Ο δρόμος (μυθιστόρημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο δρόμος
η πρώτη αγγλιική σκληρόδετη έκδοση
ΣυγγραφέαςΚόρμακ ΜακΚάρθυ
ΤίτλοςThe Road
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης26  Σεπτεμβρίου 2006
ΜορφήΜυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας
ΒραβείαIgnotus Award for Best Foreign Novel
NPR Top 100 Science Fiction and Fantasy Books
Βραβείο Μυθοπλασίας Πούλιτζερ
βραβείο Τζέιμς Τέιτ Μπλακ Μεμόριαλ
Believer Book Award
Oprah's Book Club
Tähtivaeltaja Award
LC ClassOL40886W[1] και OL40873W[2]
LΤ ID1222607[3]
Πρώτη έκδοσηΆλφρεντ Α. Κνοπφ

Ο δρόμος ("The Road") είναι μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Αμερικανού συγγραφέα Κόρμακ ΜακΚάρθυ που εκδόθηκε στην Αμερική το 2006.
Ο πατέρας και ο γιός του ταξιδεύουν πεζή σε μια χώρα, σε μια γη, έρημη. Ο πλανήτης χτυπημένος από μια καταστροφή αποκαλυπτικού χαρακτήρα, δεν είναι ζωντανός πια, δεν μπορεί να δημιουργήσει κανενός είδους νέα ζωή. Τα μόνα ζωντανά όντα, οι άνθρωποι που επέζησαν της καταστροφής, προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα, βασιζόμενοι στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης και μόνο. Ο πατέρας και ο γιός ταξιδεύουν προς το Νότο και τη θάλασσα, την τελευταία ελπίδα σωτηρίας που ο πατέρας νομίζει πως έχουν.
Το έργο τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ (Μυθοπλασίας) το 2007, το βραβείο "James Tait Black Memorial Prize for Fiction" το 2006, καθώς και το βραβείο "Time Magazine Best Fiction Book of the Year", 2006.
Μέχρι στιγμής (2017), έχει κάνει 252 επανεκδόσεις και έχει μεταφραστεί σε 16 γλώσσες [4] μεταξύ των οποίων και στα ελληνικά. Πιο συγκεκριμένα το βιβλίο εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Καστανιώτης» σε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ, το 2007 - ISBN 978-960-03-4486-8 (253 σελ.) [5]
Το 2009 μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο με τον ίδιο τίτλο (Ο δρόμος) από τον Αυστραλοκαναδό σκηνοθέτη Τζον Χίλκοτ, (John Hillcoat).

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια μεγάλη καταστροφή (που ο συγγραφέας δεν διευκρινίζει ακριβώς το είδος της) έχει χτυπήσει τον πλανήτη Γη. Τεράστιες φωτιές έχουν ξεσπάσει και καταστρέφουν κάθε μορφή ζωής και κάθε ανθρώπινο έργο. Όσοι άνθρωποι κατάφεραν να επιβιώσουν ζουν ξαναγυρνώντας στην πρωτόγονη κατάσταση - ψάχνοντας συνεχώς για καταφύγιο και τροφή- αλλά με μια μεγάλη διαφορά: η Γη δεν μπορεί να τους θρέψει, δεν αναπαράγεται, δεν είναι πια ζωντανή. Φυτά και λουλούδια δεν φυτρώνουν πια, ζώα και πουλιά έχουν εξαφανιστεί, το φεγγάρι δεν προβάλει πια τη νύχτα, και ο ήλιος είναι αδύναμος, συνεχώς καλυμένος από στάχτες και σκόνη. Κάποια ανθρώπινα κατασκευάσματα : γέφυρες, σπίτια, ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, έχουν αντέξει και εκεί ανάμεσα οι εναπομείναντες άνθρωποι προσπαθούν να μείνουν ζωντανοί ακόμα μια μέρα. Σε αυτό το σκηνικό ένας άντρας και ένα μικρό αγόρι (πατέρας και γιός) διασχίζουν αυτήν την έρημη χώρα (που ο συγγραφέας δεν κατονομάζει) προσπαθώντας να φτάσουν κάπου, που θα βρουν τη σωτηρία. Στο Νότο, στη θάλασσα.
Ωστόσο στο Νότο, στη θάλασσα, δεν υπάρχει σωτηρία. Η θάλασσα νεκρή, εκατομμύρια ψάρια ξεβρασμένα στις μαύρες πλέον ακτές, ο χειμώνας να γίνεται όλο και βαρύτερος, η αγωνία για το φαγητό της επόμενης μέρας όλο και μεγαλύτερη. Ο πατέρας θα πεθάνει ένα βράδυ στην άκρη του δρόμου, αφού τα από καιρό κατεστραμμένα πνευμόνια του αδυνατούν να του παράσχουν άλλο οξυγόνο.
Το παιδί - με μόνη παρηγοριά - τα λόγια του πατέρα, θα συνεχίσει την πορεία του στον κόσμο. Υπάρχει ακόμα ελπίδα (;).

