Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο άρχοντας του Μπάλαντρε

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο άρχοντας του Μπάλαντρε
Εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης
ΣυγγραφέαςΡόμπερτ Λούις Στίβενσον
ΤίτλοςThe Master of Ballantrae
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1889
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςBallantrae
Πρώτη έκδοσηOrion Publishing Group
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο άρχοντας του Μπάλαντρε (αγγλικός τίτλος: The Master of Ballantrae) είναι μυθιστόρημα του Σκωτσέζου συγγραφέα Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον που γράφτηκε στην Ταϊτή. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες σε αμερικανικό περιοδικό το 1888 -1889 και εκδόθηκε σε βιβλίο τον Σεπτέμβριο του 1889.[1]

Η ιστορία επικεντρώνεται στη σύγκρουση μεταξύ δύο αδελφών Σκωτσέζων ευγενών που καταστρέφονται από το μίσος.

Το μυθιστόρημα έχει διασκευαστεί σε τηλεοπτικές σειρές, κινηματογραφικές ταινίες και κόμικς.[2]

Στη Σκωτία, τον 18ο αιώνα, στο αρχοντικό Ντιούρισντερ, ζουν οι δύο αδερφοί Ντιούρι: Ο Τζέιμς, ο άρχοντας του Μπάλαντρε, ο μεγαλύτερος της οικογένειας, είναι ένας νεαρός άνδρας ατίθασος, φιλόδοξος, ανήθικος, αλλά γοητευτικός και χαρισματικός. Ο Χένρι, ο μικρότερος αδελφός, είναι μετριοπαθής, ενάρετος, έντιμος και όχι ιδιαίτερα δημοφιλής. Στο αρχοντικό μένουν επίσης ο ηλικιωμένος πατέρας τους που έχει παραιτηθεί πια από τον έλεγχο του κτήματος και η δεσποινίς Άλισον Γκρέιμ, μια κοντινή συγγενής, ορφανή και κληρονόμος της περιουσίας που απέκτησε ο πατέρας της στο εμπόριο, αρραβωνιασμένη και πολύ ερωτευμένη με τον Τζέιμς.

Το μυθιστόρημα αρχίζει το 1745, τη χρονιά της εξέγερσης των Ιακωβιτών και παρουσιάζεται ως τα απομνημονεύματα του Εφραίμ Μακέλαρ, διαχειριστή του κτήματος Ντιούρισντερ. Γράφει ηλικιωμένος πια, αφηγούμενος την ιστορία του πολύ μετά τα γεγονότα, θρηνώντας για τις πολλές κακοτυχίες που έπεσαν στην ευγενή οικογένεια Ντιούρι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του.

Η εξέγερση

«Κορώνα πηγαίνω, γράμματα μένω», από εικονογράφηση του 1889

Όταν ο Κάρολος Εδουάρδος Στιούαρτ το 1745 συγκεντρώνει στρατό για να βαδίσει νότια και να διεκδικήσει τον θρόνο της Μεγάλης Βρετανίας, η οικογένεια βρίσκεται σε δίλημμα, όπως και οι περισσότερες οικογένειες σε όλη τη Σκωτία, και αποφασίζει μια κοινή στρατηγική: ο ένας γιος θα συμμετάσχει στην εξέγερση ενώ ο άλλος θα ενταχθεί στους πιστούς του βασιλιά Γεώργιου. Μ' αυτόν τον τρόπο, όποια πλευρά και αν κερδίσει, η θέση και η περιουσία της οικογένειας είναι διασφαλισμένη. Λογικά, ο μικρότερος γιος θα έπρεπε να συνταχθεί με τους επαναστάτες, αλλά ο Τζέιμς, με τη χαρακτηριστική βίαιη επιπολαιότητα του, επιμένει να πάει αυτός και κατηγορεί περιφρονητικά τον Χένρι ότι προσπαθεί να σφετεριστεί τη θέση του. Τα δύο αδέλφια συμφωνούν να ρίξουν ένα νόμισμα. Ο Τζέιμς κερδίζει και πηγαίνει να πολεμήσει δίπλα στον πρίγκιπα Κάρολο, ενώ ο Χένρι παραμένει υποστηρίζοντας τον βασιλιά. Η εξέγερση αποτυγχάνει και μετά την καθοριστική μάχη του Κάλλοντεν ο Τζέιμς θεωρείται νεκρός, οπότε ο Χένρι γίνεται κύριος της περιουσίας που διευθύνει προσεκτικά και υπεύθυνα. Μετά από επιμονή του πατέρα τους, η θλιμμένη αρραβωνιαστικιά του Τζέιμς παντρεύεται απρόθυμα τον Χένρι και η περιουσία της ανακουφίζει τα χρέη της οικογένειας. Τα χρόνια περνούν και ο Χένρι αντιμετωπίζεται με περιφρόνηση από τους κατοίκους της περιοχής επειδή πρόδωσε την εξέγερση. Η δε οικογένειά του τον αντιμετωπίζει με πλήρη αδιαφορία καθώς η σύζυγός του και ο πατέρας του περνούν το χρόνο τους θρηνώντας τον ήρωα Τζέιμς.[3]

