Παιγνιοθεραπεία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Παιγνιοθεραπεία με αμμοδοχείο

Η παιγνιοθεραπεία είναι μορφή αξιολόγησης, εντοπισμού και αντιμετώπισης ψυχολογικών δυσκολιών με τη χρήση του παιχνιδιού και έχει μια πλούσια ιστορία εφαρμογής και έρευνας.[1][2] Ειδικά εκπαιδευμένοι παιγνιοθεραπευτές χρησιμοποιούν τη δυναμική του παιχνιδιού προκειμένου να βοηθήσουν ή να προλάβουν ένα εύρος δυσκολιών και προβλημάτων[2], όπως το άγχος, η θλίψη, η ανώριμη συμπεριφορά, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, οι δυσκολίες προσαρμογής, κ.ά.[1] Επιπλέον, το παιχνίδι και η παιγνιοθεραπεία συμβάλλουν στη θεραπεία παιδιών που βιώνουν σοβαρό ψυχικό τραύμα.[2]

Η σημασία του παιχνιδιού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το παιχνίδι είναι το φυσικό μέσο έκφρασης και επικοινωνίας των παιδιών και στα πλαίσια της παιγνιοθεραπείας αποκτά θεραπευτική ιδιότητα.[3][1][2] Σύμφωνα με το American Journal of Play, το 1989, η Υπηρεσία των Ηνωμένων Εθνών της Ύπατης Αρμοστείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα αναγνώρισε το παιχνίδι ως δικαίωμα για όλα τα παιδιά σε οποιοδήποτε σημείο της γης προκειμένου να αναπτύξουν το μέγιστο των δυνατοτήτων τους, και το 2007, η Αμερικανική Ακαδημία της Παιδιατρικής εξέδωσε ένα έγγραφο σχετικά με τη σημασία του παιχνιδιού για την υγιή ανάπτυξη των παιδιών και συγκεκριμένα για τον κριτικό ρόλο του παιχνιδιού στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Αρκετοί ερευνητές, μεταξύ των οποίων οι Phyllis T. Stien και Joshua C. Kendall (2004) έδειξαν τον τρόπο με τον οποίο το παιχνίδι διεγείρει το νευρικό δίκτυο του εγκεφάλου και είναι αποφασιστικής σημασίας για την ανάπτυξη των παιδιών.[2]

Το παιχνίδι επιτρέπει την εξωτερίκευση των συναισθημάτων του παιδιού, καθώς και την αποδοχή και κατανόησή τους.[4]

Ηλικίες που εφαρμόζεται[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παιδιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενδείκνυται για παιδιά ηλικίας 4 - 11 ετών, μολονότι κάποιες τεχνικές αφορούν και παιδιά ηλικίας 12 ετών. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συμβολή του παιχνιδιού και στη θεραπεία παιδιών πολύ μικρής ηλικίας ή παιδιών με νοητική υστέρηση τα οποία αδυνατούν να εκφραστούν μέσω του λόγου, καθώς και στην αξιολόγηση παιδιών τα οποία λόγω συμπεριφορικών δυσκολιών, έλλειψης προσοχής και υπερκινητικότητας ή έλλειψης κινήτρων, δεν είναι δυνατό να υποβληθούν σε μια σταθμισμένη δοκιμασία. Ακόμη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγηση παιδιών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στη γλωσσική ανάπτυξη.[5][4] Όπως προαναφέρθηκε, ιδιαίτερα σημαντική είναι η συμβολή της παιγνιοθεραπείας και σε παιδιά τα οποία, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, βιώνουν έντονο ψυχικό τραύμα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το τραύμα προσκολλάται σε μη λεκτικά μέρη του εγκεφάλου -αμυγδαλή, θάλαμος, ιππόκαμπος, στέλεχος εγκεφάλου, και το παιχνίδι συμβάλλει στην μετακίνηση της μνήμης από τα μη λεκτικά μέρη του εγκεφάλου στους εμπρόσθιους λοβούς.[2] Αξίζει να σημειωθεί ότι η παιγνιοθεραπεία είναι εφαρμόσιμη σε παιδιά ανεξάρτητα το φύλο, το πολιτισμικό υπόβαθρο και τις ικανότητές τους.[3]

Ανεξάρτητα από την προσέγγιση που ακολουθεί ο κάθε θεραπευτής βασικός στόχος είναι η παροχή στο παιδί ενός χώρου ο οποίος θα είναι ασφαλής, θα χαρακτηρίζεται από σαφή και ευδιάκριτα φυσικά όρια και θα είναι απαλλαγμένος από εξωτερικές διασπάσεις.[5]

Ενήλικες με νοητική στέρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θεραπευτικότητα μέσω του παιχνιδιού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εφαρμογή της παιγνιοθεραπείας γίνεται από τους παιγνιοθεραπευτές, οι οποίοι είναι επαγγελματίες της ψυχικής υγείας [2][3] (ψυχολόγοι, ψυχίατροι, κοινωνικοί λειτουργοί, θεραπευτές άλλων ειδικοτήτων ή εκπαιδευτικοί),[3] εξειδικευμένοι στη χρήση του παιχνιδιού ως βάση της θεραπευτικής αλληλεπίδρασης. Η δυναμική της θεραπείας προκύπτει στα πλαίσια του παιχνιδιού, το οποίο αποτελεί και τον φυσικό τρόπο επικοινωνίας των παιδιών. Η διαφορά του απλού παιχνιδιού από την παιγνιοθεραπεία έγκειται στην ικανότητα των θεραπευτών να σκέφτονται αναλυτικά σχετικά με το τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού τόσο σε λεκτικό όσο και σε μη λεκτικό ή/και συμβολικό επίπεδο.[2]

