Σύλλογος των Ωραίων Τεχνών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Σύλλογος των Ωραίων Τεχνών είναι το πρώτο επαγγελματικό σωματείο των Ελλήνων εικαστικών καλλιτεχνών στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους. Ιδρύθηκε το 1882, είχε ωστόσο περιορισμένη διάρκεια βίου[1].

Ίδρυση και μέλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο «Σύλλογος των Ωραίων Τεχνών» ιδρύθηκε στις αρχές του 1882 από περίπου 40 ζωγράφους, γλύπτες, αρχιτέκτονες και φιλότεχνους, ανάμεσα στους οποίους οι Αριστείδης Οικονόμος, Δημήτριος Φιλιππότης, Νικόλαος Φαρμακίδης, Γεώργιος Βρούτος, Αλέξανδρος Καλούδης, Κοσμάς Απέργης, Ιωάννης Δούκας, Λάζαρος Φυτάλης, Σπυρίδων Χατζηγιαννόπουλος, Πολυχρόνης Λεμπέσης, Γεώργιος Μαργαρίτης, κ.ά. Συνιστούσε ουσιαστικά την πρώτη συστηματική προσπάθεια ενός μεγάλου αριθμού Ελλήνων καλλιτεχνών να οργανωθούν σ' ένα σωματείο και να διεκδικήσουν οι ίδιοι τα δικαιώματά τους, να προωθήσουν τα συμφέροντα και την επίλυση των προβλημάτων τους. Η ίδρυσή του πραγματοποιήθηκε σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία διάφορες επαγγελματικές τάξεις της Αθήνας οργανώνονται σε συλλόγους και σωματεία με συντεχνιακό χαρακτήρα[2].

Το προεδρείο που εκλέχθηκε αποτελούνταν από τους Αριστείδη Οικονόμου (πρόεδρος), Νικόλαο Φαρμακίδη (αντιπρόεδρος), Κοσμά Απέργη (γραμματέας) και Ιωάννη Δούκα (ταμίας), ενώ ισόβιος πρόεδρος, σύμφωνα με το καταστατικό, οριζόταν ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος ανέλαβε τη βασιλική προστασία του νεοσύστατου συλλόγου. Στη συνέχεια, επίτιμος πρόεδρος αναγορεύτηκε ο Κωνσταντίνος Φρεαρίτης και επίτιμα μέλη διακεκριμένοι Έλληνες καλλιτέχνες που ζούσαν στο εξωτερικό (Νικόλαος Γύζης, Κλεονίκη Γενναδίου) και προσωπικότητες όπως ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών Πέτρος Κυριακού, ο αρχιτέκτονας Θεόφιλος Χάνσεν και ο Άγγλος πολιτικός Γ. Γλάδστων. Ο αποκλεισμός, ωστόσο, από την ιδρυτική πράξη και τις αρχαιρεσίες εκλογής προεδρείου, καλλιτεχνών, κυρίως των καθηγητών του Καλλιτεχνικού Τμήματος του Πολυτεχνείου, οι οποίοι στη συνέχεια κλήθηκαν να συμμετάσχουν, προκάλεσε αντιδράσεις και υπονόμευσε το κύρος του Συλλόγου[3].

Οι στόχοι του Συλλόγου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο γλύπτης Κοσμάς Απέργης σε αγόρευσή του υπογράμμιζε τις προοπτικές του Συλλόγου: «Ο σκοπός... της ιδρύσεως του συλλόγου τούτου είνε η ανάπτυξις της καλλιτεχνίας, η δικαία των καλλιτεχνημάτων κρίσις και των καλλιτεχνών η αλληλοβοήθεια, ου μόνον προς ανάπτυξιν της ελληνικής ιδίως καλλιτεχνίας, αλλά και προς καθοδηγίαν και διαφώτισιν των εν Τουρκία και Αιγύπτω ελλήνων καλλιτεχνών... ο καλλιτεχνικός ημών ούτος σύλλογος, δύναται να κατασταθή του χρόνου προϊόντος το νομοθετικόν, ούτως ειπείν, σώμα της καλλιτεχνίας[4]».

Γεωργίου Βιτάλη, Ανδριάντας του Ουίλιαμ Γκλάστοουν, Προαύλιο Πανεπιστημίου Αθηνών

