Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πετιμέζι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αριστερά είναι το πετιμέζι και δεξιά το μέλι. Είναι δύο υλικά που μπορούν να αντικαταστήσουν την ζάχαρη σε διάφορα γλυκά και φαγητά, είναι εξίσου (αν όχι πιο) γλυκά, διατηρούνται για πολύ καιρό εκτός ψυγείου και δεν χρειάζονται συντηρητικά.

Το πετιμέζι είναι ένα παχύρρευστο σιρόπι με σκούρο χρώμα το οποίο παράγεται από το βράσιμο του μούστου. Είναι υποπροϊόν του σταφυλιού και χρησιμοποιείται κυρίως ως γλυκαντική ουσία για την παραγωγή γλυκόξινων πιάτων, για σάλτσες σαλατών, για σιρόπι γλυκών (π.χ. σε παγωτά, γιαούρτια, λουκουμάδες) και σε διάφορα ροφήματα αντί για ζάχαρη[1]. Όπως χαρακτηριστικά λέγεται, πρόκειται για το σταφύλι σε συμπυκνωμένη μορφή, όπου σχεδόν ένα τσαμπί σταφύλι περιέχεται σε μία κουταλιά πετιμέζι[2].

Η λέξη "πετιμέζι" προέρχεται από την τουρκική λέξη pekmez, ενώ κατά το Βυζάντιο ονομαζόταν έψημα.

Φαρμακευτική δράση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Πετιμέζι βοηθάει στην καταπολέμηση του πονόλαιμου και έχει αντιβιοτικές ιδιότητες. Είναι πλούσιο σε Βιταμίνη Β6, κάλιο, μαγνήσιο, μαγγάνιο και σίδηρο[1]. Δεν χρειάζεται συντηρητικά, χρωστικές, ζάχαρη και διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός ψυγείου.

Χρήση σε διάφορα μέρη της Ελλάδας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χρησιμοποιούσαν το πετιμέζι για την παρασκευή γλυκισμάτων, όπως τα παστέλια, τα καρυδάτα, την κυδωνόπαστα, τα λαλάγγια (τηγανίτες), τα κολλύρια (λουκουμάδες), οι πλακούντες (ζυμάρι με μέλι ή πετιμέζι)[3]. Στην Κρήτη ήταν το κύριο γλυκαντικό αντί της ζάχαρης. Στην Μικρά Ασία το χρησιμοποιούσαν για την παρασκευή γλυκών, όπως ο κόκκινος χαλβάς, τα κυδώνια, η κρέμα με φρέσκο γάλα και πετιμέζι.

  1. 1,0 1,1 «Πετιμέζι διατροφική αξία». Διατροφή Σήμερα! (στα Αγγλικά). 16 Σεπτεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2019. 
  2. «Η ζωή είναι γλυκιά και γερή με πετιμέζι.Το come back». Iatropedia.gr. 4 Σεπτεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 9 Απριλίου 2019. 
  3. «Αρχαίων και Βυζαντινών γεύσεις μέσα από διαφορετικές οπτικές (Β΄ μέρος)». Αρχαιολογία Online. 21 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 8 Απριλίου 2019.