Σιρβανσάχ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο θυρεός των Σιρβανσάχ[1]

Οι Σιρβανσάχ (περσικά: شروانشاه‎‎, αζερικά: Şirvanşah), γνωστοί και ως Σάχηδες του Σιρβάν ή του Σαρβάν, ήταν ο τίτλος των ηγετών του Σιρβάν, στο σύγχρονο Αζερμπαϊτζάν, από τα μέσα του 9ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 16ου. Ο τίτλος παρέμεινε σε μια οικογένεια, τους Γιαζιδίδες, μια αρχικά αραβική δυναστεία η οποία σταδιακά περσικοποιήθηκε, αν και οι τελευταίοι Σιρβανσάχ ήταν γνωστοί ως Κασρανίδες ή Κακανίδες.[2][3] Οι Σιρβανσάχ δημιούργησαν το κράτος του Σιρβάν.[4]

Προέλευση και ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τίτλος των Σιρβανσάχ χρονολογείται από τους προϊσλαμικούς χρόνους. Ο Ίμπν Χορνταντμπέχ αναφέρει ότι ο Σάχης του Σιρβάν ήταν ένας από τους τοπικούς ηγέτες οι οποίοι έλαβαν τους τίτλους από τον Σασσανίδη αυτοκράτορα Αρδασίρ Α΄.[2][3] Ο Αλ-Μπαλαντούρι επίσης αναφέρει ότι ένας Σάχης του Σιρβάν, μαζί με τον γειτονικό Σάχη του Λαϊζάν, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Άραβες κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της Περσίας, και δήλωσαν υποταγή στον Άραβα διοικητή Σαλμάν ιμπν Ραμπ'ία αλ-Μπαχίλι.[2][3]

Από τα τέλη του 8ου αιώνα, το Σιρβάν ήταν υπό την ηγεσία των μελών της αραβικής οικογένειας του Γιαζίντ ιμπν Μαζιάντ αλ-Σαϊμπάνι (π. 801), ο οποίος ονομάστηκε κυβερνήτης της περιοχής από τον Αββασίδη χαλίφη Χαρούν αλ-Ρασίντ.[3][5] Οι απόγονοί του, οι Γιαζιντίδες, οι οποίοι διοικούσαν το Σιρβάν ως ανεξάρτητοι πρίγκιπες μέχρι τον 14ο αιώνα.[3] Όσον αφορά την προέλευσή του, οι Γιαζιντίδες ήταν Άραβες της φυλής Σαϊμπάν και ανήκαν σε υψηλόβαθμους στρατηγούς και κυβερνήτες του στρατού των Αββασιδών.[5] Στο χάος το οποίο περιήλθε το χαλιφάτο των Αββασιδών μετά τον θάνατο του χαλίφη Αλ-Μουταβάκιλ το 861, ο δισέγγονος του Γιαζίντ, ο Χαϊτάμ ιμν Χαλίντ, αυτοανακηρύχθηκε ανεξάρτητος και υιοθέτησε τον αρχαίο τίτλο του Σιρβανσάχ. Η δυναστεία διοικούσε συνεχώς την περιοχή του Σιρβάν είτε ως ανεξάρτητο είτε ως υποτελές κράτος μέχρι την περίοδο των Σαφαβίδων.[2]

Ένα από τα σημαντικότερα βιβλία στα πρώτα χρόνια της δυναστείας είναι το ανώνυμο Taʾrikh Bab al-Abwab (Ιστορία του Νταρμπάντ), το οποίο διατηρήθηκε από τον Οθωμανό ιστορικό Μιουνεζίμ Μπασίμ, του οποίου η τελευταία ημερομηνία σχετικά με τη δυναστεία είναι 468/1075. Η μετάφραση αυτού του σημαντικού έργου στα αγγλικά δημοσιεύθηκε από τον ανατολικολόγο Βλαντίμιρ Μινόρσκι το 1958.[5][6] Από το βιβλίο καθίσταται γνωστό ότι η ιστορία των Σάχηδων του Σιρβάν ήταν στενά συνδεδεμένη με την Αραβική οικογένεια των Χασιμίδων στο Νταρμπάντ και οι γάμοι ανάμεσα στις δύο αραβικές οικογένειες ήταν κοινοί, με τους Γιαζιντίδες να διοικούν ανά περιόδους την πόλη του Νταρμπάντ.[2]

