Σαμσί Αντάντ Α΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σαμσί-Αντάντ Α΄
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1860 π.Χ. (περίπου)
Θάνατος1776 π.Χ. (περίπου)
Tell Leilan
Χώρα πολιτογράφησηςΑσσυρία
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
Οικογένεια
ΤέκναΓιασμάχ-Αντάντ
Ισμέ-Νταγκάν Α΄
ΓονείςIla-kabkabu
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΒασιλιάς της Ασσυρίας (Δεκαετία του 1810 π.Χ. – Δεκαετία του 1770 π.Χ.)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Σαμσί-Αντάντ Α΄, βασιλιάς της Ασσυρίας (1808 π.Χ. - 1776 π.Χ.) ήταν Αμορίτης Πολέμαρχος που κατέκτησε πολλά εδάφη στη Συρία, τη Μέση Ανατολή και την Άνω Μεσοποταμία.[1] Στον "Κατάλογο των Ασσυρίων βασιλέων" φαίνεται ότι κληρονόμησε τον θρόνο του Εκαλατούμ από τον πατέρα του Ιλα Καμπκαμπού (1836 π.Χ. - 1833 π.Χ.), καταγράφεται ωστόσο στους "βασιλείς με άγνωστο πατέρα", γι΄αυτό εμφανίζεται ως κατακτητής.[2] Ο Ιλα Καμπκαμπού δεν καταγράφεται σαν βασιλιάς της Ασσυρίας αλλά του Εκαλατούμ στο οποίο τον διαδέχθηκε ο γιος του Σαμσί-Αντάντ Α΄. Ο Ναράμ-Σιν της Εσνούννα (1850 π.Χ. - 1816 π.Χ.) επιτέθηκε στο Εκαλατούμ και ο Σαμσί-Αντάντ δραπέτευσε στη Βαβυλώνα (1823 π.Χ.), παρέμεινε εκεί εξόριστος μέχρι τον θάνατο του Ναράμ-Σιν της Εσνούννα (1816 π.Χ.). Μετά την επιστροφή του στο Εκαλατούμ οργάνωσε επίθεση, ανέτρεψε τον βασιλιά Ερισούμ Β΄ της Ασσυρίας (1818 π.Χ. - 1809 π.Χ.) και τον διαδέχθηκε στον θρόνο (1808 π.Χ.), έγινε ο πρώτος Αμορίτης βασιλιάς της Ασσυρίας.[3] Μετά την άνοδο του στον θρόνο ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ προσπάθησε να νομιμοποιήσει τη διαδοχή στον Ασσυριακό θρόνο με τον ισχυρισμό ότι ήταν απόγονος του αρχαιότερου βασιλιά Ουσπία (2050 π.Χ.).

Παρά το γεγονός ότι οι μετέπειτα Ασσυριακές παραδόσεις τον αναφέρουν σαν Αμορίτη οι αρχαιότερες πηγές τον καταγράφουν σαν γηγενή Ασσύριο. Ο Ουσπία ήταν ο τελευταίος Ασσύριος από τους "βασιλείς που ζούσαν σε σκηνές" αλλά η ύπαρξη του δεν έχει επιβεβαιωθεί από τα αρχαιολοφικά ευρήματα, τον διαδέχθηκε ο γιος του Απιασάλ.[4] Ο Απιασάλ ήταν ένας από τους αρχαιότερους της Ασσυρίας "ο τελευταίος βασιλιάς που ζούσε σε σκηνή" αλλά ταυτόχρονα "ο πρώτος βασιλιάς με γνωστό πατέρα".[5][6] Το ίδιο γενεαλογικό δέντρο έχει καταγραφεί σε αντίθετη σειρά με πρώτο τον απόγονο τους Αμινού και τελευταίο τον Απιασάλ με τον τίτλο "οι δέκα βασιλείς με γνωστό πατέρα" σαν προπάτορες του Σαμσί-Αντάντ Α΄. Οι ιστορικοί έχουν κάνει πολλές επεμβάσεις στα πρώτα Ασσυριακά γενεαλογικά δέντρα με στόχο να καθιερώσουν τη νομιμοποίηση του Σαμσί Αντάντ Α΄ στον θρόνο της Ασσυρίας. Η "Αρχαία Ιστορία του Κέιμπριτζ" απορρίπτει ωστόσο αυτές τις παρεμβάσεις τονίζοντας ότι "οι δέκα βασιλείς με γνωστό πατέρα" ήταν σαφώς οι πρόγονοι του Σουλιλί, διαδόχου του Αμινού.[7] Στην πόλη-κράτος της Ασσούρ ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ διατήρησε τον τίτλο του "κυβερνήτη της Ασσούρ". Στον ναό του θεού Ασσούρ βρέθηκαν λίθινες πινακίδες με Ακκαδικές επιγραφές, σε μια από αυτές αναφέρεται "ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ έκτισε τον ναό του Ασσούρ", στην ίδια επιγραφή διεκδικεί τους τίτλους "κυβερνήτης του Σύμπαντος", "ενοποιητής της γης ανάμεσα στον Τίγρη και τον Ευφράτη"

Κατακτήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ σε σφραγίδα

Ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ κατέλαβε την πόλη Τελ Λεϊλάν στη Συρία και την έκανε πρωτεύουσα της Άνω-Μεσοποταμίας, τη μετονόμασε σε Σουμπάτ-Ενλίλ που μεταφράζεται στα Ακκαδικά σαν "η κατοικία του θεού Ενλίλ" (1808 π.Χ.).[8][9] Στη διάρκεια της βασιλείας του το βασίλειο της Άνω-Μεσοποταμίας ανταγωνίστηκε τον Ναράμ-Σιν της Εσνούννα, τους διαδόχους του και τον Γιαχντούν-Λιμ της Μαρί.[10] Ο κύριος στόχος του ήταν η πόλη της Μαρί που έλεγχε τους εμπορικούς δρόμους ανάμεσα στην Ανατολή και τη Μεσοποταμία. Ο βασιλιάς της πόλης Γιαχντούν-Λιμ δολοφονήθηκε από τους υπηρέτες του πιθανότατα υπό τις εντολές του Σαμσί-Αντάντ Α΄, ο διάδοχος του Ζιμρί-Λιμ δραπέτευσε στο Γιαμχάντ και ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ κατέλαβε εύκολα τη Μαρί (1796 π.Χ.). Τοποθέτησε τους γιους του σε ισχυρές θέσεις, ο μεγαλύτερος Ισμέ-Νταγκάν Α΄ έγινε βασιλιάς του Εκαλατούμ και ο μικρότερος Γιασμάχ-Αντάντ βασιλιάς της Μαρί.[11] Με την προσάρτηση της Μαρί ο Σαμσί Αντάντ Α΄ κατείχε το μεγαλύτερο τμήμα της Ανατολής και της Ασίας, ανακήρυξε τον εαυτό του "βασιλιά των πάντων", τίτλο που χρησιμοποιούσε παλιότερα ο Σαργών για την Ακκαδική αυτοκρατορία (2334 π.Χ. - 2279 π.Χ.). Ο βασιλιάς της Εσνούννα Νταντούσα (1800 π.Χ. - 1779 π.Χ.) προχώρησε σε συμμαχία με τον Σαμσί-Αντάντ Α΄ με στόχο να κατακτήσουν τις περιοχές ανάμεσα στους δυο παραπόταμους του Τίγρη Ζαμπ. Οι στρατιωτικές επιτυχίες αποτυπώθηκαν σε μια νικητήρια στήλη στην οποία η Νταντούσα έδινε τα εδάφη στον Σαμσί-Αντάντ Α΄, αργότερα επιτέθηκε στην Νταντούσα και κατέλαβε πολλές πόλεις. Πολλές επιγραφές στις ακτές της Μεσογείου περιγράφουν τους Ασσυριακούς θριάμβους αλλά πιθανότατα ήταν σύντομες εκστρατείες μελετημένες με λεπτομέρεια. Ο θάνατος του Σαμσί-Αντάντ Α΄ καταγράφεται στο πέμπτο έτος της βασιλείας του διαδόχου του Νταντούσα.[12][13]