Νέα του άρχοντα του Μπάλαντρε – και ένας δεύτερος αφηγητής

Ο κυβερνήτης και όλο το πλήρωμα ρίχνονται στη θάλασσα με τη μέθοδο του περπατήματος στη σανίδα, Γουόλτερ Πάτζετ

Τον Απρίλιο του 1749 έρχεται ο συνταγματάρχης Φράνσις Μπερκ, φέρνοντας μαζί του επιστολή του Τζέιμς, που είναι ακόμη ζωντανός και βρίσκεται στη Γαλλία. Σ' αυτό το σημείο, ο αφηγητής εισάγει μια άλλη ιστορία στην αφήγηση, τα απομνημονεύματα του συνταγματάρχη Μπερκ, από τα οποία ο Μακέλαρ εξάγει τις ενότητες που αναφέρονται στον Τζέιμς. Από κει φαίνεται ότι ο Τζέιμς συντάχθηκε με τον πρίγκιπα Κάρολο αποκλειστικά και μόνο για να κερδίσει χρήματα και ανώτερα αξιώματα σε περίπτωση επιτυχίας της εξέγερσης. Όταν όμως φάνηκε ότι η εξέγερση ήταν σίγουρο ότι θα αποτύγχανε, ο Τζέιμς τον εγκατέλειψε, φεύγοντας στη Γαλλία με τον Μπερκ. Ωστόσο, το πλοίο που τους μετέφερε, αφού κινδύνευσε για επτά μέρες στην κακοκαιρία, κατελήφθη από πειρατές.[4]

Ο Τζέιμς κατάφερε να ανατρέψει τον πειρατή και έγινε ο νέος καπετάνιος. Αποδείχθηκε βάναυσος και αδίστακτος, κούρσεψε πολλά πλοία και έσφαξε ή έριξε στη θάλασσα τα πληρώματα και τους επιβάτες τους για να μην τον αναγνωρίσουν. Μετά από πολλές περιπέτειες, έφθασαν στην ακτή της Βόρειας Καρολίνας, όπου ο Τζέιμς εγκατέλειψε το πλοίο και το πλήρωμά του, φεύγοντας κρυφά μαζί με τον Μπερκ και έναν πειρατή που εμπιστεύονταν κάπως - κάποιον Ντάτον που ισχυρίζονταν ότι ξέρει τον δρόμο μέσα στα έλη που έπρεπε να διασχίσουν όταν έβγαιναν στην ξηρά, παίρνοντας μαζί τους όλον τον θησαυρό που είχαν συγκεντρώσει. Όταν διέσχισαν τα αδιαπέραστα δασώδη έλη, με τον κίνδυνο των Ινδιάνων στο δάσος κοντά, ο Τζέιμς άφησε τον Ντάτον να πνιγεί στην κινούμενη άμμο, κλέβοντας το μερίδιο του θησαυρού του. Με τον Μπερκ επιβιβάστηκαν σε ένα εμπορικό πλοίο για το Όλμπανι. Στη συνέχεια προσπάθησαν να βρουν καταφύγιο ανάμεσα στους Γάλλους, που υποστήριξαν την εξέγερση. Πήραν μαζί για οδηγό έναν Ινδιάνο έμπορο, αλλά εκείνος πέθανε από πυρετό και οι δύο φυγάδες χάθηκαν στις άγριες ερημιές όπου περιπλανήθηκαν απελπισμένα αφού έθαψαν τον θησαυρό. Τελικά κατάφεραν να σωθούν και επέστρεψαν στη Γαλλία.[5]

