Πτώση του Σουλίου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πτώση του Σουλίου
Σουλιώτισσες, πίνακας του 1827
Χρονολογίαμέσα 180312 Δεκεμβρίου 1803
ΤόποςΠασαλίκι των Ιωαννίνων
ΈκβασηΚατάληψη του Σουλίου
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα

Η Πτώση του Σουλίου αποτέλεσε την τελευταία από μια σειρά συγκρούσεων, γνωστών ως Πόλεμοι των Σουλιωτών[1][2], μεταξύ των Σουλιωτών και του Πασαλικίου των Ιωαννίνων, το 1803.[3][4]

"Ο τραγικός επίλογος της ηρωικής αντίστασης των κατοίκων της περιοχής γράφτηκε στις 13 Δεκεμβρίου 1803 στο λόφο Κούγκι (Κούγγι), όπου ο θρυλικός ιερομόναχος και αγωνιστής - Σαμουήλ - βρήκε μαζί με τους λιγοστούς συντρόφους του, ηρωικό θάνατο, προβαίνοντας στην ανατίναξη της πυριτιδαποθήκης που υπήρχε στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής".[5]

Γεγονότα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι Σουλιώτες απολάμβαναν ένα αυτόνομο καθεστώς, γνωστό ως Σουλιώτικη Συμπολιτεία. Η Συμπολιτεία ιδρύθηκε τον 15ο αιώνα, στα βουνά της Θεσπρωτίας, κοντά στις πόλεις της Παραμυθιάς και της Πάργας. Οι Σουλιώτες ίδρυσαν μια ημιαυτόνομη Συμπολιτεία κυριαρχώντας στα χωριά των ορεινών περιοχών της Ηπείρου, όπου αντιστάθηκαν με επιτυχία στην Οθωμανική κυριαρχία αποκρούοντας πολλές οθωμανικές επιθέσεις και εκστρατείες εναντίον τους. Στο απόγειο της ισχύος της, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, η Σουλιώτικη Συμπολιτεία εκτιμάται ότι περιλάμβανε έως και 13.000 κατοίκους διασκορπισμένους σε περίπου 60 χωριά και ορεινές κωμοπόλεις.[6]

Το 1803, ο Αλή Πασά ζήτησε και έλαβε άδεια από τον Σουλτάνο Σελίμ Γ να ξεκινήσει αμέσως νέα εκστρατεία κατά των Σουλιωτών (οι προηγούμενες εκστρατείες του το 1789-1793 είχαν λήξει με ταπεινωτική για τον ίδιο ήττα),[7] αφού διαβιβάστηκε η πληροφορία ότι οι Σουλιώτες είχαν προμηθευτεί σημαντικές προμήθειες πολεμοφοδίων από γαλλικά πλοία.Ο Αλή Πασάς που στο μεταξύ είχε αυξήσει τα σύνορα και έκταση της επαρχίας που διοικούσε προχώρησε σε κινητοποίηση πολύ μεγαλύτερου και πιο σκληρού στρατεύματος (περίπου 25.000-30.000 άτομα) από αυτά που είχε κινητοποιήσει στον πόλεμο του 1789-1793 θέλοντας να αποφύγει μια ακόμα ταπείνωση.Οι Σουλιώτες έπαιρναν όλες τις προμήθειες από την Πάργα, αλλά και υποστήριξη από την Ευρώπη. Η Ρωσία και η Γαλλία τους παρείχαν όπλα και πυρομαχικά. Για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, οι Σουλιώτες θεωρούνταν όργανο αποδυνάμωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν οι Βρετανοί πολιτικοί στράφηκαν προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους εναντίον του Ναπολέοντα, οι προμήθειες όπλων και πυρομαχικών διακόπηκαν.[8]

Η οικογένεια Μπότσαρη εγκατέλειψε το Σούλι. Οι Σουλιώτες που έμειναν στο Σούλι[9] συγκεντρώθηκαν στον Ναό του Αγίου Γεωργίου και συμφώνησαν να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Δεν ξεπερνούσαν τους 3.000. Σημαντικές φυσιογνωμίες αποτέλεσαν οι Φώτος Τζαβέλας, Δήμος Δράκος, Τούσιας Ζέρβας, Κουτζονίκας, Γκόγκας Δαγκλής, Γιαννάκης Σέχος, Φωτομάρας, Τζαβάρας, Βέικος, Πάνου, Ζηγούρης Διαμάδης και Γιώργος Μπούσμπος.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1803, τα στρατεύματα του Αλή Πασά, με επικεφαλής Βελή Πασά, απέκτησαν κτήσεις στο χωριό Κακοσούλι. Ο θρύλος θέλει τον Πήλιο Γούση να δέχθηκε 200 στρατιώτες στο σπίτι του αφού δωροδωκήθηκε από τον Βελή Πασά, δεύτερο γιο του Αλή. Ο ίδιος ο Γούσης είπε ότι δεν ήταν τα χρήματα αλλά η επιθυμία του να σώσει τον γιο του, που κρατούσε αιχμάλωτο ο Αλή Πασάς. Οι Σουλιώτες αποσύρθηκαν στα φρούρια Κιάφα και Κούγκι, όπου έδωσαν την τελευταία τους μάχη στις 7 Δεκεμβρίου 1803.[10]

Στρατιωτικός αρχηγός των Σουλιωτών ήταν ο ιερέας Σαμουήλ, οδηγώντας 300 οικογένειες στη μάχη. Ο ένας από τους δύο λόφους της περιοχής, που ονομαζόταν Κιάφα, εγκαταλείφθηκε από την φάρα του Ζέρβα, αφήνοντας τον άλλο λόφο, Κουγκί, ως το μοναδικό προπύργιο των Σουλιωτών. Στόχος του Αλή Πασά δεν ήταν μόνο να εκδιώξει τους Σουλιώτες, αλλά και να συλλάβει τους αρχηγούς τους και να τους κρατήσει ομήρους. Διέταξε λοιπόν τον Βέλη να συνάψει συμφωνία, με τον Φώτο Τζαβέλα, πατέρα του Κίτσου Τζαβέλα, μετέπειτα πρωθυπουργός της Ελλάδος. Στις 12 Δεκεμβρίου 1803, ο Βελή Πασάς και ο Φώτος Τζαβέλας υπέγραψαν συνθήκη που περιελάμβανε να μετεγκατασταθούν στην Πάργα οι κύριες φάρες των Σουλιωτών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων του Δράκου και του Ζέρβα.[5]

Σε μια πράξη προδοσίας που είχε γίνει γνωστή στους Σουλιώτες, ο Αλή Πασάς σχεδίαζε να τους συλλάβει ως ομήρους στον δρόμο για την Πάργα. Οι στρατιώτες του Αλή διατάχθηκαν να στήσουν ενέδρα. Ωστόσο, τα στρατεύματα του ιδίου του Αλή δεν υπάκουσαν. Μπέηδες της Παραμυθιάς, μέλη του στρατού του Βελή, ακούγοντας αυτό το σχέδιο, ενημέρωσαν τους Σουλιώτες, οι οποίοι την τελευταία στιγμή άλλαξαν δρομολόγιο και κατάφεραν να σωθούν. Η φάρα του Ζέρβα στη συνέχεια πήρε τον δρόμο της προς τη Μεσσηνία. Εκεί, ο ιερέας Λάμπρος Ζέρβας, γνωστός ως Παπά Λάμπρος, συνέχισε να συγκεντρώνει όπλα για την Ελληνική Επανάσταση στέλνοντας όπλα στον αδελφό του, Διαμαντή Ζέρβα.[11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]