Πόλυμνος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Πόλυμνος κατά την ελληνική μυθολογία ήταν βοσκός από την Αργολίδα και ζούσε κοντά στη λίμνη Αλκυονία. Όταν ο Διόνυσος θέλησε να κατεβεί στο βασίλειο του Άδη, προκειμένου να επαναφέρει στη ζωή τη Σεμέλη, ο Πόλυμνος (που αναφέρεται και με το όνομα, Πρόσυμνος) τον μετέφερε κωπηλατώντας έως τη μέση της λίμνης, όπου ήταν η πύλη του Κάτω Κόσμου, αλλά δεν τον συνόδευσε στην συνέχεια, καθώς δεν γνώριζε την συνέχεια της διαδρομής. Ο Πόλυμνος, βέβαια, ζήτησε ως αντάλλαγμα για την καθοδήγηση που προσέφερε στον θεό να σμίξουν ερωτικά, όταν εκείνος θα επέστρεφε, και ο Διόνυσος συμφώνησε. Ωστόσο όταν ο θεός επέστρεψε από τον Άδη, ο Πόλυμνος δεν ζούσε πια και για να κρατήσει τότε την υπόσχεσή του έφτιαξε ένα ξύλινο φαλλό και αφού τον τοποθέτησε στον τάφο του Πολύμνου εκπλήρωσε την υπόσχεση που του είχε δώσει. Αυτή η συμβολική ένωση αποτέλεσε τα θεμέλια κάποιων μυστηριακών τελετουργιών που γίνονταν στα Λέρναια.
Ο μύθος του Πολύμνου συναντάται σε απόσπασμα των «Κορινθιακών» του Παυσανία (Κεφάλαιο 37) κατά την ελληνιστική εποχή:
Εἶδον δὲ καὶ πηγὴν Ἀμφιαράου καλουμένην καὶ τὴν Ἀλκυονίαν λίμνην, δι' ἧς φασιν Ἀργεῖοι Διόνυσον ἐς τὸν Ἅιδην ἐλθεῖν Σεμέλην ἀνάξοντα, τὴν δὲ ταύτῃ κάθοδον δεῖξαί οἱ Πόλυμνον. τῇ δὲ Ἀλκυονίᾳ πέρας τοῦ βάθους οὐκ ἔστιν οὐδέ τινα οἶδα ἄνθρωπον ἐς τὸ τέρμα αὐτῆς οὐδεμιᾷ μηχανῇ καθικέσθαι δυνηθέντα, ὅπου καὶ Νέρων σταδίων πολλῶν κάλους ποιησάμενος καὶ συνάψας ἀλλήλοις, ἀπαρτήσας δὲ καὶ μόλυβδον ἀπ' αὐτῶν καὶ εἰ δή τι χρήσιμον ἄλλο ἐς τὴν πεῖραν, οὐδὲ οὗτος οὐδένα ἐξευρεῖν ἐδυνήθη ὅρον τοῦ βάθους.
(Μετάφραση: Εκεί είδα και την πηγή που λέγεται του Αμφιαράου, καθώς και την Αλκυονία λίμνη, απ' όπου λένε οι Αργείοι ότι κατέβηκε ο Διόνυσος στον Άδη, για να φέρει τη Σεμέλη στη γη και ότι την κάθοδό του από κει του την υπέδειξε ο Πόλυμνος. Το βάθος της Αλκυονίας είναι αμέτρητο και δεν ξέρω κανένα που να μπόρεσε να φτάσει στον βυθό της με όποιο τρόπο κι αν μηχανεύτηκε. Ακόμα κι ο Νέρωνας, παρ' ότι ένωσε μεταξύ τους σχοινιά πολλών σταδίων και κρέμασε στην άκρη τους μόλυβδο και σκαρφίστηκε κι άλλα για να πετύχει το πείραμά του, δεν μπόρεσε να βρει τον βυθό).
Επιπλέον ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς αναφέρεται στον μύθο στο έργο του «Προτρεπτικός» (Κεφάλαιο 2) κατά την ρωμαϊκή εποχή:
Διόνυσος γὰρ κατελθεῖν εἰς Ἅδου γλιχόμενος ἠγνόει τὴν ὁδόν, ὑπισχνεῖται δ’ αὐτῷ φράσειν, Πρόσυμνος τοὔνομα, οὐκ ἀμισθί· ὁ δὲ μισθὸς οὐ καλός, ἀλλὰ Διονύσῳ καλός· καὶ ἀφροδίσιος ἦν ἡ χάρις, ὁ μισθὸς, ὃν ᾐτεῖτο Διόνυσος· βουλομένῳ δὲ τῷ Θεῷ γέγονεν ἡ αἴτησις, καὶ δὴ ὑπισχνεῖται παρέξειν αὐτῷ, εἰ ἀναζεύξοι, ὅρκῳ πιστωσάμενος τὴν ὑπόσχεσιν. Μαθών ἀπῆρεν· ἐπανῆλθεν γάρ· ἀφοσιούμενος τῷ ἐραστῇ ὁ Διόνυσος ἐπὶ τὸ μνημεῖον ὁρμᾶ καὶ πασχητιᾷ. Κλάδον οὖν συκῆς, ὡς ἔτυχεν, ἐκτεμὼν ἀνδρείου μορίου σκευάζεται τρόπον ἐφέζεταί τε τῷ κλάδῳ, τὴν ὑπόσχεσιν ἐκτελῶν τῷ νεκρῷ.

(Μετάφραση: Ο Διόνυσου, βέβαια, ενώ επιθυμούσε σφοδρά να κατέβει στον Άδη, δεν γνώριζε τον δρόμο. Του υποσχέθηκε, λοιπόν, το όνομα του ήταν Πρόσυμνος, να του υποδείξει (τον δρόμο), όχι χωρίς ανταμοιβή. Η ανταμοιβή, από την μία, δεν ήταν ενάρετη, αλλά ωφέλιμος για τον Διονύσου. Και η χάρη αναφερόταν στον σαρκικό έρωτα, η ανταμοιβή, την οποία αποδέχτηκε ο Διόνυσος. Με την θέληση του θεού έγινε η συμφωνία και βέβαια του υποσχέθηκε να του την παρέχει, όταν ανέβει, επιβεβαιώνοντας την υπόσχεση του με όρκο. Αφού έμαθε, ότι είχε πεθάνει, επέστρεψε και απαλλασσόμενος από τον όρκο του όρμηξε στον τάφο και συνευρέθηκε ερωτικά. Αφού έκοψε το κλαδί μιας συκιάς, όπως έτυχε, το κατασκεύασε να μοιάζει με αντρικό μόριο και με τρόπο έκατσε στο ξύλο εκπληρώνοντας την υπόσχεση που είχε δώσει στον νεκρό.)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κλήμης Αλεξανδρεύς «Προτρεπτικός»
  • Παυσανίας «Κορινθιακά»