Ο Λέων του Πειραιώς
Ο Λέων του Πειραιώς είναι ένα μαρμάρινο γλυπτό, που προσομοιάζει με τον "λέοντα της Χαιρωνείας", ύψους υπέρ των 3 μέτρων το οποίο βρισκόταν στον μυχό του λιμένα του Πειραιά μέχρι το 1687 όταν το απήγαγε ο Φραγκίσκος Μοροζίνι.[1] Από την επιβλητική παρουσία του μνημείου, ο λιμένας ονομαζόταν και Πόρτο Λεόνε.
Σήμερα το γλυπτό αυτό κοσμεί την είσοδο του ναυστάθμου της Βενετίας.
Ιστορικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το λιοντάρι αρχικά κατασκευάστηκε περίπου το 360 π.Χ.[2]
Από τους αρχαίους συγγραφείς δεν έχουμε κάποιο απόσπασμα που να κάνει λόγο για το λιοντάρι. Η πρώτη αναφορά του λιμανιού ως Πόρτο Λεόνε[3] γίνεται σε ναυτικό χάρτη του Γενοβέζου Πέτρου Βισκόντι το 1318[4]. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το μνημείο δεν βρισκόταν εκεί από πιο παλιά.
Ο Παυσανίας και ο Στράβωνας οι οποίοι περιγράφουν τον Πειραιά κατά την περίοδο της παρακμής του, ενώ αναφέρονται σε πολλά μνημεία, πουθενά δεν αναφέρουν το λιοντάρι. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Άκερμπλαντ στο συμπέρασμα ότι φτιάχτηκε περίπου τον 2ο μ.Χ. αιώνα. Άλλοι ερευνητές υποθέτουν ότι φτιάχτηκε από τον μεγάλο δούκα της Αθήνας Γκυ ντε Λα Ρος και άλλοι πως φτιάχτηκε μεταξύ 11ου και 15ου αιώνα. Οι Ραφν, Γουάτμπλεντ, Σχινάς, Αρβανιτόπουλος, καθώς και ο γλύπτης Καννόβας, που επισκέφθηκε το λιοντάρι στη Βενετία, υποστηρίζουν πως είναι έργο της κλασικής περιόδου.
Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι η θέση που καταλάμβανε το λιοντάρι από το 1388 δεν είναι και η αρχική και αυτό γιατί στη συγκεκριμένη θέση υπήρχαν στην αρχαιότητα οι «Στοές». Σε πηγές αναφέρεται ότι υπήρχε ένα λιοντάρι στον μυχό του λιμανιού[4]. Εκτιμάται ότι το συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται μεταξύ του κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας και του Τινάνειου κήπου[5][4]. Οι Σπον και Γουέλερ, το 1675, αναφέρουν το ίδιο, προσθέτοντας ότι είχε μέγεθος τριπλάσιο του κανονικού. Παρατηρώντας τον σωλήνα που κατέληγε στο στόμα του μέσω της ράχης, συμπέραναν ότι χρησίμευε ως κρήνη[4][6][7].
Η παρουσία του μνημείου στο λιμάνι του Πειραιά τερματίζεται το 1687 με την αρπαγή του από τον ναύαρχο Φραγκίσκο Μοροζίνη[8]. Μεταφέρεται στη Βενετία ως λάφυρο μαζί με άλλα τρία λιοντάρια μικρότερου μεγέθους. Τα έργα αυτά βρίσκονται μέχρι σήμερα στον ναύσταθμο της Βενετίας[8]. Η αρπαγή των συγκεκριμένων λιονταριών δεν είναι τυχαία και αυτό γιατί έμβλημα της Βενετίας την εποχή εκείνη ήταν το λιοντάρι.