Μέχρι την εποχή του ανώνυμου έργου Ḥudūd al-ʿĀlam (όρια του κόσμου, π. 982 μ.Χ.), οι Σάχηδες του Σιρβάν, από την πρωτεύουσά τους Γιαζιντίγια (σημερινή Σαμαχί), είχαν απορροφήσει γειτονικά βασίλεια βόρεια του ποταμού Κύρου και έτσι απέκτησαν επίσης του τίτλους του σάχη του Λαϊζάν και του Κουρσάν. Σταδιακά επίσης, τα ονόματα της οικογένειας γίνονται περσικά.[2] Σύμφωνα με την εγκυκλοπαίδεια του Ιράν, μετά τον Σάχη Γιαζίντ Αχμάντ (381-418/991-1028), τα αραβικά ονόματα αντικαταστάθηκαν με περσικά, όπως Μανούτσιχρ, Κουμπάντζ, Φαριντούν κτλ, πιθανότατα αντικατοπτρίζοντας γάμους με τοπικές οικογένειες και πιθανότατα με αυτή των αρχαίων ηγετών του Σαμπαράν, της πρώην πρωτεύουσας, και οι Γιαζιντίδες άρχισαν να διεκδικούν γενεαλογική σύνδεση με τους Σασσανίδες βασιλείς Μπαχράμ Γκουρ ή Χουσράβ Ανουσιρβάν.[2] Σύμφωνα με τον Βλαντίμιρ Μινόρσκι, η πιθανότερη αιτιολογία για την ιρανοποίηση της αραβικής οικογένειας μπορεί να ήταν ο γάμος με την οικογένεια των ηγετών του Σαμπαράν και αναφέρει επίσης ότι η έλξη προς την καταγωγή από τους Σασσανίδες αποδείχθηκε ισχυρότερη από αυτή από τους Σαϊμπάνι.[5] Το οικόσημο με τα δύο λιοντάρια μπορεί να αποτελεί ανάμνηση της ιστορία του Μπαχράμ Γκουρ στο Σαχνάμα, όπου ο Μπαχράμ έπρεπε να διεκδικήσει το στέμμα από δύο λιοντάρια για να αναγνωριστεί ως βασιλιάς.

Το 1120, ο βασιλιάς Δαβίδ Δ΄ της Γεωργίας, εισέβαλε στο γειτονικό Σιρβάν και κατέλαβε την Γκαμπάλα και το 1124 κατέκτησε το Σιρβάν. Το 1167, ο Γεώργιος Γ΄ της Γεωργίας εκστράτεψε για να υπερασπιστεί τον υποτελή του Σάχη Ακχσιτάν του Σιρβάν εναντίων των επιθέσεων των Χαζάρων και Κιπτσάκ και ενίσχυσε την γεωργιανή κυριαρχία στην περιοχή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1190, η γεωργιανή κυβέρνηση άρχισε να παρεμβαίνει στις υποθέσεις των Ιλντενιζίδων και των Σιρβανσάχ, ενισχύοντας τις αντιπαλότητες τοπικών πριγκίπων και μειώνοντας ακόμη περισσότερο την αυτοδυναμία των Σιρβανσάχ. Ο Ιλντενιζίδης Αμπού Μπακρ προσπάθησε να αναχαιτίσει την προέλαση των Γεωργιανών, αλλά έχασε από τον Δαβίδ Σοσλάν από τη μάχη του Σαμκόρ[7] και έχασε την πρωτεύουσά του από ένα Γεωργιανό προστατευόμενο το 1195. Αν και ο Αμπου Μπακρ συνέχισε να βασιλεύει για ένα χρόνο ακόμη, οι Ιλντενιζίδες μετά βίας κατάφερε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των Γεωργιανών.[8][9]

Οι Σιρβανσάχ κατασκεύασαν αμυντικά κάστρα σε όλο το Σιρβάν για να αντιμετωπίσουν τις εισβολές. Από την οχυρωμένη πόλη του Μπακού με τον Παρθένο Πύργο και πολλά μεσαιωνικά κάστρα στο Αμπσερόν για να ενισχύσουν τις οχυρώσεις στις ορεινές περιοχές του Σιρβάν και του Σακί. Όμως, το Σιρβάν καταστράφηκε από την εισβολή Μογγόλων το 1235, από την οποία δεν κατάφερε να ανακάμψει πλήρως για ένα αιώνα.

