Ρομαντικό δράμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η σκηνή δολοφονίας του δούκα Αλέξανδρου των Μεδίκων στο ρομαντικό δράμα Λορεντζάτσιο

Το ρομαντικό δράμα είναι θεατρικό είδος που αναπτύχθηκε στους κόλπους του κινήματος του ρομαντισμού τον 19ο αιώνα, διαδέχθηκε το αστικό δράμα του 18ου αιώνα και είναι επηρεασμένο από τα έργα του Σαίξπηρ. Τα έργα χαρακτηρίζονται μεταξύ άλλων από τη ρήξη με τους αριστοτελικούς κανόνες της κλασικής τραγωδίας με την κατάργηση των ενοτήτων χρόνου, τόπου και δράσης, το άνοιγμα προς τον κόσμο και την ιστορία και την απόρριψη της διάκρισης μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας.[1]

Ανάπτυξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόδρομος του ρομαντικού δράματος είναι τα έργα του πρώιμου ρομαντισμού που αναπτύχθηκε στη Γερμανία στα πλαίσια του κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή), όπου σε αντίδραση στον ορθολογισμό του 18ου αιώνα συγγραφείς όπως ο Γκαίτε με έργα όπως Γκετς φον Μπέρλιχινγκεν (1773), βασισμένο στη ζωή του ομώνυμου ήρωα και ο Φρίντριχ Σίλλερ με έργα όπως Οι ληστές (1781) μια τολμηρή διακήρυξη ελευθερίας εναντίον της τυραννικής κοινωνίας,[2] τη θεατρική τριλογία Βάλλενσταϊν (1800), βασισμένη στη μυθιστορηματική ζωή του Άλμπρεχτ φον Βάλλενσταϊν, είχαν σαν πρότυπο για τα έργα τους όχι το αστικό δράμα, αλλά τα έργα του Σαίξπηρ, που συνδύαζαν το τραγικό με το κωμικό στοιχείο, και έδιναν διέξοδο στα συναισθήματα και στα εξημμένα πάθη.[3]

Στην Ιταλία, συγγραφείς όπως ο Αλεσάντρο Μαντσόνι έγραψαν τραγωδίες όπως Ο κόμης της Καρμανιόλα (1820) και Αντέλκι (1822) και ο Σίλβιο Πέλικο με την τραγωδία Φραντσέσκα ντα Ρίμινι.

Το αγγλικό ρομαντικό θέατρο ήταν επίσης σημαντικό: μεταξύ των σημαντικότερων εκπροσώπων είναι ο Πέρσι Σέλλεϋ, ο Τζον Κητς και ο Λόρδος Βύρων.

Στην Ισπανία ρομαντικά δράματα έγραψαν ο Άνχελ δε Σααβέδρα δούκας του Ρίβας με το Δον Αλβάρο ή η δύναμη του πεπρωμένου (1835), στο οποίο βασίστηκε ο Βέρντι στην όπερα Η δύναμη του πεπρωμένου (1861),[4]ο Αντόνιο Γκαρσία Γκουτιέρεθ: Ο Τροβαδούρος. Ο Χουάν Εουχένιο Χάρτσενμπους: Οι εραστές της Τερουέλ (1837), ο Χοσέ Θορρίγια: Δον Χουάν Τενόριο (1844).[5] Ορισμένοι θεατρικοί συγγραφείς των αρχών του 20ου αιώνα, όπως ο Εντουάρντο Μαρκίνα: Ο ήλιος έδυσε στη Φλάνδρα (1911) ή ο Φρανσίσκο Βιγιασπέσα: Το παλάτι των μαργαριταριών, (1911), θεωρούνται «επίγονοι» του ισπανικού ρομαντικού δράματος.[6]