Πίσω στη Σκωτία

Αφού μαθαίνει τα κατορθώματα του αδερφού του, ο Χένρι αποφασίζει να μην ενημερώσει σχετικά την οικογένεια για να μην τους λυπήσει. Αντίθετα, συνεχίζει να υποστηρίζει την εγκαταλελειμμένη ερωμένη του αδερφού του και το νόθο παιδί τους και να του στέλνει χρήματα. Ο Τζέιμς κατηγορεί τον Χένρι ότι του έκλεψε την κληρονομιά του και οι απαιτήσεις του διαρκώς αυξάνονται. Για να ανταποκριθεί, ο ευσυνείδητος Χένρι αναγκάζεται να κάνει τρομερές οικονομίες και αντιμετωπίζεται ως φιλάργυρος από την οικογένειά του, αλλά δεν τους λέει ότι στέλνει χρήματα για τον πλούσιο, σπάταλο τρόπο ζωής του αδελφού του. Η πικραμένη σύζυγός του τον αντιμετωπίζει με όλο και περισσότερη περιφρόνηση. Αυτό συνεχίζεται για επτά χρόνια. Τον Ιούλιο του 1756, ο Τζέιμς έχει μπλέξει πάλι και φυλακίζεται στη Γαλλία. Ενημερώνει τον αδελφό του για τα σχέδιά του να φύγει στην Ινδία, λέγοντάς του ότι θα χρειαστεί χρήματα για να το κάνει, αλλά ο Χένρι απαντά ότι το κτήμα έχει εξαντληθεί.

Ο άρχοντας του Μπάλαντρε επιστρέφει

Η μονομαχία, από εικονογράφηση του 1889

Τον Νοέμβριο του 1756, ο Τζέιμς επιστρέφει στο Ντιούρισντερ. Συναντά τον Χένρι στο δρόμο για το σπίτι και του λέει δυσοίωνα ότι ο Χένρι διάλεξε τη μοίρα του όταν δεν του έστειλε χρήματα για να πάει στην Ινδία. Ο πατέρας του και η γυναίκα του αδερφού του είναι πανευτυχείς για την επιστροφή του, καθώς δεν τον έχουν δει για 11 χρόνια. Η αφήγηση τον απεικονίζει σαν έναν αδυσώπητο τύπο – που υποκριτικά παρουσιάζεται ως ευγενικός και στοργικός γιος στον ηλικιωμένο λόρδο και τη νύφη του – αλλά όποτε είναι μόνος με τον Χένρι, εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία για να τον κοροϊδεύει και να τον προσβάλλει σκληρά, κατηγορώντας τον για όλα όσα έχουν πάει στραβά στη ζωή του, εντελώς αδιάφορος για τον τρόπο με τον οποίο ο Χένρι ρήμαξε το κτήμα για να χρηματοδοτήσει τον τρόπο ζωής του. Με σατανικά τεχνάσματα κάνει να φαίνεται ότι ο Χένρι προσβάλλει τον ίδιο. Για την οικογένεια φαίνεται ότι ο Τζέιμς είναι ένας ταλαιπωρημένος ήρωας και άγιος, ενώ ο Χένρι είναι ένα σκληρό, αναίσθητο τέρας. Ο Χένρι υπομένει όλες τις ταπεινώσεις με στωική σιωπή από σεβασμό προς τον πατέρα του που θα πέθαινε από τον πόνο του αν μάθαινε την αλήθεια.

Εξοργισμένος για τη μεταχείριση του καλού τίμιου αφέντη του, ο Μακέλαρ ανακαλύπτει στην αλληλογραφία του Τζέιμς γράμματα που αποδεικνύουν ότι πρόδωσε από καιρό τους Ιακωβίτες και έγινε κατάσκοπος της αγγλικής κυβέρνησης – αν και αυτός καυχιόταν συνέχεια στον πατέρα του, στην Άλισον, στους υπηρέτες και τους αγρότες για τους κινδύνους που διατρέχει επιστρέφοντας στη Σκωτία.

Τελικά, η ένταση φτάνει στο αποκορύφωμα όταν ο Τζέιμς λέει ότι η Άλισον είναι ακόμη ερωτευμένη μαζί του και τα αδέρφια καταφεύγουν σε μονομαχία. Ο Χένρι χτυπάει με το σπαθί του τον Τζέιμς που πέφτει στο έδαφος, φαινομενικά νεκρός. Όταν επιστρέφουν στο σημείο για να μεταφέρουν το πτώμα… είναι εξαφανισμένο! Ακολουθώντας τα ίχνη του αίματος και σπασμένους θάμνους μέχρι τον κόλπο, συνειδητοποιούν ότι οι λαθρέμποροι πρέπει να τον μετέφεραν.

Στην Ινδία

Ο ηλικιωμένος λόρδος αρρωσταίνει και πεθαίνει. Ο Μακέλαρ δείχνει στην Άλισον τα γράμματα που αποδεικνύουν ότι ο Τζέιμς είναι κατάσκοπος και υποκριτής, αλλά εκείνη τον αποδοκιμάζει και τα καίει. Όμως επί τέλους αντιλαμβάνεται την κατάσταση και τελικά συμφιλιώνεται με τον άντρα της. Αλλά είναι πολύ αργά: ο Χένρι έχει αλλάξει από τότε που σκότωσε τον αδελφό του. Ο Μακέλαρ ανησυχεί για τα λογικά του.

