Συμφωνία της Τζέντα
Συμφωνία της Τζέντα | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Αριστοτέλης Ωνάσης και Βασιλιάς Σαούντ | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ημερομηνία | 23 Οκτωβρίου 1954 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τοποθεσία | Τζέντα, Σαουδική Αραβία | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τύπος | Ναυτιλιακή συμφωνία | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Θέμα | Μεταφορά αργού πετρελαίου | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Συμμετέχοντες | |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Έκβαση | Παραπομπή σε διεθνή διαιτησία Ακύρωση της συμφωνίας |
Η Συμφωνία της Τζέντα (αγγλικά: Jeddah Agreement), όπως έμεινε γνωστή στην ιστορία, ήταν μια επιχειρηματική συμφωνία του Έλληνα εφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση με τη Σαουδική Αραβία για τη μεταφορά αργού πετρελαίου το 1954.[1]
Η Αραβο–Αμερικανική Εταιρεία Πετρελαίου (Aramco) ανακάλυψε τα μεγαλύτερα πετρελαϊκά κοιτάσματα στον κόσμο τη δεκαετία του 1930, βάσει μιας συνολικής συμφωνίας παραχώρησης που καλύπτε το μεγαλύτερο μέρος της Σαουδικής Αραβίας.[2]
Το 1954, όμως το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας αμφισβήτησε το αποκλειστικό δικαίωμα της Aramco βάσει της εν λόγω σύμβασης παραχώρησης να εξάγει και να μεταφέρει την παραγωγή πετρελαίου της με την αναθέτοντας στον Αριστοτέλη Ωνάση το δικαίωμα προτεραιότητας για τη μεταφορά πετρελαίου με δεξαμενόπλοια για μια περίοδο 30 ετών.[3]
Συμφωνία Aramco–Σαουδικής Αραβίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1923, μια βρετανική εταιρεία υπεγράψε σύμβαση έρευνας πετρελαίου με την κυβέρνηση του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας, χωρίς όμως να βρεθεί κάτι. Το 1933, η Standard Oil Company της Καλιφόρνια (Socal) ανταποκρίθηκε θετικά σε πρόσκληση ενός απεσταλμένου της κυβέρνησης του Βασιλείου και έστειλε έναν εξειδικευμένο εκπρόσωπο, ο οποίος κατέληξε σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε "Συμφωνία Παραχώρησης της Aramco".[2]
Το άρθρο #1 της εν λόγω συμφωνίας προέβλεπε ότι:
«Η Κυβέρνηση χορηγεί στην Εταιρεία με τους όρους και τις προϋποθέσεις που αναφέρονται κατωτέρω, και όσον αφορά την περιοχή που ορίζεται κατωτέρω, το αποκλειστικό δικαίωμα, για περίοδο 60 ετών από την έναρξη ισχύος της παρούσας, να διερευνήσει, να προχωρήσει, να μεταχειριστεί, να παράγει, να μεταφέρει και να εξάγει πετρέλαιο, ωστόσο αυτό το δικαίωμα δεν περιλαμβάνει το αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης αργού ή εξευγενισμένου προϊόντος εντός της Σαουδικής Αραβίας».
Η συμφωνία περιελάμβανε και ρήτρα διαιτησίας για την επίλυση τυχόν διαφορών σε περίπτωση που προέκυπταν.
Η παραχώρηση καλύπτε μια τεράστια έκταση της ανατολικής γης της Σαουδικής Αραβίας και αργότερα τροποποιήθηκε για να συμπεριλάβει τα ανατολικά της νησιά και τα ύδατα του Αραβικού Κόλπου. Εκτός από αρκετές οάσεις, η περιοχή ήταν άγονη, έρημη και ζεστή. Η οικονομία της Σαουδικής Αραβίας στη δεκαετία του 1930 ήταν μεσαιωνική. Κάθε τμήμα εξοπλισμού που χρειάστηκε η Aramco για να διερευνήσει για πετρέλαιο και αργότερα για την παραγωγή, μεταφορά και εξαγωγή του, έπρεπε να εισαχθεί από την California Arabian Standard Oil Company (Casoc), θυγατρική της Socal που ιδρύθηκε για να διαχειριστεί τη σαουδαραβική παραχώρηση.