Η δυναστεία των Σιρβανσάχ, υπήρχε ως ανεξάρτητο ή υποτελές κράτος, από το 861 μέχρι το 1538, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη δυναστεία του ισλαμικού κόσμου. Η δυναστεία ήταν γνωστή για την υποστήριξη που παρείχε τον πολιτισμό. Υπήρχαν δύο περίοδοι ανεξάρτητου και ισχυρού Σιρβάν, η πρώτη τον 12ο αιώνα και υπό των βασιλέων Μανουχέρ και του γιου του Αχσιτάν Α΄, οι οποίοι έχτισαν το οχυρό του Μπακού, και η δεύτερη τον 15ο αιώνα, υπό την δυναστεία των Δερβενδίδων. Τον 13ο και 14ο αιώνα, το Σιρβάν ήταν υποτελές στις αυτοκρατόριες των Μογγόλων και του Ταμερλάνου.

Οι Σάχηδες του Σιρβάν Χαλιλουλά Α΄ και Φαρούχ Γιασάρ διοικούσαν στην πιο επιτυχημένη περίοδο στην ιστορία του Σιρβάν. Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα του ανακτόρου των Σιρβανσάχ στο Μπακού καθώς και ο τόπος ταφής της δυναστείας και το Halwatiyya Sufi khaneqa, κατασκευάστηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας αυτών των δύο ηγεμόνων τον 15ο αιώνα. Οι Σιρβανσάχ ήταν σε γενικές γραμμές Σουνίτες. Το 1462, ο Σεήχης Τζουναΐντ, ηγέτης των Σαφαβίδων, σκοτώθηκε σε μάχη ενάντια στους Σιρβανσάχ κοντά στην πόλη Χατσμάζ, ένα γεγονός το οποίο οι Σαφαβίδες δεν ξέχασαν. Το 1500-01, με την πρόθεση να εκδικηθεί τον θάνατο του προγόνου, ο πρώτος Σαφαβίδης βασιλιάς Ισμαήλ Α΄ εισέβαλε στο Σιρβάν, και, παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ λιγότεροι αριθμητικά, νίκησαν τον Σιρβανσάχ Φαρούχ Γιασάρ σε μάχη, στην οποία ο δεύτερος και ο στρατός του σκοτώθηκαν. Στη συνέχεια προήλασε προς το Μπακού το οποίο άλωσε και έκαψε το μαυσωλείο των Σιρβανσάχ. Ο πληθυσμός του Μπακού τότε αναγκάστηκε να γίνουν Σιίτες.

Το υποτελές κράτος του Σιρβάν συνέχισε να υπάρχει για μερικά ακόμη χρόνια, μέχρι το 1538, όταν ο γιος του Ισμαήλ και διάδοχος Ταζμάσπ Α΄ (β. 1524-1576) διόρισε τον πρώτο Σαφαβίδη ηγέτη, και έγινε περσική επαρχία.[10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. State historical architecture museum "The Shirvanshahs’ Palace" Αρχειοθετήθηκε 2015-04-04 στο Wayback Machine. – "Δύο λιοντάρια με το κεφάλι ταύρου ανάμεσά τους ήταν το σύμβολο των Σιρβανσάχ. Τα λιοντάρια συμβολίζουν τη δύναμη των Σιρβανσάχ και το κεφάλι του ταύρου την αφθονία."
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Barthold, W., C.E. Bosworth "Shirwan Shah, Sharwan Shah. "Encyclopaedia of Islam. Edited by: P. Bearman, Th. Bianquis, C.E. Bosworth, E. van Donzel and W.P. Heinrichs. Brill, 2nd edition
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 Bosworth, C.E. (11 February 2011). «ŠERVĀNŠAHS». Encyclopaedia Iranica, Online Edition. http://www.iranicaonline.org/articles/servansahs. Ανακτήθηκε στις 21 March 2013. 
  4. Tadeusz Swietochowski. Russia and Azerbaijan: A Borderland in Transition, Columbia University, 1995, p. 2, ISBN 0231070683: "In the fifteenth century a native Azeri state of Shirvanshahs flourished north of the Araxes."
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 V. Minorsky, A History of Sharvan and Darband in the 10th–11th Centuries, Cambridge, 1958.
  6. «Encyclopedia Iranica, "Minorsky, Vladimir Fedorovich", C. E. BOSWORTH». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Νοεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 4 Απριλίου 2017. 
  7. Suny 1994, σελ. 39.
  8. Luther, Kenneth Allin. "Atābākan-e Adārbāyĵān", in: Encyclopædia Iranica (Online edition). Retrieved on 2006-06-26.
  9. Lordkipanidze & Hewitt 1987, σελ. 148.
  10. Fisher και άλλοι 1986, σελίδες 212, 245.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]