Ωστόσο, ο Τζέιμς έχει επιζήσει ως εκ θαύματος από την πληγή του και καθώς είχε κανονίσει να φύγει εκείνη τη νύχτα, οι λαθρέμποροι ως μέρος της συμφωνίας, τον πήραν νεκρό ή ζωντανό. Με τα χρήματα που εκβιαστικά έχει πάρει, πηγαίνει στην Ινδία για να κάνει την τύχη του.[6]

Νέα Υόρκη

Όταν ο Τζέιμς επανεμφανίζεται συνοδευόμενος από τον Ινδό ακόλουθό του Σεκούντρα Ντας, ο Χένρι παίρνει την οικογένειά του και μέσα στη νύχτα φεύγουν για τη Νέα Υόρκη, όπου η κυρία Ντιούρι έχει ένα οικογενειακό κτήμα. Ο Τζέιμς ορκίζεται να τους εντοπίσει και να τους καταστρέψει και πολύ σύντομα ανακαλύπτει πού βρίσκεται η οικογένεια και ξεκινάει για τη Νέα Υόρκη, με τον πιστό Μακέλαρ να σπεύδει επίσης, ελπίζοντας να προλάβει να προειδοποιήσει τον Χένρι για την άφιξη του αδελφού του. Όταν ο Τζέιμς φτάνει στην πόλη, προσπαθεί για άλλη μια φορά να στρέψει τους ανθρώπους εναντίον του Χένρι και καθώς δεν το καταφέρνει, υιοθετεί μια διαφορετική τακτική και ξεκινά να ταπεινώσει την οικογένεια. Εξασφαλίζει μια άθλια παράγκα και γίνεται ράφτης, με μια μεγάλη ταμπέλα που αναφέρει την καταγωγή του. Αλλά ο Χένρι δεν ενδιαφέρεται, απολαμβάνει ήσυχα την ταπείνωσή του. Ωστόσο, ο Μακέλαρ ανησυχεί.

Ο Τζέιμς ζητά από τον αδερφό του χρήματα για να βρει τον θαμμένο πειρατικό θησαυρό, αλλά ο Χένρι, που τώρα πέρασε πέρα ​​από την κανονικότητα στο εμμονικό μίσος, αρνείται. Αντίθετα, κανονίζει κρυφά με έναν λαθρέμπορο να συγκεντρώσει μια συμμορία και να παρουσιαστούν στον Τζέιμς ως πρόθυμοι να ξεκινήσουν μαζί του για να βρουν τον κρυμμένο θησαυρό, με πραγματικό σκοπό να τον δολοφονήσουν και για αμοιβή τους να πάρουν τον θησαυρό.

Έχοντας στείλει τον διαβολικό αδερφό του στις ερημιές με τη συμμορία δολοφόνων, ο Χένρι ανακαλύπτει ότι μια επίσημη αποστολή ξεκινά σχεδόν στην ίδια διαδρομή και ο Μακέλαρ και ο Χένρι ακολουθούν. Μερικές μέρες μετά, συναντούν τον μοναδικό επιζώντα της αποστολής του Τζέιμς που τους ανακοινώνει τον θάνατό του. Ο Χένρι αρνείται να πιστέψει ότι ο αδερφός του είναι νεκρός, πεπεισμένος ότι είναι ένα υπερφυσικό πνεύμα και ότι τίποτα δεν μπορεί να τον σκοτώσει. Πηγαίνουν όλοι μαζί στον τόπο ταφής και βρίσκουν τον Ινδό υπηρέτη να έχει ξεθάψει και να προσπαθεί να φέρει στη ζωή τον Τζέιμς. Ο νεκρός ανοίγει τα μάτια του για μια στιγμή και σ' αυτό το φρικιαστικό θέαμα ο Χένρι πέφτει στο έδαφος, νεκρός.

Ο Μακέλαρ μαθαίνει από τον Σεκούντρα Ντας ότι ο Τζέιμς συνειδητοποίησε γρήγορα ότι έχει σταλεί στη μέση του πουθενά με δολοφόνους να τον σκοτώσουν. Για να σωθεί, προσποιήθηκε ότι είναι νεκρός και ο Ινδός υπηρέτης τον έθαψε, με σκοπό να τον επαναφέρει στη ζωή σύντομα αλλά η τεχνική του Ινδού απέτυχε.

Ο Μακέλαρ θάβει τα δύο αδέρφια εκεί στην ερημιά, τοποθετώντας μια ξύλινη ταμπέλα πάνω από τους τάφους τους, και εκεί η αφήγηση τελειώνει απότομα.[7]

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ο άρχοντας του Μπάλαντρε, μετάφραση: Βασίλης Καλλιπολίτης, εκδόσεις Γκοβόστης