Χρειάστηκαν 5 χρόνια, μεγάλων και επικίνδυνων επενδύσεων, επιμονή και εφευρετικότητα σε δύσκολες συνθήκες, για την Casoc να βρει πετρέλαιο σε μεγάλες ποσότητες. Το 1938 τελικά ανακάλυψε και αποδείχθηκε εκ των υστέρων ότι ήταν τα μεγαλύτερα αποθέματα πετρελαίου στον κόσμο.[2] Η Socal, η Casoc και αργότερα η Aramco ήταν υποδειγματικοί επενδυτές και η κυβέρνηση του Βασιλείου ήταν υποστηρικτική. Οι εξαγωγές πετρελαίου ανέβηκαν σημαντικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η οικονομία της Σαουδικής Αραβίας αναπτύχθηκε σε εξαιρετική ευημερία.[4]Η κυριότητα της παραχώρησης πραγματοποιήθηκε με αρκετές αλλαγές. Το 1936, η Texas Company (Texaco) απέκτησε μετοχές της Casoc για να χρηματοδοτήσει την κατασκευή νέων εγκαταστάσεων. Το 1944, η Casoc έγινε εταιρεία με έδρα το Ντέλαγουερ, με την επωνυμία "Αραβική Αμερικανική Εταιρεία Πετρελαίου" (Aramco). Το 1948, οι Standard Oil Company of New Jersey και η Socony-Vacuum Oil Company (που αργότερα μετονομάστηκαν σε Exxon και Mobil αντίστοιχα) απέκτησαν μετοχές της Aramco, η οποία έπειτα συνήψε συμβάσεις εξαγοράς για την πώληση αργού και προϊόντων στις μητρικές της εταιρείες καθώς και σε άλλους αγοραστές από όλο τον κόσμο.
Συμφωνία Ωνάση–Σαουδικής Αραβίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προέλευση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η προέλευση της συμφωνίας για τη μεταφορά του πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας εντοπίζεται γενικά στον Σπύρο Καταπόδη, ενός Έλληνα εφοπλιστή που είχε έδρα τη νότια Γαλλία. Ο Καταπόδης είχε συστήσει τον Ωνάση στον Αμπντουλάχ Αλιρέζα, ο οποίος προώθησε το σχέδιο μέσω της κυβέρνησης της Σαουδικής Αραβίας. [3] Το ενδιαφέρον του Καταπόδη ξεκίνησε όταν έμαθε ότι η ιρακινή κυβέρνηση στις αρχές της δεκαετίας του 1950 σκέφτηκε να δημιουργήσει έναν στόλο δεξαμενόπλοιων υπό ιρακινή σημαία για τη μεταφορά Ιρακινού πετρελαίου. Ο Καταπόδης συζήτησε με τον Ωνάση για το ιρακινό σχέδιο, αλλά η ευκαιρία χάθηκε με το πραξικόπημα του Αυγούστου 1953 στο Ιράκ. Σύμφωνα με τον Καταπόδη, συνάντησε τον Ωνάση στις Κάννες λίγο μετά το πραξικόπημα και ο Ωνάσης πρότεινε στον Καταπόδη να επιδιώξει παρόμοια συμφωνία με τη κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας για τη μεταφορά περίπου το 10% πετρελαίου της ARAMCO.[3]
Κατά συνέπεια, ο Καταπόδης κανόνισε να συναντηθεί στις Κάννες με τον Μοχάμεντ Αλιρέζα, πρόεδρο του Εμπορικού Επιμελητηρίου της Σαουδικής Αραβίας και τον αδελφό του Αλί Αλιρέζα, Υπουργό Επικρατείας, επειδή η οικογένειά τους ήλεγχε το 90% των πλοίων της Σαουδικής Αραβίας. Συναντήθηκαν ξανά λίγες μέρες αργότερα στο Παρίσι όπου ο Μοχάμεντ Αλιρέζα ανέφερε ότι τον ενδιέφερε αρκετά η πρόταση και θα το συζητούσε με τον υπουργό Οικονομικών της Σαουδικής Αραβίας, Σεϊχη Αμπντουλάχ αλ-Σουλεϊμάν, ο οποίος βρισκόταν στη Γενεύη εκείνη την εποχή.[3]
Ο Μοχάμεντ Αλιρέζα ζήτησε αμοιβή 350.000 λιρών όταν θα υπογραφόταν η συμφωνία με επιπλέον 6 πένες ανά τόνο μεταφερόμενου πετρελαίου, αλλά εγγυημένο ελάχιστο ποσό 60.000 λιρών ετησίως. Ο Καταπόδης μετέφερε τους όρους στον Ωνάση, ο οποίος συμφώνησε. Έπειτα ο Καταπόδης πήγε στη Τζέντα στις 26 Δεκεμβρίου 1953 για να συντάξει την επίσημη συμφωνία με τον Μοχάμεντ Αλιρέζα. Ο τελευταίος είπε ότι ήθελε συμφωνία για την αμοιβή του και πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας θα επιβάλει φόρο εισοδήματος στα κέρδη της νέας εταιρείας.[3]
Η συφωνία του Ωνάση με τη Σαουδική Αραβία προέβλεπε μεταξύ άλλων:[3]
- Α) Την ίδρυση και διαχείριση από τον Ωνάση της Saudi Arabian Maritime Company (SATCO) στην Τζέντα.
