνο στοιχείο του ψυχικού βίου το οποίο είχε παλαιότερα απωθηθεί στο ασυνείδητο και αποξενωθεί από το εγώ, αλλά τώρα επανέρχεται ακούσια στην επιφάνεια: δεν είναι ούτε οικείο μα ούτε και παντελώς ξένο, είναι ανοίκειο. Ο συγγραφέας προχωρά παραθέτοντας πρόσθετα παραδείγματα για να στηρίξει τη θέση του, τα περισσότερα από τα οποία τα ανάγει σε ήδη αναλυμμένα μοτίβα που προξενούν την αίσθηση του ανοίκειου, όπως η παντοδυναμία της σκέψης (π.χ., εκφραζόμενη μέσω μαγικών δυνάμεων, ή μέσω της κατάλυσης του ορίου μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, όταν κάτι θεωρούμενο μέχρι πρότινος ως φανταστικό παρουσιάζεται χωρίς επεξηγήσεις ως πραγματικό), η λογική σύγχυση μεταξύ ζώντων και άβιων πλασμάτων (π.χ., λόγω μίας επιληπτικής κρίσης) και το άγχος ευνουχισμού (π.χ., διά της περιγραφής αποκομμένων σωματικών μελών με αυτόνομη δραστηριότητα). Ακόμα, ο Φρόιντ παραθέτει δύο νέα στοιχεία τα οποία προκαλούν ανοίκειο συναίσθημα λόγω υπενθύμισης παιδικών ψυχικών διεργασιών: το μοτίβο της ταφής λόγω νεκροφάνειας, το οποίο κατά τον συγγραφέα παραπέμπει στη φαντασίωση της ενδομήτριας ζωής, και ό,τι σχετίζεται με τον θάνατο και την επάνοδο των νεκρών, δηλαδή ψυχικά στοιχεία τα οποία η ορθολογικότητα της ενήλικης ζωής έχει απωθήσει.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας διαχωρίζει τις περιστάσεις όπου προκαλείται το ανοίκειο συναίσθημα, τις οποίες έχει ήδη περιγράψει, σε δύο κατηγορίες: αυτές όπου το ανοίκειο πηγάζει από παλαιές, ανορθολογικές πεποιθήσεις τις οποίες το άτομο έχει υπερβεί αλλά φαίνεται να επιβεβαιώνονται τελικά από τα γεγονότα (π.χ., η παντοδυναμία της σκέψης ή η επάνοδος των νεκρών) και αυτές όπου το ανοίκειο πηγάζει από ερεθίσματα τα οποία ανακαλούν απωθημένα παιδικά συμπλέγματα (π.χ., το άγχος ευνουχισμού). Σύμφωνα με τον Φρόιντ, η πρώτη κατηγορία επιφέρει πράγματι ένα ανοίκειο συναίσθημα μόνο στην πραγματική ζωή, υπό την προϋπόθεση ότι το υποκείμενο διατηρεί κάποια αμφιβολία για τις ορθολογικές πεποιθήσεις του και επομένως αυτές είναι εύθραυστες, ή σε φανταστικές εξιστορήσεις όπου ο αφηγηματικός κόσμος φαίνεται να συμπίπτει με τον πραγματικό. Γι' αυτό τα παραμύθια, όπου ο κόσμος της αφήγησης διακρίνεται εξ αρχής από τον πραγματικό και το φανταστικό στοιχείο δηλώνει από την πρώτη στιγμή την παρουσία του, δεν επιφέρουν σχεδόν ποτέ την αίσθηση του ανοίκειου. Από την άλλη, οι πηγές του ανοίκειου του δεύτερου τύπου, τα ερεθίσματα τα οποία φέρνουν στην επιφάνεια απωθημένα παιδικά συμπλέγματα, έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν ανοίκεια συναισθήματα τόσο στη βιωμένη εκδοχή τους, στην πραγματική ζωή, όσο και μέσω μυθοπλαστικών αφηγήσεων.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το ανοίκειο, Σίγκμουντ Φρόιντ, εκδ. Πλέθρον, 2009