Πατριαρχικό Τυπογραφείο
Το Πατριαρχικό Τυπογραφείο (Πατριαρχικόν Τυπογραφεῖον), ήταν το επίσημο όργανο του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη που ιδρύθηκε περί τα τέλη του 18ου αιώνα και συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Ίδρυση - λειτουργία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πρώτη απόπειρα λειτουργίας πατριαρχικού τυπογραφείου έγινε το 1627 επί πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως. Το τυπογραφείο αυτό καταστράφηκε τον επόμενο χρόνο, μετά από συκοφαντία των Ιησουιτών που κατήγγειλαν στους Τούρκους ότι εκεί τυπώνονται βιβλία που προσβάλλουν τον Προφήτη και απειλούν την Αυτοκρατορία.[1][2] Νέα απόφαση ίδρυσης τυπογραφείου για τις ανάγκες του πατριαρχείο έλαβε ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ κατά την πρώτη περίοδο της πατριαρχίας του (1797 - 1798), ο οποίος και υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της αναβάθμισης της παιδείας του υπόδουλου ελληνισμού. Στην αρχή το εν λόγω τυπογραφείο δεν είχε ομαλή πορεία, πέφτοντας πολλές φορές σε μαρασμό είτε από την κατά καιρούς αδιαφορία ορισμένων κύκλων του Πατριαρχείου, είτε και από τις γενικότερες συνθήκες που επικρατούσαν στη Κωνσταντινούπολη κυρίως σε θέματα που είχαν να κάνουν περισσότερο με την τυπογραφία, την έκδοση αλλά και την διάθεση των βιβλίων.
Σύμφωνα με την ιδρυτική πράξη τα πρώτα αναγκαία κεφάλαια συγκεντρώθηκαν από ιδιώτες προσκείμενους στο Φανάρι ενώ οι τυπογραφικές εργασίες είχαν ανατεθεί στον Αρμένιο τυπογράφο της Πόλης τον Ιωάννη Πογώς. Παράλληλα δε, είχε σταλεί μεγάλος αριθμός συστατικών επιστολών σε άλλα ορθόδοξα Πατριαρχεία καθώς και μητροπόλεις για τα μέτρα που α έπρεπε να λάβουν αναφορικά με την διακίνηση των διαφόρων εκδόσεων στις περιφέρειες δικαιοδοσίας τους.
Το πρώτο έντυπο που τυπώθηκε από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο ήταν η "Εγκύκλιος προς τους κατοίκους των Ιονίων Νήσων" του πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ το 1798, αν και χρονολογούνται το ίδιο έτος άλλες τρεις εκδόσεις μεταξύ των οποίων και η "Χριστιανική Απολογία" του Αθανάσιου Πάριου. Στην αρχή υπήρξαν φιλόδοξα σχέδια με σημαντικό αριθμό εκδόσεων, όμως με την απομάκρυνση του Γρηγορίου του Ε΄ το 1798 και κυρίως μετά το 1801, το τυπογραφείο άρχισε να υπολειτουργεί. Σημειώνεται μάλιστα πως αν και ακολούθησαν ακόμα και σουλτανικά διατάγματα που επικύρωναν την λειτουργία του και ενίσχυαν την ανταγωνιστικότητά του, απαγορεύοντας παράλληλα την εισαγωγή ξένων βιβλίων, αυτά δεν επέφεραν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, λόγω ακριβώς του μεγάλου κόστους.
Τον Μάιο του 1813 όταν πατριάρχης ανέλαβε ο Κύριλλος ΣΤ΄ και διαπίστωσε ότι το τυπογραφείο είχε πλέον ερημωθεί, σε συνεργασία με την Σύνοδο, τους επιτρόπους και τους Έλληνες προύχοντες της Κωνσταντινούπολης αποφασίστηκε να δοθεί η λειτουργία του εργολαβικά σε ιδιώτες προσκείμενους στο Πατριαρχείο και τιτλούχους της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, όπου τελικά και ανέλαβαν ο Κωνσταντίνος Κορρέσιος και ο Αλέξανδρος Αργυράμος. Τα επιτυχή αποτελέσματα εκ του διορισμού αυτών άρχισαν να διαφαίνονται από το 1815. Πέντε χρόνια όμως αργότερα, το 1820, ο Κορρέσιος αποφάσισε να παραιτηθεί λόγω των πολλών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε το τυπογραφείο, που ίσως αυτό να οφειλόταν στην μεγαλόπνοη έκδοση "Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης" που άρχισε το 1816 και μέχρι το 1820 είχε συμπληρωθεί ο πρώτος τόμος.