- Β) Όλα τα δεξαμενόπλοια της Satco θα ήταν υπό τη σημαία της Σαουδικής Αραβίας.
- Γ) Τα δεξαμενόπλοια έπρεπε να έχουν ονόματα Σαουδαράβων.
- Δ) Στη Τζέντα να εγκατασταθεί ναυτική σχολή και οι απόφοιτοί της θα απασχολούνταν στα δεξαμενόπλοια της Satco.
- Ε) Η Satco επρόκειτο να καταβάλει στην κυβέρνηση ένα τέλος για κάθε τόνο πετρελαίου που θα μεταφέροταν στο εξωτερικό από τα δεξαμενόπλοια της Satco και να χορηγηθεί στη εταιρεία απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος.
- Ζ) Η Satco επρόκειτο να έχει δικαίωμα προτεραιότητας για τη μεταφορά πετρελαίου για μια περιόδο 30 ετών και η κυβέρνηση ανέλαβε την υποχρέωση να εξαναγκάσει την Aramco να εξάγει πετρέλαιο από τη Σαουδική Αραβία και από το τερματικό της αγωγό στη Σιδώνα του Λιβάνου (αναφερόμενος ως Transavian Pipeline), στα δεξαμενόπλοια της Satco 500.000 τόνους πετρελαίου, προσαυξημένους κατά 10% ετησίως.
Μέσα σε μια δεκαετία, η συμφωνία αυτή θα επέτρεπε στον Ωνάση να δημιουργήσει ένα στρατηγικό μονοπώλιο για τη μεταφορά του πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας, με τον ίδιο να καθορίζει τις τιμές ναυλώσης των δεξαμενόπλοιων. Αυτή η συμφωνία δημιουργήσε έντονες ανησυχίες στην κυβέρνηση των ΗΠΑ.
Αντιδράσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η SOCAL και οι άλλοι μέτοχοι της ARAMCO, θορυβημένοι για τις συνέπειες της συμφωνίας, πίεσαν την κυβέρνηση των ΗΠΑ να κάνει δηλώσεις. Η ARAMCO προέτρεψε την κυβέρνηση των ΗΠΑ να βοηθήσει να πείσει την κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας να ακυρώσει τη συμφωνία. [3]
Κατά συνέπεια, δόθηκε εντολή στον πρεσβευτή Έντουαρντ Γάντσγουορθ να θέσει το ζήτημα σε μια συνάντηση με τον βασιλιά Σαούντ τον Φεβρουάριο του 1954. Ο Γάντσγουορθ ανέφερε ότι η αμερικανική κυβέρνηση θεωρούσε ότι η συμφωνία δεν ήταν σύμφωνη με την παραχώρηση πετρελαίου και θα έβλαπτε τα αμυντικά συμφέροντα τόσο των ΗΠΑ όσο και της Σαουδικής Αραβίας. Από την πλευρά του, ο βασιλιάς Σαούντ, δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένος να υποστηρίξει τη συμφωνία με τον Ωνάση, πιστεύοντας ότι δεν υπήρχε παραβίαση της παραχώρησης και ότι ήταν προς όφελος του βασιλείου.[3]
Στην πραγματικότητα, εξέδωσε βασιλικό διάταγμα τον Απρίλιο με το οποίο επικύρωνε τη συμφωνία που είχε αναθέσει ο Σεΐχης Αμπντουλάχ στις 20 Ιανουαρίου. Η απάντηση της ARAMCO ήταν να απειλήσει ότι θα μείωνε την παραγωγή σε επίπεδο που θα μπορούσε να μεταφερθεί από τα δεξαμενόπλοια της ίδιας της εταιρείας. Η σφοδρή αντίδραση της ARAMCO στο διάταγμα ανάγκασε τον Αμερικανό πρεσβευτή Γάντσγουορθ, να ζητήσει εκ νέου ακρόαση με τον βασιλιά στις 30 Απριλίου 1954.[3] Ο βασιλιάς φαινόταν αμφίθυμος σχετικά με τη σύμβαση. Αν και δεν διέκοψε τη συζήτηση, θεώρησε ότι το θέμα είχε κλείσει. Παρόλα αυτά, δεν είχε ακόμη επικυρώσει τη συμφωνία, πιθανώς λόγω της έντονης αντίθεσης της ARAMCO.
