Συζήτηση:Μπρούντζος

Τα περιεχόμενα της σελίδας δεν υποστηρίζονται σε άλλες γλώσσες.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βικιπαίδεια:Επιχείρηση Φυσικές Επιστήμες Αυτό το λήμμα είναι στο πλαίσιο ενδιαφέροντος της «Βικιεπιχείρησης Φυσικές Επιστήμες», μια προσπάθεια για την βελτίωση και εμπλουτισμό της Βικιπαίδειας με λήμματα που αφορούν αυτό τον τομέα.
Για να συμμετάσχετε και εσείς στη Βικιεπιχείρηση, επισκεφτείτε τη σχετική σελίδα όπου μπορείτε να συμμετάσχετε στη συζήτηση και να δείτε ανοιχτά ζητήματα για εργασία.
Β Αυτό το λήμμα αποτιμήθηκε ως τάξης Β κατά την κλίμακα ποιότητας.
Ύψιστης Αυτό το λήμμα έχει αποτιμηθεί ως λήμμα με Ύψιστη σπουδαιότητα κατά την κλίμακα σπουδαιότητας.

--Gregkap (συζήτηση) 19:02, 28 Απριλίου 2014 (UTC)Για τη διόρθωση από "εφευρέθηκε" σε "ανακαλύφθηκε" έλαβα υπ' όψη μου και αναφορές της wikipedia (en, el) σε ανάλογα υλικά (μέταλλα, άλλα στοιχεία, ενώσεις, κλπ): Τα χημικά στοιχεία, ή άλλες σύνθετες ενώσεις που υπάρχουν στη φύση, "ανακαλύπτονται" ή "απομονώνονται" χημικά. Όταν για την ύπαρξη κάποιου υλικού, πράγματος, συσκευής ή διαδικασίας απαιτείται η παρεμβολή της ανθρώπινης διάνοιας, τότε υπάρχει "εφεύρεση". Ο άνθρωπος που βρήκε τη μέθοδο να βγάζει από το σιδηρομετάλλευμα σίδηρο, "εφηύρε" την μέθοδο εξαγωγής σιδήρου, αλλά ο ίδιος ο σίδηρος "ανακαλύφθηκε", όπως άλλωστε και το "ράδιο" (από τους Κιουρί), τα διαμάντια, τα είδη των ζώων κλπ. (δες και τα σχετικά λήμματα).[απάντηση]

Πλέον, αναφορές των δύο λημμάτων στα Λεξικά της Ελληνικής Γλώσσας:

εφευρίσκω [efevrísko] -ομαι Ρ αόρ. εφεύρα, απαρέμφ. εφεύρει, παθ. αόρ. εφευρέθηκα, απαρέμφ. εφευρεθεί : 1.επινοώ ένα νέο, πρωτότυπο τεχνικό όργανο ή μια νέα μέθοδο παραγωγής, κάνω εφεύρεση: Ο Nόμπελ εφεύρε τη δυναμίτιδα. Ο τροχός εφευρέθηκε από τον προϊστορικό άνθρωπο. Ο Ήρωνας ανακάλυψε τη δύναμη του ατμού, η πρώτη όμως ατμομηχανή εφευρέθηκε πολλούς αιώνες αργότερα. 2α. έχω πρωτότυπες πρακτικές ιδέες για την αντιμετώπιση καθημερινών προβλημάτων: H μητέρα εφευρίσκει πάντα τρόπους για να ευχαριστήσει τα παιδιά της. β. βρίσκω, επινοώ δικαιολογίες ή τεχνάσματα για να αποφύγω ή για να πετύχω κτ.: Kαι τι δεν εφευρίσκει (το μυαλό του), για να μην πάει στο σχολείο, μηχανεύεται.

ανακαλύπτω [anakalípto] -ομαι Ρ4 : 1α.βρίσκω κτ. που υπήρχε, ήταν όμως άγνωστο, κάνω μια ανακάλυψη: Ο Kολόμβος ανακάλυψε την Aμερική. Ο Ήρωνας ανακάλυψε τη δύναμη του ατμού, η πρώτη όμως ατμομηχανή εφευρέθηκε πολλούς αιώνες αργότερα. Ο Kοχ ανακάλυψε το μικρόβιο της φυματίωσης. Οι αστρονόμοι ανακαλύπτουν συνεχώς καινούρια αστέρια. ΦΡ ~ την πυρίτιδα* / την Aμερική*. β. βρίσκω τυχαία ή ύστερα από έρευνες κπ. ή κτ. που ήταν κρυμμένο(ς) ή που το(ν) είχα χάσει:

Μορφοποίηση της λέξης «μπρούντζος»[επεξεργασία κώδικα]

Ο σύνδεσμος μπρούντζος ανακατευθύνει σε αυτό το λήμμα. Με αυτό το σκεπτικό δεν θα έπρεπε να μορφοποιήσουμε τη λέξη αυτή με έντονα γράμματα/bold; --Kupirijo (συζήτηση) 11:31, 7 Ιουνίου 2020 (UTC)[απάντηση]

Αδυναμία μετακίνησης του λήμματος[επεξεργασία κώδικα]

Δεν μπορώ να το μετακινήσω στον τίτλο "Μπρούντζος" με ελληνικό Μ, γιατί βγάζει ότι υπάρχει ήδη σελίδα με αυτό το όνομα ή το όνομα που επέλεξα δεν είναι αποδεκτό. Χιονάκι (συζήτηση) 15:16, 5 Νοεμβρίου 2023 (UTC)[απάντηση]

@Χιονάκι [1]. ǁǁ ǁ Chalk19 (συζήτηση) 15:48, 5 Νοεμβρίου 2023 (UTC)[απάντηση]