Επιγραφές του λιονταριού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πολύς λόγος έχει γίνει για τις επιγραφές στη ράχη του λιονταριού, οι οποίες και μπορούν ίσως να δώσουν απάντηση στο ερώτημα που αφορά το πότε και γιατί κατασκευάστηκε. Πρώτος ο Δανός Άκερμπλαντ το 1799 επικεντρώθηκε στο θέμα και εξέδωσε τα αποτελέσματα της έρευνάς του σε μια φιλολογική εσπερίδα στην Κοπεγχάγη. Πολλοί μετά απ’ αυτόν χρησιμοποίησαν ή τροποποίησαν τη συγκεκριμένη εργασία. Αξίζει να επισημάνουμε ότι ο πρώτος Έλληνας που ασχολήθηκε με τη μετάφραση των επιγραφών ήταν ο Α. Μουστοξύδης.
Το πότε χαράχτηκαν οι επιγραφές αυτές είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε πολλούς μελετητές[8]. Ο Λαμπόρντ υποστήριξε ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν την εποχή κατά την οποία το λιοντάρι μεταφέρονταν από τον Μαραθώνα στην Αθήνα. Υποστηρίζει δηλαδή ότι το μνημείο είναι δημιούργημα των Αθηναίων σε ανάμνηση της νίκης των Ελλήνων στην μάχη του Μαραθώνα[4]. Αντιθέτως, με βάση τον Μπύγκε, οι επιγραφές χαράχτηκαν γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα. Με αυτή την άποψη συμφωνεί και ο Γρηγορόβιος και προσθέτει πως οι επιγραφές χαράχτηκαν από την ακολουθία του Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα το 1018.
Ο Γκριμ τοποθέτησε χρονικά τη χάραξη των επιγραφών αυτών τον 12ο ή τον 13ο αιώνα. Οι λόγιοι της Άρκτου υποστηρίζουν την άποψη του Γρηγορόβιου και προσθέτουν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν κατ’ εντολή του κόμη Καίνιξμαρκ ή από στρατιώτη του για διασκέδαση το 1688.
Οι Άκερμπλαντ, Κόπις, Γκριμ, Μπύγκε, Γρηγορόβιος, Αρβανιτόπουλος και Χιωτέλης υποστήριξαν ότι οι επιγραφές χαράχτηκαν από Σουηδό μισθοφόρο, ο οποίος υπηρετούσε στη φρουρά των Βαράγγων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας τον 11ο αιώνα[9]. Ο Λαμπόρντ αντιτίθεται με την εκδοχή αυτή υποστηρίζοντας ότι οι Βάραγγοι δεν είχαν ούτε τη συνήθεια αλλά ούτε και τη γνώση που απαιτείται για τέτοιου είδους επιγραφές.
Η γλώσσα των επιγραφών υπήρξε πεδίο πολλών αντιπαραθέσεων και διαφωνιών. Ο Μπόσι και ο αρχαιολόγος Ντ' Ανκαρβίλ διακρίνουν πελασγική γραφή. Ο Λαμπόρντ υποστήριξε ότι μοιάζουν με ελληνικά, φοινικικά, σιναϊτικά γράμματα σε πρωτόγονη μορφή.
Αν και ο Οθωμανός συγγραφέας Εβλιγιά Τσελεμπί είχε ήδη αναφέρει σχέδια στο άγαλμα του λιονταριού, τα οποία απέδωσε σε έναν Τούρκο ναυτικό διοικητή, είναι πιο πιθανό ότι επρόκειτο για έγχρωμα σχέδια στο μάρμαρο που αργότερα φθείρονταν. Ο Άκερμπλαντ δημοσίευσε μια πρώτη περιγραφή των ρούνων[10] το 1800 στο δανικό περιοδικό Skandinavisk Museum II[11]. Ρουνικό[12] αλφάβητο χρησιμοποίησαν διάφοροι βόρειοι λαοί, κυρίως σκανδιναβικοί, για πάρα πολλούς αιώνες.