Κατά τους μήνες από τον Μάιο έως τον Αύγουστο του 1954, άρχισαν διαμάχες γύρω από τη συμφωνία του Ωνάση. Τον Μάιο, ο αμερικανός βουλευτής Εμανουέλ Κέλλερ εξέδωσε μια δήλωση Τύπου που περιγράφει τη συμφωνία ως «ένα σοβαρό πλήγμα για την ελευθερία του διεθνούς εμπορίου». Επιπλέον, αγγλοαμερικανικές συζητήσεις σχετικά με τη συμφωνία γίνονταν στην Ουάσινγκτον. Οι Βρετανοί ισχυρίστηκαν ότι επρόκειτο για διάκριση, σε αντίθεση με την πρακτική της βιομηχανίας να επιτρέπει στην εταιρεία πετρελαίου που κατέχει το πετρέλαιο να το διαθέσει σύμφωνα με τα δικά της συμφέροντα. [3]
Εν τω μεταξύ, ο Ωνάσης προσπαθούσε επίσης να πείσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τα πλεονεκτήματα του σχεδίου του. Συναντήθηκε με κρατικούς αξιωματούχους τον Μάιο του 1954 και έδωσε την εκδοχή του για τα γεγονότα, ισχυριζόμενος ότι η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας ήταν αυτή που τον είχε προσεγγίσει πρώτα. Ισχυρίστηκε επίσης ότι είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τους Σαουδάραβες και, όταν αυτό απέτυχε, προσπάθησε να περιορίσει την ποσότητα πετρελαίου που έπρεπε να μεταφέρει η SATCO. Όταν οι κρατικοί αξιωματούχοι παρέμειναν αμετάπειστοι, ανακοίνωσε ότι ήταν «έτοιμος να επαναδιαπραγματευτεί τους όρους αυτής της συμφωνίας στο βαθμό που είναι απαραίτητο για να ικανοποιήσει το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες».[3]
Στο διαφαινόμενο αδιέξοδο των συνομιλίων μεταξύ Ωνάση-Aramco και κυβέρνησης, παρένεβη ο Σταύρος Νιάρχος, παντζανάκης και ανταγωνιστής του Ωνάση. Ο Νιάρχος είχε προτείνει μέσω του Αναπληρωτή Υφυπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Τζερνέγκαν, την κατάργηση της συμφωνίας του Ωνάση με τον ίδιο να είναι πρόθυμος να βάλει μερικά από τα δεξαμενόπλοια του κάτω από τη σαουδαραβική σημαία, δίνοντας στον βασιλιά ένα από τα πλεονεκτήματα που ήλπιζε να κερδίσει από τη συμφωνία του Ωνάση, δηλαδή την ύπαρξη μιας Σαουδαραβικής εμπορικής ναυτιλίας. Ο Νιάρχος θα ήταν επίσης πρόθυμος να αναλάβει την υποχρέωση να ιδρύσει ναυτική ακαδημία στη Σαουδική Αραβία.[5]
Στο Παρίσι ο Ωνάσης θα συναντηθεί με τον Σπύρο Σκούρα, λεγόντας του ότι ήταν πρόθυμος να καταλήξει σε συμφωνία με την Aramco. Συγκεκριμένα, είχε προσφερθεί να πουλήσει όλα τα δεξαμενόπλοια της Satco στην τιμή κόστους τους μείον την απόσβεση.[6] Στη συνέχεια, ο Ωνάσης είχε στείλει στον Σκούρα ένα τηλεγράφημα, ο οποίος το παρουσίασε στον Υφυπουργό Εξωτερικών Γουόλτερ Σμιθ και στον Τζον Τζερνέγκαν. Ο Ωνάσης δήλωνε ήταν πρόθυμος να διαπραγματευτεί αλλά θεώρησε ότι είχε πολύ ισχυρή νομική θέση και ότι η συμφωνία του δεν παραβίαζε ούτε την παραχώρηση της Aramco ούτε το Διεθνές δίκαιο και ότι αν παρέμεινε η Aramco αδιάλλακτη η διαιτησία υπό τους όρους της παραχώρησης θα ήταν αναπόφευκτη. Ο Ωνάσης ήταν σίγουρος ότι η διαιτησία θα ήταν αντίθετη με την Aramco, η οποία όχι μόνο θα είχε χάσει τον ρόλο της στη Σαουδική Αραβία αλλά θα είχε δημιουργήσει ένα προηγούμενο για παρόμοιες συμφωνίες ναυτιλίας σε άλλες πετρελαιοπαραγωγικές χώρες που ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε να αποφύγει.
