Ο θείος Σίλας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο θείος Σίλας
ΣυγγραφέαςΣέρινταν Λε Φάνιου
ΤίτλοςUncle Silas
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1864
LC ClassOL2895543W[1]
Πρώτη έκδοσηDublin University Magazine
Richard Bentley

Ο θείος Σίλας (αγγλικός τίτλος: Uncle Silas) είναι βικτωριανό γοτθικό μυθιστόρημα μυστηρίου - θρίλερ του 1864 του Ιρλανδού συγγραφέα Σέρινταν Λε Φάνιου.[2]

Η πλοκή αναφέρεται στην ιστορία μιας κοπέλας που μετά τον θάνατο του πατέρα της πηγαίνει να ζήσει με τον κηδεμόνα θείο της, έναν άνθρωπο με σκανδαλώδες έως και δολοφονικό παρελθόν, ο οποίος χρησιμοποιεί βίαιες μεθόδους για να καρπωθεί την τεράστια κληρονομιά της.[3]

Το μυθιστόρημα είναι γνωστό σαν ένα από τα πρώτα έργα που εισάγουν το «μυστήριο του κλειδωμένου δωματίου». Δεν έχει υπερφυσικά στοιχεία (παρά μερικά ανατριχιαστικά διφορούμενα σημεία), αλλά δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τις αποκρυφιστικές θεωρίες, τις ονειρικές εμπειρίες και οράματα του Εμάνουελ Σβέντενμποργκ.[4]

Η επιρροή του μυθιστορήματος είναι ορατή σε πολλά μεταγενέστερα γοτθικά μυθιστορήματα. Έχει διασκευασθεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.[5]

Συγγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως πολλά μυθιστορήματα του Λε Φάνιου, Ο θείος Σίλας αναπτύχθηκε από το παλαιότερο διήγημα Ένα περιστατικό από τη μυστική ιστορία μιας Ιρλανδής κόμισσας (1839), το οποίο ο συγγραφέας δημοσίευσε επίσης ως Η δολοφονημένη εξαδέλφη στη συλλογή Ιστορίες φαντασμάτων και διηγήσεις μυστηρίου (1851). Ενώ η πλοκή του διηγήματος διαδραματίζεται στην Ιρλανδία, στο μυθιστόρημα η δράση έχει μεταφερθεί στο Ντέρμπισιρ για να έχει μεγαλύτερη επαφή με το αγγλικό κοινό, αν και παρά το αγγλικό του σκηνικό εντοπίζονται ιρλανδικά στοιχεία. Δημοσιεύθηκε αρχικά στο Περιοδικό του Πανεπιστημίου του Δουβλίνου το 1864 με τον τίτλο Μωντ Ρίθεν και Θείος Σίλας και εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους στο Λονδίνο.[4]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία αρχίζει με την ηρωίδα και αφηγήτρια Μωντ Ρίθεν που σε ηλικία 17 ετών ζει απομονωμένα με τον πλούσιο, ζοφερό πατέρα της Όστον Ρίθεν στην έπαυλή τους στο Νολ. Η Μωντ γοητεύεται από το πορτρέτο ενός θείου που δεν είχε γνωρίσει ποτέ, τον Σίλα Ρίθεν. Ήταν το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, παλιά διαβόητος χαρτοπαίκτης και γυναικοκατακτητής, που τώρα έχει αλλάξει ζωή. Το παρελθόν του κρύβει ένα σκοτεινό μυστήριο που η Μωντ καταφέρνει να αποσπάσει από τον πατέρα της και την κοσμική, εύθυμη ξαδέρφη της λαίδη Μόνικα Νόλις: ένας άντρας στον οποίο ο Σάιλας χρωστούσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από χρέη στα χαρτιά είχε αυτοκτονήσει κάτω από ύποπτες συνθήκες στην έπαυλη του Σάιλας στο Μπάρτραμ-Χο, μέσα σε ένα φαινομενικά αδιαπέραστο κλειδωμένο δωμάτιο.[6]

Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, ο πατέρας της Μωντ προσλαμβάνει μια Γαλλίδα γκουβερνάντα, τη μαντάμ Ρουζιέρ, ως συνοδό της. Αλλά η γυναίκα αποδεικνύεται σκοτεινό άτομο με ύποπτες επαφές με αγνώστους. Σε μια ενότητα που σπάει την αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο ανακαλύπτουμε ότι η Γαλλίδα, με τη συνενοχή του γιου του θείου Σίλα, του Ντάντλι, έχει κακόβουλα σχέδια για την κοπέλα. Η γκουβερνάντα τελικά απολύεται όταν η Μωντ τη βρίσκει να ψάχνει το κλειδωμένο γραφείο του πατέρα της.

Παραδόξως, ο πατέρας της ρωτάει τη Μωντ αν είναι πρόθυμη να υποβληθεί σε κάποιο είδος «δοκιμασίας» για να αποκαταστήσει το όνομα του θείου της και της οικογένειας γενικότερα. Η Μωντ δέχεται αλλά λίγο μετά ο πατέρας της πεθαίνει και στη διαθήκη του εμπιστεύεται την κόρη του στον αδελφό του Σίλα ο οποίος γίνεται ο κηδεμόνας της μέχρι να ενηλικιωθεί. Αν η Μωντ πέθαινε ενώ ήταν ακόμη ανήλικη, η περιουσία της θα περνούσε στον θείο. Παρά τις προσπάθειες της λαίδης Μόνικα και του εκτελεστή της διαθήκης δρ. Μπράιελυ, που αντιλαμβάνονται τις επικίνδυνες συνέπειες για τη νεαρή κληρονόμο, η Μωντ αναγκάζεται να περάσει τα επόμενα τρεισήμισι χρόνια της ζωής της στο Μπάρτραμ-Χο.