Ο πρώτος ο οποίος έδωσε πλήρη ερμηνεία των επιγραφών είναι ο Σουηδός Ραφν το 1856[13]. Μετάφραση της επιγραφής αυτής υπάρχει αυτούσια στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κων. Παπαρηγόπουλου και είναι η εξής[14][9]:
- Για την αριστερή πλευρά «Ο Χάνων με τον Ουλφ, Ασμούνδ και Οέρν κυρίευσαν αυτό το λιμάνι. Αυτοί μαζί με τον Χάραλδ τον Μακρό επέβαλαν βαριές χρηματικές ποινές εξαιτίας της αποστασίας του ελληνικού λαού. Ο Δαλκ αιχμαλωτίστηκε, ο Έγιλ και ο Ραγνάρ εκστράτευσαν σε Ρουμανία και Αρμενία».
- Για τη δεξιά πλευρά «Ο Άσμουνδ με τον Ασγείρ, Θορλείφ, Θορ και Ιβάρ χάραξαν τις επιγραφές αυτές κατόπιν παραγγελίας του Χάραλδ του Μακρού παρά την οργή των Ελλήνων να τους εμποδίσουν».
Οι ερμηνείες αυτές έχουν υιοθετηθεί από πολλούς, αλλά έχουν απορριφθεί επίσης από πολλούς. Ωστόσο το μόνο υπαρκτό πρόσωπο στην επιγραφή είναι ο Χάραλδ ο Μακρός[15], για τον οποίο όμως δεν υπάρχει μαρτυρία για την εμφάνισή του στον Πειραιά, παρά μόνο για τις δραστηριότητές του στην ευρύτερη περιοχή[16].
Θρύλοι και παραδόσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το λιμάνι του Πειραιά κατά τον μεσαίωνα ονομαζόταν Πόρτο Λεόνε ή Πόρτο Δράκο. Η ονομασία σύμφωνα με του θρύλους προέκυψε γιατί θεωρούσαν τους δράκους ανθρώπους, τεράστιους σε μέγεθος, οι οποίοι είχαν τη δύναμη να μεταμορφώνονται σε ανθρωπόμορφους λέοντες.
Οι Τούρκοι, από την άλλη πλευρά, το ονόμαζαν Ασλάν Λιμάνι, δηλαδή Λιμάνι του Λιονταριού[4]. Με βάση τον σχετικό θρύλο, κάποια Τούρκισσα που ήταν έγκυος έτυχε να κοιτάξει το άγαλμα και αμέσως γέννησε ένα τέρας με πρόσωπο λιονταριού, αυτιά όρθια σαν του λαγού και πόδια μικρού παιδιού. Πήδηξε στο έδαφος βγάζοντας κραυγές σαν γαβγίσματα σκύλου. Λέγεται ότι το σκότωσαν αμέσως και ότι απαγόρευσαν στον Γάλλο χειρούργο Φουσόν, που ήταν παρών να το ταριχεύσει και να το στείλει στη Γαλλία.
Προσπάθειες επαναπατρισμού
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προσπάθειες για την επιστροφή του λιονταριού έχουν γίνει από πολύ παλιά. Ήδη σε ένα φύλλο της εφημερίδας «Φωνή του Πειραιά» του 1945 αναφέρεται ότι το θέμα της επιστροφής έχει τεθεί και από πριν τον πόλεμο από την κυβέρνηση Μεταξά[4][8]. Με αφορμή το δημοσίευμα της εφημερίδας, ο τότε υπουργός Πρωτευούσης Κοτζιάς[8] έθεσε το ερώτημα στο Υπουργείο Παιδείας[4], το οποίο απαντώντας γνωστοποιεί ότι η αρχαιολογική υπηρεσία έχει προβεί στην αποστολή επιστολής ζητώντας την επιστροφή των δύο λιονταριών, που κοσμούσαν το λιμάνι. Βέβαια εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι γίνεται ένα μεγάλο λάθος, γιατί ένα ήταν το λιοντάρι που κοσμούσε το λιμάνι του Πειραιά.