Σχέσεις με την οικογένεια του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μεγαλύτερος γιος του Ισμέ-Νταγκάν Α΄ ήταν δυναμικός βασιλιάς, αντίθετα ο μικρότερος Γιασμάχ-Αντάντ ήταν ανίκανος, αυτό φαίνεται σε επιστολές του πατέρα του με τις φράσεις :

"Δεν είσαι άντρας, είσαι παιδί, δεν έχεις γένι στο πηγούνι"

"Ο αδελφός σου είναι πάντα νικητής αντίθετα εσύ κοιμάσαι με γυναίκες"

Ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ ασκούσε έντονη επίδραση στα βασίλεια των γιων του όπως φαίνεται από τις επιστολές του, σε μια από αυτές ζητά από τον γιο του Ισμέ-Νταγκάν Α΄ να παντρευτεί για πολιτικούς λόγους τη Βελτούμ, κόρη του συμμάχου του βασιλιά της Κάτνα. Ο Ισμέ-Νταγκάν Α΄ είχε ήδη σύζυγο και δεν υπολόγιζε την πρόταση του πατέρα του αλλά ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ τον πίεζε έντονα να τοποθετήσει τη Βελτούμ στη θέση της πρώτης κυρίας των ανακτόρων του.[14] Στη συνέχεια έστειλε επιστολή στον βασιλιά της Κάτνα και πατέρα της Μπελτούμ Ίσσι-Αντού στην οποία του τόνιζε την αμοιβαία φιλία, τη συμμαχία τους και τον γάμο ανάμεσα στα παιδιά τους :

"Άκουσα με μεγάλη ευχαρίστηση ότι μου έστειλες την κόρη σου για νύφη, φέρθηκες άριστα στους υπηρέτες μου και για αυτό είμαι πολύ χαρούμενος".[15]

Ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ ήταν άριστος οργανωτής και είχε τον απόλυτο έλεγχο σε ολόκληρο το βασίλειο του με ένα σύστημα βασιλικών αξιωματούχων. Με τους κατασκόπους μπορούσε να ανιχνεύσει τις προθέσεις των εχθρικών πόλεων με στόχο να τις κατακτήσει με μεγαλύτερη ευκολία, τους επέτρεψε ωστόσο να διατηρήσουν τα τοπικά έθιμα, με τα κρατικά έσοδα οικοδόμησε τον ναό της Ιστάρ. Τα συστήματα που χρησιμοποιούσε ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ χρονολογούνται στην εποχή του όχι μόνο στη Νινευή αλλά σε όλες τις Ασσυριακές πόλεις.[16]

