Πλειστηριασμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο δημοπράτης και οι βοηθοί του σαρώνουν το πλήθος για διαγωνιζόμενους, οι οποίοι προσφέρουν ποσά για την αγορά των υλικών ή αγαθών προς δημοπράτηση.

Ο πλειστηριασμός (ή δημοπρασία) είναι διαδικασία αγοράς και πώλησης αγαθών ή υπηρεσιών, τα οποία προσφέρονται με προσφορά. Ύστερα το προσφερόμενο υλικό ή αγαθό αποδίδεται σε αυτόν που έκανε την υψηλότερη προσφορά. Ο ανοικτός πλειοδοτικός διαγωνισμός είναι αναμφισβήτητα η πιο κοινή μορφή πλειστηριασμού σήμερα.[1] Οι συμμετέχοντες ανταγωνίζονται ανοιχτά ο ένας τον άλλον, ενώ απαιτείται κάθε προσφορά να είναι υψηλότερη από την άλλη.[2]

Ο δημοπράτης μπορεί να ανακοινώσει την τιμή, ενώ οι προσφερόμενοι μπορεί να ανακοινώσουν την προσφορά τους οι ίδιοι (ή να τοποθετήσουν για λογαριασμό τους κάποιο άλλο πρόσωπο το οποίο θα ανακοινώσει τη προσφορά). Εναλλακτικά οι προσφορές μπορούν να υποβληθούν ηλεκτρονικά με την υψηλότερη, προς το παρόν, προσφορά να εμφανίζεται δημόσια. Στην ολλανδική δημοπρασία, ο δημοπράτης ξεκινά με μια υψηλή τιμή για ένα μέρος των προσφερόμενων αντικειμένων, ενώ η τιμή μειώνεται μέχρις ότου ένας διαγωνιζόμενος αποδεχθεί την τιμή του δημοπράτη για μια ποσότητα αγαθών προς πλειστηριασμό ή μέχρι να ικανοποιηθεί η αποθεματική τιμή του πωλητή.

Ενώ οι πλειστηριασμοί συνδέονται στην λαϊκή αντίληψη με την πώληση αντικών, πινάκων ζωγραφικής, σπάνιων συλλεκτικών αντικειμένων και ακριβών φιάλων κρασιών, στις δημοπρασίες πωλούνται και εμπορεύματα, ζώα, ραδιοφάσματα και μεταχειρισμένα αυτοκίνητα. Στην οικονομική θεωρία, μια δημοπρασία μπορεί να αναφέρεται σε οποιοδήποτε μηχανισμό ή το σύνολο κανόνων εμπορίου για ανταλλαγή.

Οι σύγχρονες δημοπρασίες μπορούν να διεξαχθούν διαδικτυακά με πλειοδότες από όλο τον κόσμο. Οι προσφορές γίνονται σε πραγματικό χρόνο με ακρίβεια δευτερολέπτου. Οι διαδικτυακοί πλειστηριασμοί επιτρέπεται επίσης να πωλούν ακίνητα που έχουν κατασχεθεί από τράπεζα ή το κράτος, έχουν κλαπεί ή βρίσκονται σε κακή κατάσταση - για παράδειγμα, αυτοκίνητα που διεκδικούνται από χρηματοδοτικές εταιρείες επειδή οι ιδιοκτήτες τους δεν έχουν αποπληρώσει τα δάνεια αυτοκινήτων τους.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Krishna, 2002: p2
  2. McAfee, Dinesh Satam; McMillan, Dinesh (1987), «Auctions and Bidding», Journal of Economic Literature (American Economic Association) 25 (2): 699–738, June 1987, http://vita.mcafee.cc/PDF/JEL.pdf, ανακτήθηκε στις 2008-06-25 
  3. «Understanding the Finer Lines of Repossessed Cars for Sale». autobidmaster.com. 7 Μαρτίου 2022.