Στις μέρες μας γίνονται και πάλι προσπάθειες για την επιστροφή αυτού του σημαντικού μνημείου. Έχει ιδρυθεί από τον Απόστολο Δόμβρο η «Επιτροπή Επιστροφής του Λέοντος»[8]. Παράλληλα με τις προσπάθειες που γίνονται, η επιτροπή είχε αναθέσει στον γλύπτη Γιώργο Μέγκουλα την κατασκευή αντίγραφου με σκοπό την ανταλλαγή και την τοποθέτηση του πραγματικού στη θέση του. Το αντίγραφο βρίσκεται στην είσοδο του λιμανιού, στη λεγόμενη «μπούκα»[4].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ (Αγγλικά) Miller, W. (1908) "The Latins in the Levant. A History of Frankish Greece (1204-1566)" (Cambridge and New York), σελ. 329. Αρχειοθετήθηκε 10/11/2017. Ανακτήθηκε 17/06/2017.
- ↑ Cornelius Vermeule, "Greek Funerary Animals, 450-300 B. C.", American Journal of Archaeology 76:1:49-59 (January 1972), JSTOR 503610, σελ. 53
- ↑ Goette, Hans Rupprecht (26 Σεπτεμβρίου 2002). Athens, Attica and the Megarid: An Archaeological Guide. Taylor & Francis. σελ. 141. ISBN 978-0-203-45881-5.
- 1 2 3 4 5 6 7 8 9 «Το λιοντάρι του Πειραιά (Ο Δρόμος του Δράκου)». Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2025.
- ↑ Ο Τινάνειος κήπος βρίσκεται απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Τριάδας στον Πειραιά. Δημιουργήθηκε το 1854 από τον γάλλο ναύαρχο Τινάν, από τον οποίο πήρε και το όνομα του. Ο Τινάν (1803-1876) ήταν ο επικεφαλής του αποβατικού σώματος που κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου το 1854 κατέλαβε τον Πειραιά. Αρνήθηκε την ίδρυση υγειονομικής ζώνης μεταξύ Πειραιά και Αθήνας για την πρόληψη της μετάδοσης της χολέρας, από την οποία είχαν προσβληθεί Γάλλοι ναύτες και στρατιώτες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών κατοίκων της Αθήνας. Έτσι ο επικεφαλής των δυνάμεων κατοχής που έσπειρε τη χολέρα, έμεινε στη μνήμη μας για την κατασκευή ενός κήπου. Αλλά ο κήπος αυτός συντηρεί κι άλλη μια ιστορική μνήμη. Ένα κομμάτι λαμαρίνας από το πλοίο "Clan Fraser" που εξερράγη, βρίσκεται εκεί σφηνωμένο στον κορμό ένός δέντρου για να θυμίζει τον βομβαρδισμό του Πειραιά από τα γερμανικά «Στούκα» το βράδυ της 6ης προς 7η Απριλίου 1941.
- ↑ Antiquities, British Museum Department of Greek and Roman (1833). Elgin and Phigaleian Marbles. Charles Knight. σελ. 36.
- ↑ Jarring, Gunnar (1978). «Evliya Celebi och Marmorlejonet från Pireus». Fornvännen (Swedish National Heritage Board) 85: 1–4. ISSN 1404-9430. http://fornvannen.se/pdf/1970talet/1978_001.pdf. Ανακτήθηκε στις 5 September 2010..
- 1 2 3 4 5 6 «Αρθρογραφία για τον Πειραιά του Δημήτρη Κρασονικολάκη: Ο Λέων του Πειραιώς». Αρθρογραφία για τον Πειραιά του Δημήτρη Κρασονικολάκη. 16 Μαΐου 2013. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2025.
- 1 2 Kendrick, T. D. (1 Ιανουαρίου 2004). A History of the Vikings. Courier Corporation. σελ. 176. ISBN 978-0-486-43396-7.
- ↑ «The Book of THoTH (Leaves of Wisdom) - Dragon». www.book-of-thoth.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2025.
- ↑ Thorgunn Snædal: Runinskrifterna på Pireuslejonet i Venedig. Riksantikvarieämbetet, Stockholm, 2014.