Το παιχνίδι είναι ένα μη απειλητικό περιβάλλον, κατά τη διάρκεια του οποίου πολλά παιδιά και έφηβοι, είτε ατομικά είτε ομαδικά, [4] είναι πιο πρόθυμοι να εμπλακούν σε θεραπευτική διαδικασία και πολλοί ασθενείς ξεπερνούν την αντίσταση στη θεραπεία την οποία συχνά εκδηλώνουν στο θεραπευτικό στάδιο.[2][1] Τα παιχνίδια διευκολύνουν τη δημιουργική και συναισθηματική έκφραση όσων εμπλέκονται σε αυτό, καθώς και τον έλεγχο των ορίων και το παιχνίδι ρόλων.[2]

Στην παιγνιοθεραπεία περιλαμβάνονται διάφορα είδη παιχνιδιών, χωρίς να υπάρχει περιορισμός σε αυτά. Ορισμένα παραδείγματα είναι οι κούκλες και τα κουκλόσπιτα, οι κουζίνες, η κατασκευή κτιρίων, οι φάρμες με τα ζώα, τα μουσικά όργανα, οι μαριονέτες, κτλ. Ορισμένοι θεραπευτές επιλέγουν παιχνίδια τα οποία διευκολύνουν την ανάπτυξη των επικοινωνιακών και κοινωνικών δεξιοτήτων [2]

Οι παιγνιοθεραπευτές ανάλογα την προσέγγιση και την πρακτική που ακολουθούν,[1] επιλέγουν και τοποθετούν με ανάλογο τρόπο τα παιχνίδια και το υλικό στην αίθουσα της παιγνιοθεραπείας και αποφασίζουν εάν το παιχνίδι θα το κατευθύνει το παιδί, ο ίδιος ο θεραπευτής,[2] ή εάν από κοινού θα δομήσουν το θεραπευτικό πλαίσιο.[3]

Κλασική ψυχαναλυτική παιγνιοθεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ειδικοί που χρησιμοποιούν την παιγνιοθεραπεία στα πλαίσια της Κλασικής Ψυχαναλυτικής προσέγγισης αντιλαμβάνονται το παιχνίδι ως μέσο διευκόλυνσης του παιδιού να κατανοήσει τον κόσμο, [2] αλλά και ως μέσο επαφής με το παιδί, καθώς και ως μέσο παρατήρησης και άντλησης πληροφοριών και ως τεχνική προώθησης της επικοινωνίας μέσω της ερμηνείας. [1]

Προσωποκεντρική παιγνιοθεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την προσωποκεντρική (μη κατευθυντική) προσέγγιση ο στόχος της παιγνιοθεραπείας πρέπει να είναι η ανάπτυξη ζεστής, φιλικής και ανεκτικής σχέσης, ο βαθύς σεβασμός στις ικανότητες του παιδιού και η αποδοχή της πρωτοβουλίας του.

Κατευθυνόμενη παιγνιοθεραπεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Κατευθυνόμενη παιγνιοθεραπεία ο θεραπευτής χρησιμοποιεί τεχνικές, όπως είναι για παράδειγμα το παιχνίδι με κούκλες ή με οικογενειακές φιγούρες οι οποίες ενισχύουν τη σχέση και έχουν συγκεκριμένη στοχοθεσία. Ανάλογες τεχνικές είναι τα κατευθυνόμενα παιχνίδια φαντασίας με στόχο τη διερεύνηση του εσωτερικού κόσμου του παιδιού, το σχέδιο και οι σωματικές ασκήσεις για τη βελτίωση της αυτοεικόνας, η ανάκληση γεγονότων και ο χρωματισμός συναισθημάτων με σκοπό την υποβοήθηση της συναισθηματικής έκφρασης, τα βιβλία, ο υπολογιστής, κτλ.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Χατζηχρήστου σελ. 399
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 Homeyer, Linda E.; Morrison, Mary O. (Φθινόπωρο 2008). «Play Therapy Practice, Issues, and Trends». American Journal of Play. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-12-15. https://web.archive.org/web/20211215032835/https://www.journalofplay.org/sites/www.journalofplay.org/files/pdf-articles/1-2-article-play-therapy.pdf. Ανακτήθηκε στις 10/12/2016. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 «Παιγνιοθεραπεία | Το Άθυρμα – Ελληνικό Ινστιτούτο Παιγνιοθεραπείας & Δραματοθεραπείας». www.playtherapy.gr. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2016. 
  4. 4,0 4,1 4,2 «Παιγνιοθεραπεία | Herma - Ψυχοθεραπευτικό κέντρο δια βίου μάθησης». herma-dramatherapy.gr. Ανακτήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2016. 
  5. 5,0 5,1 Χατζηχρήστου σελ. 398

Βιβλιογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Χατζηχρήστου, Χρυσή Γ. (2011). Σχολική Ψυχολογία. Αθήνα: Τυπωθήτω. ISBN 978-960-402-407-0.