Πτώση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σαμσί-Αντάντ Α΄ συνέχισε να επεκτείνει το βασίλειο του σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, έγινε πανίσχυρος, αυτό προκάλεσε μεγάλο φθόνο στις γειτονικές δυνάμεις Γιαμχάντ και Εσνούννα που ξεκίνησαν επιθέσεις στην Ασσυρία. Ο ίδιος και οι γιοι του δέχτηκαν πολλές απειλές, με τον θάνατο του Σαμσί-Αντάντ Α΄ η Εσνούννα κατέλαβε πολλές πόλεις γύρω από την Ασσούρ.[17] Όταν διαδόθηκαν τα νέα για τον θάνατο του παντού τα βασίλεια των γιων του απειλήθηκαν σοβαρά. Ο έκπτωτος Ζιμρί-Λιμ ανακατέλαβε τη Μαρί (1775 π.Χ. - 1761 π.Χ.) από τον αδύναμο Γιασμάχ-Αντάντ, το βασίλειο του Ισμέ-Νταγκάν Α΄ κατακτήθηκε σταδιακά από τον πανίσχυρο Χαμουραμπί της Βαβυλώνας (1792 π.Χ. - 1750 π.Χ.)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Mari Letters section of Shaika Haya Ali Al Khalifa and Michael Rice (1986)
  2. Glassner, Jean-Jacques (2004). Mesopotamian Chronicles. Society of Biblical Literature. σ. 137
  3. Van De Mieroop, Marc (2004). A History of the Ancient Near East ca. 3000-323 BC (2nd ed.). Blackwell Publishing. σ. 107
  4. Roux, Georges (March 1993). Ancient Iraq. Penguin Books Limited (published Aug 27, 1992)
  5. Glassner, Jean-Jacques (2004). Mesopotamian Chronicles. Society of Biblical Literature. σ. 137
  6. Meissner, Bruno (1990). Reallexikon der Assyriologie. Vol. 6. Berlin: Walter de Gruyter. σ. 103
  7. Hildegard Levy, "Assyria c. 2600-1816 BC", Cambridge Ancient History. Volume 1, Part 2: Early History of the Middle East, 729-770, σσ. 745-746
  8. Harvey Weiss, Tell Leilan and Shubat Enlil, Mari, Annales de Recherches Interdisciplinaires, Τόμ. 4, σσ. 269-92, 1985
  9. Leilan.yale.edu, Harvey Weiss et al., The genesis and collapse of Third Millennium north Mesopotamian Civilization, Science, Τόμ. 291, σσ. 995-1088, 1993
  10. Chavalas, Mark W. (2006). The Ancient Near East: Historical Sources in Translation. Blackwell Publishing Ltd. σ. 95
  11. Van De Mieroop, Marc (2004). A History of the Ancient Near East ca. 3000-323 BC (2nd ed.). Blackwell Publishing. σ. 107
  12. https://cdli.ucla.edu/tools/yearnames/HTML/T30K20.htm
  13. Yigal Bloch, "The Conquest Eponyms of Šamšī-Adad I and the Kaneš Eponym List", Journal of Near Eastern Studies, Τόμ. 73(2), σσ. 191-210
  14. Van De Mieroop, Marc (2004). A History of the Ancient Near East ca. 3000-323 BC (2nd ed.). Blackwell Publishing. σ. 107
  15. Chavalas, Mark W. (2006). The Ancient Near East: Historical Sources in Translation. Malden: Blackwell Publishing. σσ. 114–115
  16. Van De Mieroop, Marc (2004). A History of the Ancient Near East ca. 3000-323 BC (2nd ed.). Blackwell Publishing. σ. 107
  17. Van De Mieroop, Marc (2004). A History of the Ancient Near East ca. 3000-323 BC (2nd ed.). Blackwell Publishing. σ. 107

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • OBO (Orbis Biblicus et Orientalis) 160/4
  • Nelson, Glueck (1959). Rivers in the Desert. HUC.
  • McNeil, William H.; Jean W. Sedlar (1962). The Ancient Near East. OUP.
  • George, Andrew (2000). The Epic of Gilgamesh. Penguin.
  • Pritchard, James B. (1968). The Ancient Near East. OUP.
  • Al Khalifa, Shaika Haya Ali; Michael Rice (1986). Bahrain through the Ages. KPI.
  • Nayeem, Muhammed Abdul (1990). Prehistory and Protohistory of the Arabian Peninsula. Hyderabad.
  • Roaf, Michael (1990). Cultural Atlas of Mesopotamia and the Ancient Near East. Equinox.
  • Awde, Nicholas; Putros Samano (1986). The Arabic Alphabet. Billing & Sons Ltd.
  • Herm, Gerard (1975). The Phoenicians. William Morrow & Co. Inc.
  • Pedersén, Olof (1998). Archives and Libraries in the Ancient Near East: 1500-300 B.C. Bethesda: CDL Press.
  • Shiloh, Y. (1980). "The Population of Iron Age Palestine in the Light of a Sample Analysis of Urban Plans, Areas and Population Density". Bulletin of the American Schools of Oriental Research (239): 25–35.
  • Van De Mieroop, Marc (2004). A History of the Ancient Near East ca 3000-323 BC (2nd ed.). Malden: Blackwell Publishing.
  • Chavalas, Mark W. (2006). The Ancient Near East: Historical Sources in Translation. Malden: Blackwell Publishing.
  • P. Villard, "Shamshi-Adad and Sons: The Rise of an Upper Mesopotamian Kingdom", in J. M. Sasson (ed.), Civilizations of the Ancient Near East, vol. II, Scribner, New York, 1995.