- ↑ Ρούνοι ή ρούνες ονομάζεται το αρχαίο αλφαβητικό σύστημα γραφής των βόρειων λαών της Ευρώπης, το οποίο η μυθολογική παράδοση αποδίδει στους θεούς και είναι κελτικής καταγωγής. Το χρησιμοποιούσαν οι Γερμανικοί λαοί πριν αποκτήσουν το δυτικό αλφάβητο, οι Τεύτονες, οι Βίκινγκς και φυσικά οι Κέλτες. Η λέξη ρούνος (rune), με βάση την ινδοευρωπαϊκή ρίζα ru, σημαίνει ψίθυρος, μυστικό. Αυτό συνεπάγεται και από την πρωταρχική χρήση που είχαν: η παράδοσή τους ήταν προφορική και μεταδιδόταν από τον σαμάνο ή τον δρυΐδη στον μαθητευόμενο και μόνο. Έτσι η χρήση των ρουνικών συμβόλων ως μέσου απομνημόνευσης των εννοιών και των δοξολογιών παρέμενε σε έναν κλειστό ιερατικό κύκλο. Ακόμη, εικάζεται ότι οι ρούνοι γράφονταν σε ξύλο, το οποίο, πέρα της φθαρτότητός του σε σχέση με την πέτρα και τον πάπυρο, καίγονταν κατά το τέλος της τελετής. Έτσι τα στοιχεία που έχουμε γι' αυτούς είναι κατά πολύ νεότερα της χρήσης τους (περίπου στα 200 μ.Χ.), ενώ ασαφή αποσπάσματα έχουμε σε πέτρες της Νορβηγίας ανάγουν τη χρήση του περί το 1300 π.Χ.
- ↑ Antiquarisk tidsskrift. J.D. Qvist. 1859. σελ. 3-69.
- ↑ «Ο τρομερός Χαράλδος και το χάραγμα του Πειραϊκού Λέοντα». Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2025.
- ↑ Αναχώρησε γύρω στα 1030 από την πατρίδα του και ερχόμενος στο Βυζάντιο διετέλεσε αρχηγός των Βαράγγων (αυτοκρατορική φρουρά) από το 1033 έως το 1043. Όντας αρχηγός της, πολέμησε εναντίον των Βουλγάρων και των Αράβων. Υπήρξε εραστής της Μαρίας, ανιψιάς της αυτοκράτειρας Ζωής. Αγαπήθηκε βέβαια και απ’ αυτήν την ηλικιωμένη γυναίκα χωρίς βέβαια να ανταποκριθεί στα αισθήματά της. Τέλος επέστρεψε στη Νορβηγία φορτωμένος με τόσο χρυσό, ώστε λέγεται ότι 12 αγόρια μόλις και μετά βίας μπορούσαν να κουβαλήσουν. Ως βασιλιάς της Νορβηγίας το 1047 υπήρξε σύμμαχος του Γουλιέλμου στην εκστρατεία του τελευταίου κατά της Αγγλίας. Σκοτώθηκε σε μάχη το 1066 κατά την οποία ο Γουλιέλμος κατέκτησε την Αγγλία.
- ↑ Heath, Ian· McBride, Angus (1999). The Vikings. Elite Series (repr έκδοση). Oxford: Osprey. ISBN 978-0-85045-565-6.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Περιοδικό Re-Port (τεύχος 1 4/2009, άρθρο Γεώργιου Λουτριανάκη)
- Πειραϊκό Αρχείο (εκδόσεις Σάκουλα 1980)
- Ο Πειραιεύς του Χρήστου Πανάγου (Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς - 1995)
- Πειραϊκά Μελετήματα του Μιχαήλ Γ. Βλάμου (Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς - 2003)
- Πειραϊκό Λεύκωμα (Έκδοση Κοινωνικής, Στ. Καραμπερόπουλος, Πειραιάς 2010)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Ο Λέων του Πειραιώς – Θεοδόσης Π. Τάσιος» στο YouTube. Ομιλία του προέδρου της Εταιρείας Διερεύνησης Αρχαιοελληνικής και Βυζαντινής Τεχνολογίας (ΕΔΑΒυΤ), καθηγητή Θ.Π. Τάσιου, με θέμα «Ο Λέων του Πειραιώς».