Παράλληλα όμως η όξυνση των σχέσεων του Πατριαρχικού κύκλου με τους πρωτεργάτες του Νεοελληνικού διαφωτισμού, που άρχισε να σημειώνεται κατά τα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια αποφασίστηκε τελικά να δοθεί νέος ρόλος στο πατριαρχικό τυπογραφείο, δηλαδή ν΄ αποτελέσει περισσότερο εκδοτικό κέντρο του Γένους, παρά αποκλειστικά μόνο εκκλησιαστικό. Έτσι καθορίστηκε οι νέες εκδόσεις να φέρουν τον τίτλο "Εν τω του Γένους Ελληνικώ Τυπογραφείω". Η αλλαγή αυτή της ονομασίας και του προσανατολισμού συμπίπτει ιστορικά με την τρίτη πατριαρχία του Γρηγορίου του Ε΄, στη πιο κρίσιμη περίοδο του πατριαρχείου από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Τελικά η μεγάλη αναστάτωση που προκάλεσε στην Κωνσταντινούπολη η Ελληνική Επανάσταση του 1821 με επακόλουθο τις σφαγές και τις διώξεις του ευρισκομένου εκεί ελληνικού στοιχείου από τους Τούρκους, δεν άργησαν οι τελευταίοι να εισβάλλουν στο τυπογραφείο και να καταστρέψουν το μεγαλύτερο μέρος του εξοπλισμού του.
Παραμένοντας έτσι στη συνέχεια για δέκα χρόνια κλειστό επαναλειτούργησε όταν πλέον η Ελλάδα είχε ανακηρυχθεί ανεξάρτητο Βασίλειο. Το γεγονός αυτό ουσιαστικά διαφοροποίησε και το ρόλο του Πατριαρχικού Τυπογραφείου που μέχρι τότε θεωρούταν ο αποκλειστικός "ελεύθερος τυπογραφικός" θεσμός του Ελληνισμού της διασποράς.
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Ιδέα της ίδρυσης και λειτουργίας τυπογραφείου για τις ανάγκες του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν πολύ παλαιότερη. Από τα μέσα του 16ου αιώνα, με την εισβολή των Οθωμανών στην Ευρώπη μέχρι ακόμα και την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η Ορθόδοξη Εκκλησία πάσχιζε ν΄ αντισταθεί στην προπαγάνδα της Καθολικής Εκκλησίας καθώς και σε ζητήματα που προέκυπταν από την πολιτική των Δυτικών Κρατών απέναντι στο Πατριαρχείο. Το σκηνικό άλλαξε ιδιαίτερα όταν πατριάρχης ανέλαβε ο Κύριλλος Λούκαρις ο οποίος γνωρίζοντας, από προηγούμενη αρχιεροσύνη εξαρχίας στη Πολωνία, τις προσηλυτιστικές μεθόδους των Καθολικών κατέβαλε ιδιαίτερες προσπάθειες στην ίδρυση τυπογραφείου για έκδοση εκκλησιαστικών και σχολικών βιβλίων, γεγονός που το πέτυχε με την δημιουργία του "Τυπογραφείου της Αδελφότητας της Λεοντόπολης" στην Πολωνία.
Όταν ανέλαβε δε πατριάρχης συνέδραμε οικονομικά και ηθικά τον Νικόδημο Μεταξά ο οποίος και δημιούργησε το πρώτο ορθόδοξο τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη (1627). Μετά όμως τη διάλυση αυτού η ιδέα επανίδρυσης για ενάμισι αιώνα είχε ατονίσει, μέχρι που ανέλαβε πατριάρχης ο Γρηγόριος Ε΄.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- "Πεντακόσια Χρόνια Έντυπης Παράδοσης του Νέου Ελληνισμού (1499-1999)" - Βουλή των Ελλήνων 1999, σελ.31-32.