Η ζωή στο σπίτι του θείου της είναι παράξενη αλλά όχι δυσάρεστη, παρά κάποια δυσοίωνα σημάδια από τους εχθρικούς υπηρέτες. Ο ίδιος ο Σίλας τρομάζει τη Μωντ αλλά είναι φαινομενικά ευγενικός μαζί της, σε αντίθεση με τη συμπεριφορά του στα παιδιά του, τον Ντάντλι και την αμόρφωτη και αγενή Μίλι. Οι άξεστοι τρόποι της Μίλι στην αρχή εκπλήσσουν τη Μωντ, αλλά τελικά γίνονται έμπιστες φίλες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής της, η Μωντ δέχεται προσπάθειες από τον ξάδερφό της Ντάντλι να τη φλερτάρει, αλλά εκείνη τον απορρίπτει κάθε φορά. Ο θείος υπόκειται περιοδικά σε μυστηριώδεις κατατονικές κρίσεις, τις οποίες ο γιατρός του αποδίδει στην κατανάλωση οπίου.

Διάφορα δυσοίωνα γεγονότα αρχίζουν να συμβαίνουν και η ζωή στο κτήμα γίνεται όλο και πιο δύσκολη για τα δύο κορίτσια. Εν τω μεταξύ, η ερωτοτροπία του Ντάντλι καταλήγει σε πρόταση γάμου στη Μωντ. Όταν διαμαρτύρεται στον θείο της, ανακαλύπτει την παγίδα που της είχαν ετοιμάσει: ο θείος της προσπαθεί να την πείσει να δεχθεί. Ανακουφίζεται όταν ανακαλύπτεται ότι ο Ντάντλι είναι ήδη παντρεμένος και αφού τον αποκηρύσσει ο πατέρας του, αυτός και η γυναίκα του φεύγουν για την Αυστραλία. Όταν αυτό το σχέδιο αποτυγχάνει και η Μωντ κοντεύει να ενηλικιωθεί, ο Σίλας αποφασίζει να χρησιμοποιήσει πιο βίαιες μεθόδους για να αρπάξει την κληρονομιά του αδελφού του.

Ο Σίλας αποφασίζει ότι η Μίλι θα φοιτήσει σε ένα οικοτροφείο στη Γαλλία και τη διώχνει με την υπόσχεση ότι η Μωντ θα την ακολουθήσει σύντομα. Η Μωντ σοκαρισμένη ανακαλύπτει ότι η μαντάμ Ρουζιέρ βρίσκεται στο Μπάρτραμ-Χο στην υπηρεσία του θείου της και υποψιάζεται επίσης ότι ο Ντάντλι μπορεί να μην έχει φύγει. Παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της Μωντ, η Ρουζιέρ αναλαμβάνει να τη συνοδεύσει στο οικοτροφείο στη Γαλλία. Αφού αποκοιμήθηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, η Μωντ ξυπνά και διαπιστώνει ότι έκανε στην πραγματικότητα ένα ταξίδι μετ' επιστροφής στο Λονδίνο και τώρα βρίσκεται φυλακισμένη σε ένα δωμάτιο της έπαυλης χωρίς παράθυρο, υπό την επίβλεψη της Ρουζιέρ, ενώ όλοι πιστεύουν ότι βρίσκεται στη Γαλλία.

Η Μωντ αρνείται να πιει οτιδήποτε της προσφέρουν. Το κρασί που προορίζεται γι' αυτήν, το πίνει η Ρουζιέρ και αποκοιμιέται αμέσως στο κρεβάτι της Μωντ. Αργότερα το ίδιο βράδυ, ο Ντάντλι σκαρφαλώνει και μπαίνει στο αμυδρά φωτισμένο δωμάτιο, το οποίο είναι το ίδιο όπου έγινε η παλιά υποτιθέμενη αυτοκτονία. Το παράθυρο που χρησιμοποιεί είναι τοποθετημένο σε κρυφούς μεντεσέδες και ανοίγει μόνο από έξω. Κρυμμένη, η Μωντ βλέπει τον Ντάντλι να δολοφονεί βάναυσα τη Ρουζιέρ στο μισοσκόταδο, πιστεύοντας ότι είναι η Μωντ. Ο Σίλας μπαίνει στο δωμάτιο και συγχρόνως η Μωντ ξεφεύγει απαρατήρητη. Με τη βοήθεια της κόρης ενός υπηρέτη, φεύγει γρήγορα με μια άμαξα για το κτήμα της θείας της λαίδης Νόλις και μακριά από τον Μπάρτραμ-Χο.[7]

Ο θείος Σίλας βρίσκεται το πρωί νεκρός από υπερβολική δόση οπίου, ενώ ο Ντάντλι εξαφανίζεται και πιστεύουν ότι έφυγε για την Αυστραλία. Την εποχή της συγγραφής των περιστατικών της ιστορίας, η Μωντ είναι ευτυχισμένη και παντρεμένη με τον γοητευτικό νεαρό λόρδο Ίλμπερι.[8]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το 1947 έγινε μια κινηματογραφική μεταφορά Το μυστικό του κάστρου (Θείος Σίλας), σε σκηνοθεσία Τσαρλς Φρανκ και με τις Τζιν Σίμονς, Κατίνα Παξινού και Ντέρεκ Μποντ. [9]
  • Το 1989, έγινε μια διασκευή για την τηλεόραση του BBC με πρωταγωνιστή τον Πήτερ Ο' Τουλ με τίτλο Ο Σκοτεινός Άγγελος (The Dark Angel) .[10]
  • Το 2022 η ιρλανδική ταινία Lies We Tell σε σκηνοθεσία της Lisa Mulcahy [11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]