Ο ΜακΚάρθυ για το έργο του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 28 Μαρτίου του 2007, η διάσημη Όπρα Γουίνφρεϊ, διάλεξε το βιβλίο του ΜακΚάρθυ για να το συστήσει και να μιλήσει για αυτό στην εκπομπή της, "The Oprah Winfrey Show" μια τηλεοπτική εκπομπή που παρακολουθούν εκατομύρια τηλεθεατές σε όλο τον κόσμο. Στις 5 Ιουνίου ο συγγραφέας αποδέχτηκε (για πρώτη φορά στη ζωή του), την πρόσκληση και μίλησε για το βιβλίο και τη ζωή του στην εκπομπή της Όπρα. Εκεί μεταξύ άλλων, είπε πως η ιδέα για το βιβλίο του ήρθε το 2003 κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης του στο Ελ Πάσο μαζί με τον γιό του. Φαντάστηκε πως μπορεί να ήταν η πόλη εκατό χρόνια αργότερα, και είδε φωτιές στους λόφους γύρω της. Ωστόσο αυτή η ιδέα άρχισε να καρποφορεί μέσα του λίγα χρόνια μετά, όταν βρισκόταν σε ταξίδι στην Ιρλανδία, και έτσι προέκυψε το βιβλίο, που ο συγγραφέας αφιέρωσε στον (οχτάχρονο τότε) γιό του Τζον ΜακΚάρθυ, αφού τον θεωρεί επίσης συγγραφέα του έργου (αφού πολλοί από τους διαλόγους του βιβλίου είναι εμπνευσμένοι από παρόμοιες συζητήσεις μεταξύ πατέρα και γιού).[6]

Η ελληνική υποδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βιβλιοκριτικός της εφημερίδας "Καθημερινή" Σταυρούλα Σκαλίδη, θεωρεί ότι ο ΜακΚάρθυ είναι ένας ευαίσθητος συγγραφέας γιατί μπόρεσε να αφουγκραστεί τον κόσμο που ερχόταν. ..«Ο Κόρμακ Μακ Κάρθυ μένοντας στη σκιά για χρόνια και δουλεύοντας ακούραστα, μπόρεσε να αφουγκραστεί τον κόσμο που ερχόταν. Τον κόσμο της ήττας και της καταστροφής. Που στην αρχή έμοιαζε λογοτεχνικό σκηνικό, όμως δεν ήταν και τόσο. «Ο δρόμος» του είχε σταθεί πιο προφητικός από οποιοδήποτε έργο. Η κρίση που επακολούθησε, πρώτα στις Ηνωμένες Πολιτείες με είκοσι εκατομμύρια άστεγους και πόσα εκατομμύρια ανέργους ύστερα σε ολόκληρο τον κόσμο και ιδίως στη Γηραιά Ηπειρο, επιβεβαίωσε την αίσθηση του ερειπωμένου παλιού κόσμου, την ψυχολογία του επιζήσαντος μιας ιστορικής κατάρρευσης....»[7] Ο τρόπος γραφής από την άλλη, σύντομος, λιτός, όσες λέξεις χρειάζονται για να μιλήσεις όταν βρίσκεσαι σε κίνδυνο, διαμορφώνει και συμπληρώνει το σκηνικό της ερημιάς και του φόβου. «...Εκεί αναδεικνύεται και όλη η τέχνη του συγγραφέα. Ο Δρόμος του ΜακΚάρθυ δεν είναι ένα μελλοντολογικό θρίλερ αλλά ένα εξαίρετο δείγμα μυθιστορηματικής γραφής, στο οποίο ένας λόγος μεστός συμφύρει στη σχεδόν δωρική λιτότητά του τη σύγχρονη με την αρχαία (επική;)- περιπέτεια. Ο κοφτός, κατά τόπους τραχύς, ιδιόμορφος λόγος που συχνά αγνοεί και υπερβαίνει τα σημεία στίξης, κατορθώνει και εμπεριέχει σε θαυμαστή ισορροπία την απελπισία με το πείσμα, τον ζόφο με την υπέρβαση, το κανιβαλικό με το ανθρώπινο, τον σπαραγμό με την ποίηση. Η σκυτάλη της ζωής αλλά και της διήγησης, πηγαίνει- χωρίς ψευδαισθήσεις και εξωραϊσμούς- από πατέρα και συγγραφέα στον φυσικό αποδέκτη: στο αγόρι, «το μόνο εμπόδιο ανάμεσα σ΄ αυτόν και τον θάνατο». Τον αφηγηματικό φορέα του καλού και μιας ανήλικης παρορμητικής ηθικής, που κάνει το παιδί να φαντάζει «εξωγήινο. Πλάσμα από έναν πλανήτη που δεν υπήρχε πλέον».[8]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάλυση του έργου στα αγγλικά, https://web.archive.org/web/20171221210054/http://www.irosf.com/q/zine/article/10637

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]