Πρωταρχικοί στόχοι του Συλλόγου ήταν η ανάληψη σημαντικών πρωτοβουλιών για την ενίσχυση των Ελλήνων καλλιτεχνών, αλλά και η φιλοδοξία να αναδειχθεί σε ρυθμιστικό παράγοντα των καλλιτεχνικών ζητημάτων και να γίνει το σημείο αναφοράς για την ελληνική τέχνη, να προβάλλει τον εθνικό ρόλο και προορισμό του στη διαφώτιση και την καθοδήγηση των Ελλήνων καλλιτεχνών που ζούσαν στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δίπλα στις διακηρύξεις του για την ανωτερότητα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, προσπάθησε να προωθήσει μια σειρά πρακτικών αιτημάτων-προτάσεων όπως η επαναφορά των μαθημάτων της καλλιγραφίας και της ιχνογραφίας στη δημόσια εκπαίδευση (που είχαν καταργηθεί το 1868) με σκοπό την επαγγελματική αποκατάσταση των καλλιτεχνών και την καλλιτεχνική εκπαίδευση των νέων ή ο διορισμός γλυπτών σε αρχαιολογικά μουσεία. Ο Σύλλογος επικεντρώθηκε, επίσης, στη σημασία και την αναγκαιότητα ύπαρξης καλλιτεχνικών διαγωνισμών, επιδιώκοντας την ευρεία καθιέρωσή τους και τη συμμετοχή των μελών του στις διοριζόμενες κριτικές επιτροπές και, ταυτόχρονα, απαιτώντας ίσες ευκαιρίες, διασφάλιση διάφανων διαδικασιών και αποτροπή φαινομένων αυθαιρεσίας και ευνοιοκρατίας.

Ο Σύλλογος ενδιαφέρθηκε για τη θεσμοθέτηση μιας ετήσιας έκθεσης στην Αθήνα, αντίστοιχη με το παρισινό Salon και τις εκθέσεις του Μονάχου, για να καλύψει ένα σημαντικό κενό στην προβολή και την ανάδειξη των καλλιτεχνών και την ενίσχυση της αγοράς έργων τέχνης. Η πρώτη έκθεση ορίσθηκε για τον Μάρτιο του 1883 και με ανακοίνωσή του ο Σύλλογος καλούσε να συμμετάσχουν όχι μόνο τα μέλη του αλλά όλους τους Έλληνες καλλιτέχνες που ζούσαν στην Αθήνα, την επαρχία, την Τουρκία, την Αίγυπτο και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η ανάγκη μιας όσο το δυνατόν καλύτερης οργάνωσης οδήγησε στην αναβολή της έκθεσης για τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, και τελικά στη ματαίωσή της εξαιτίας των εσωτερικών προβλημάτων που ανέκυψαν στον Σύλλογο[5].

Ο ανδριάντας του Γλάδστωνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι εκρηκτικές αντιπαραθέσεις που προκάλεσε ο διαγωνισμός για την ανέγερση του ανδριάντα του Γλάδστωνα που είχε προκηρύξει την ίδια περίοδο το Πανεπιστήμιο Αθηνών, και η άμεση εμπλοκή του Συλλόγου σ' αυτόν, στάθηκε η αφορμή για να ανέλθει στην επιφάνεια η υπολανθάνουσα ένταση, να κυριαρχήσουν μεταξύ των μελών του οι προσωπικές συγκρούσεις, αντιθέσεις και φιλοδοξίες. Το αποτέλεσμα ήταν η διάσπασή του σε δύο ομάδες με εκατέρωθεν  αποδοκιμασίες, κατηγορίες και καταγγελίες, βίαιες ενέργειες και εισαγγελικές παρεμβάσεις που οδήγησαν στην παρακμή και τη σιωπηρή διάλυσή του τα επόμενα χρόνια[6].

Ο «Σύλλογος των Ωραίων Τεχνών» αποτελεί την απαρχή μιας σειράς αντίστοιχων πρωτοβουλιών από την πλευρά των καλλιτεχνών τόσο τον 19ο αιώνα όσο και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, που θα κορυφωθούν με την ίδρυση του Επιμελητήριου Εικαστικών Τεχνών Ελλάδος (Ε.Ε.Τ.Ε.).

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κώστας Μπαρούτας, Η εικαστική ζωή και η αισθητική παιδεία στην Αθήνα του 19ου αιώνα, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1990, σ. 73-74
  • Ιωάννης Ν. Μπόλης, Οι καλλιτεχνικές εκθέσεις. Οι καλλιτέχνες και το κοινό τους στην Αθήνα του 19ου αιώνα, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2000, σ. 153-160
  • Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, «Από τον "Σύλλογο των Ωραίων Τεχνών" στους "Νέους Έλληνες Ρεαλιστές". Καλλιτεχνικές ομάδες και οργανώσεις στην Ελλάδα», στο Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα (επιμ.), Εθνική Πινακοθήκη 100 χρόνια, Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου, Αθήνα 2001, σ. 157
  • Ευθυμία Ε. Μαυρομιχάλη, "Οι καλλιτεχνικοί σύλλογοι και οι στόχοι τους", Μνήμων 23 (2001), σ. 231-233
  • Σπύρος Μοσχονάς, Καλλιτεχνικά σωματεία και ομάδες τέχνης στην Ελλάδα κατά το α' μισό του 20ού αιώνα: η σημασία και η προσφορά τους, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2010, σ. 52-55

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μπαρούτας 1990, σ. 73-74.
  2. Ματθιόπουλος 1999, σ. 157. Μαυρομιχάλη 2001, σ. 231.
  3. Μπόλης 2000, σ. 153-155.
  4. Εφ. Νέα Εφημερίς, 8 Νοεμβρίου 1882.
  5. Μπόλης 2000, σ. 158-159. Μοσχονάς 2010, σ. 53-55.
  6. Μπόλης 2000, σελ. 159. Μαυρομιχάλη 2001, σ. 232.