Εμπλοκή της CIA
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (CIA) βοήθησε τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες να υπονομεύσουν τη συμφωνία του Αριστοτέλη Ωνάση. Γι' αυτό στρατολόγησε τον Ρόμπερτ Μέιχιου, πρώην βοηθό του εκατομμυριούχου Χάουαρντ Χιουζ. Μερικές από τις ενέργειες που έκανε ο Μέιχιου ήταν η τοποθέτηση ενός μυστικού μικροφώνου σε ένα δωμάτιο που κατείχε ο Ωνάσης, όπως και η δημοσίευση ειδησεογραφικών ειδήσεων που τον έβλαψαν σε μια εφημερίδα της Ρώμης που ανήκε κρυφά στην CIA.[7]
Διαιτησία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τελικά οι τρεις εμπλεκόμενες πλευρές (Ωνάσης, Aramco, κυβέρνηση Σαουδικής Αραβίας) κατέφυγαν στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ελβετίας, ως ουδέτερης χώρας στη διάμαχη.[8]
Κάθε πλευρά δημιούργησε ισχυρές νομικές ομάδες, με αυτό της κυβέρνησης, όπου ο Ωνάσης έπαιξε σημαντικό ρόλο. Οι διάδικοι δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στα ερωτήματα που έπρεπε να υποβληθούν στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, οπότε καθένας έθεσε τις δικές του ερωτήσεις. Τρεις γύροι εκτεταμένων γραπτών υπομνημάτων ανταλλάχθηκαν ταυτόχρονα. Οκτώ εβδομάδες προφορικής συζήτησης, στις 42 συνεδριάσεις, έλαβαν χώρα στη Γενεύη το καλοκαίρι του 1956.[9]
Η κυβέρνηση της Σαουδικής Αραβίας υποστήριξε ότι, με τους όρους της παραχώρησης, η Aramco δεν απέκτησε ρητά νόμιμα δικαιώματα, ακόμη και οποιοδήποτε αποκλειστικό δικαίωμα, στην εξωτερική μεταφορά πετρελαίου δια θαλάσσης. Η Παραχώρηση δεν απαλλάσσει την Εταιρεία από την τήρηση των νόμων και κανονισμών που θέσπισε η Κυβέρνηση για τη ρύθμιση του εμπορίου. Πράγματι, η Aramco δεν εξήγαγε το πετρέλαιο που παρήγαγε με δικά της δεξαμενόπλοια, αλλά το πωλούσε με τα δεξαμενόπλοια που παρείχαν οι άλλοι αγοραστές και οι μεταφορείς και αγοραστές δεν είχαν δικαιώματα βάσει της σύμβασης παραχώρησης.[8]
Η συμφωνία του Ωνάση δεν ερχόταν σε αντίθεση με τη σύμβαση παραχώρησης της Aramco, δεδομένου ότι η συμφωνία δεν περιελάμβανε τη χορήγηση αποκλειστικού δικαιώματος μεταφοράς πετρελαίου σε ξένους προορισμούς και, ακόμη και αν το έπραττε, η Aramco δεν είχε ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα. Επιπλέον, η κυβέρνηση θα μπορούσε εν πάσει περιπτώσει να ρυθμίσει την πώληση πετρελαίου της Aramco.
