Σεισμοτεκτονική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η σεισμοτεκτονική είναι ιδιαίτερος κλάδος της σεισμολογίας, αλλά και τομέας της τεκτονικής με αντικείμενο έρευνας και μελέτης τη σχέση ενός σεισμού (αιτιών και δυνάμεων που τον προκάλεσαν) με την τεκτονική κατάσταση της περιοχής, αλλά και με τις τεκτονικές παραμορφώσεις που προκλήθηκαν από την σεισμική δράση στην ίδια περιοχή. Ουσιαστικά από τη μελέτη της σχέσης αυτής προσδιορίζεται η σεισμικότητα μιας περιοχής και κατ΄ επέκταση ο βαθμός της σεισμικής επικινδυνότητάς της. Από τα παραπάνω καθίσταται εμφανής και η σπουδαιότητα του κλάδου αυτού.

Βασικά εργαλεία της σεισμοτεκτονικής αποτελούν τα σεισμογραφικά στοιχεία που παρέχουν οι σεισμογράφοι, ως προς το είδος του σεισμού, οι σεισμικές καταγραφές, οι γεωλογικοί και ειδικότερα οι τεκτονικοί χάρτες, όπου μπορούν να προσδιοριστούν ενεργά ρήγματα, ή άλλες τεκτονικές διεργασίες, σε συνδυασμό με επιτόπιες έρευνες και μετρήσεις, καθώς και η μελέτη σχετικών ιστορικών αρχείων γεωμορφολογίας του τόπου.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica, τ. 53ος, σ. 285