Στη Γαλλία, το δοκίμιο του Σταντάλ Ρακίνας και Σαίξπηρ (1825) και ιδιαίτερα ο πρόλογος στο έργο Κρόμγουελ (1827) του Βικτόρ Ουγκώ, που υπήρξε ο θεωρητικός αυτού του νέου είδους, είναι τα ιδρυτικά κείμενα. Σημαντικοί συγγραφείς που έγραψαν ρομαντικά δράματα είναι ο Βικτόρ Ουγκώ με το Ερνάνης το 1830, Λουκρητία Βοργία το 1833 και το Ρουί Μπλας το 1838, ο Αλφρέ ντε Μυσσέ : Λορεντζάτσιο (1834), ο Αλφρέ ντε Βινί με το Τσάτερτον (1835) και ο Βικτόρ Ουγκώ. Το ρομαντικό δράμα άφησε μια δυνατή ανάμνηση στο γαλλικό θέατρο. Έτσι, μεταγενέστεροι συγγραφείς συνέθεσαν μετα-ρομαντικά δράματα, όπως ο Εντμόν Ροστάν με το Συρανό ντε Μπερζεράκ το 1897 και αργότερα ο Πωλ Κλωντέλ με Το ατλαζένιο γοβάκι το 1929. Επίσης, τα δράματα των Ωγκύστ ντε Βιλιέ ντε λ'Ιλ-Αντάμ και Μωρίς Μαίτερλινκ στο ρεύμα του Συμβολισμού θεωρούνται νοσταλγικοί απόγονοι του ρομαντικού δράματος.[7]

Το ρομαντικό δράμα είχε τη φιλοδοξία να ανανεώσει τον τρόπο θεατρικής δημιουργίας, απελευθερώνοντας το θεατρικό έργο από τις τυπικές συμβάσεις των προηγούμενων αιώνων, ιδίως τις αριστοτελικές ενότητες. Ωστόσο, είχε μια μάλλον σύντομη διάρκεια: στη Γαλλία δεν διήρκεσε περισσότερο από 15 χρόνια, περίπου από το 1827 έως το 1840, και στην Ιταλία οι τραγωδίες του Μαντσόνι, που αντιπροσωπεύουν τα σημαντικότερα έργα του ιταλικού ρομαντικού δράματος, θεωρούνταν πάντα λογοτεχνικά έργα, παρά κείμενα για ανέβασμα στη σκηνή.

Με την εμφάνιση του νατουραλισμού και του ρεαλισμού (αναζήτηση της πραγματικότητας με αντικειμενικό τρόπο), γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, τα ρομαντικά δράματα έδωσαν τη θέση τους σε έργα με θέματα που συγκινούσαν τη νέα αστική τάξη, με καλά κατασκευασμένες πλοκές και επιδέξια χρήση δραματικών μηχανισμών.[8]

Χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κύρια χαρακτηριστικά του ρομαντικού δράματος είναι:

  • Κατάργηση των τριών αριστοτελικών ενοτήτων: δράση (αφηγούνται περισσότερες από μία ιστορίες), τόπος (οι ιστορίες διαδραματίζονται σε πολλά διαφορετικά σημεία και χωριστά) και χρόνος (διαρκεί πάνω από 24 ώρες και μερικές φορές μπορεί να διαρκέσει ακόμη και μια ζωή, με μεγάλα χρονικά διαλείμματα που σηματοδοτούν άλματα στη δράση).
  • Ανάμειξη του κωμικού και του σοβαρού στοιχείου, που επιδιώκει να εκφράσει το γκροτέσκο μέσα από την αντίθεση μεταξύ θετικών και αρνητικών αξιών, παρουσίαση χαρακτήρων υψηλής και χαμηλής κοινωνικής θέσης.
  • Ζοφερό σκηνικό, νυχτερινό ή ταραγμένο από κάθε είδους βίαια φυσικά φαινόμενα: καταιγίδες, κεραυνοί, ναυάγια κ.λπ. που προκαλούν φρικιαστικά συναισθήματα παράλληλα με τη δράση.
  • Ρήξη της ενότητας του ύφους, αναμειγνύοντας πεζογραφία και στίχο, και μέσα στον ίδιο στίχο υιοθετώντας την πολυμετρία.
  • Απόρριψη των ελληνορωμαϊκών θεμάτων και προτίμηση σε θέματα της μεσαιωνικής ιστορίας, των θρύλων και των εξωτικών και απομακρυσμένων πολιτισμών.
  • Οι χαρακτήρες είναι συνήθως μυστηριώδεις ή επαναστάτες για την κοινωνία της εποχής τους.
  • Αναβάθμιση των σκηνικών.
  • Ο αριθμός των πράξεων μπορεί να κυμαίνεται μεταξύ τριών, τεσσάρων και πέντε.
  • Το κεντρικό θέμα είναι το πεπρωμένο, που συνήθως επηρεάζεται από τον έρωτα, πάντα παθιασμένος και απόλυτος, πέρα ​​από το καλό και το κακό.
  • Ο διδακτικός σκοπός του 18ου αιώνα εξαφανίζεται. Τα έργα επιδιώκουν να συγκινήσουν και να εμπνεύσουν το κοινό.[1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]