Η Aramco από την πλευρά της υποστήριξε ότι είχε, δυνάμει της Σύμβασης Παραχώρησης, το αποκλειστικό δικαίωμα μεταφοράς πετρελαίου που εξήγαγε από αυτήν σε οποιουσδήποτε μέρος στο εξωτερικό και υπό τους όρους που επέλεξε. Δεν είχε μεταβιβάσει ούτε είχε εκχωρήσει τα δικαιώματα μεταφοράς της και ούτε η Aramco ούτε οι αγοραστές της θα μπορούσαν να υποχρεωθούν από τη Σαουδική Αραβία να προτιμήσουν τα πετρελαιοφόρα της Satco. Η συμφωνία του Ωνάση ερχόταν σε αντίθεση με τη Σύμβαση Παραχώρησης της Aramco και ως εκ τούτου δεν είχε αποτέλεσμα για την Aramco να την εφαρμόσει.[8]
Απόφαση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης συνόψισε την απόφαση του υποστηρίζοντας ότι η χορήγηση δικαιώματος προτεραιότητας στη Satco ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του Ωνάση παραβίαζε τα αποκλειστικά δικαιώματα που χορηγήθηκαν στην Aramco και ότι η Aramco δεν ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει τη "συμφωνία" του Ωνάση.[8] Επιπλέον, έκρινε ότι η Aramco δεν είχε εκχωρήσει τα δικαιώματά της στους μεταφορείς και στους αγοραστές. Η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να υποχρεώσει νόμιμα την Aramco να χρησιμοποιήσει τις λιμενικές εγκαταστάσεις της για να αντλήσει πετρέλαιο στα δεξαμενόπλοια της Satco. Η συμφωνία του Ωνάση δεν ήταν αποτελεσματική έναντι της Aramco ή των αντιπροσώπων και των αγοραστών της, επειδή, κατά την άσκηση των δικαιωμάτων της ως παραχωρησιούχου, η Εταιρεία είχε συνάψει με αυτούς συμβόλαια τα οποία θα μπορούσε να ζητήσει από την κυβέρνηση να τα σεβαστεί. Όταν η κυβέρνηση έδωσε στην Aramco το αποκλειστικό δικαίωμα εξαγωγής, ανέλαβε την υποχρέωση να αναγνωρίσει όλες τις ρυθμίσεις που έλαβε η Aramco για την εξαγωγή του πετρελαίου και των προϊόντων της.[8]
Με την απόφαση αυτή του Δικαστηρίου Διαιτησίας η συμφωνία του Ωνάση καταργήθηκε το 1956, ζημιωνόντας τον με δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, εξαιτίας των επενδύσεων που είχε πραγματοποιήσει για την αγορά δεξαμενόπλοιων στη Satco.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Τόμας Λίπμαν. Crude oli, Crude money:Onassis, Saudi Arabia and the Cia, σ. 202, στα Google Books
- ↑ 2,0 2,1 2,2 «Η ιστορία του σαουδαραβικού πετρελαίου» (στα Αγγλικά). saudiaramco.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Αυγούστου 2019. Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2021.
- ↑ 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 Peterson, J.E. (Νοέμβριος 2012). «Onassis and the SATCO Affair of 1954» (PDF). Arabian Peninsula Background Notes (στα Αγγλικά). www.jepeterson.net. σελ. 13. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (pdf) στις 25 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2022.
- ↑ Τζέι Πίτερσον. Saudi Arabia Under Ibn Saud: Economic and Financial Foundations of the State (Library of Middle East History), σ. 143, στα Google Books
- ↑ σελ. 367
- ↑ σελ. 368
- ↑ Ο ρόλος του Ρόμπερτ Μέιχιου και η CIA στην εφημερίδα New York Times (Αγγλικά) «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Οκτωβρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 12 Αυγούστου 2019.
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 Schwebel, Stephen M. (Νοέμβριος 2010). «The kingdom of Saudi Arabia and Aramco arbitrate the Onassis agreement». The Journal of World Energy Law & Business (στα Αγγλικά). σελίδες 245–256. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Απριλίου 2022. Ανακτήθηκε στις 25 Απριλίου 2022.
- ↑ Μάξι Σέρερ. International Arbitration in the Energy Sector, σ. 332, στα Google Books