Οξεία χολαγγειίτιδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οξεία χολαγγειίτιδα
Ειδικότηταγαστρεντερολογία
Συμπτώματαίκτερος, πυρετός, κοιλιακό άλγος και ρίγος
Ταξινόμηση
ICD-10K83.9
ICD-9576.1
DiseasesDB2514
MedlinePlus000290
eMedicineemerg/96 med/2665
MeSHD002761

Η οξεία xολαγγειίτιδα ή χολαγγειίτιδα (cholangitis προέρχεται από την ελληνική chol- χολή + ang- αγγείο + itis - φλεγμονή) είναι φλεγμονή του χοληδόχου πόρου (ΧΠ) που συνήθως προκαλείται από βακτήρια ανερχόμενα από τον δωδεκαδάκτυλο (το πρώτο τμήμα του λεπτού εντέρου). Αυτό συμβαίνει όταν ο ΧΠ είναι ήδη μερικώς φραγμένος από χολόλιθους. [1][2] Η χολαγγειίτιδα μπορεί να είναι θανατηφόρος και θεωρείται ιατρικώς επείγουσα.[1] Τα χαρακτηριστικά της συμπτώματα περιλαμβάνουν ίκτερο, πυρετό, κοιλιακό άλγος και σε βαριές περιπτώσεις, χαμηλή αρτηριακή πίεση και σύγχυση. Αρχικά αντιμετωπίζεται με ενδοφλέβια χορήγηση υγρών και αντιβιοτικών, αλλά υπάρχει συχνά ένα σημαντικό πρόβλημα (καθώς υπάρχουν χολόλιθοι στον ΧΠ) που περαιτέρω εξετάσεις και αγωγές μπορεί να απαιτηθούν, συνήθως ενδοσκοπικά για να επέλθει απόφραξη του ΧΠ.[1][3]

Ενδείξεις και Συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άτομο με χολαγγειίτιδα μπορεί να παραπονείται για κοιλιακό άλγος (ειδικά στο δεξιό πάνω τεταρτημόριο της κοιλιακής χώρας), πυρετό, ρίγος και αίσθημα έντονης δυσφορίας. Μερικοί αναφέρουν ίκτερο (κίτρινη χρώση στο δέρμα και στο σκληρό χιτώνα του ματιού).[1] Κλινικές εξετάσεις περιλαμβάνουν εξέταση ίκτερου και ψηλάφηση της άνω κοιλιακής χώρας[1] και κλινικά χαρακτηρίζεται από την τριάδα του Charcot (κοιλιακό άλγος, ίκτερο και πυρετό με ρίγος).[4] Στο παρελθόν αυτό κάλυπτε το 50-70% των περιπτώσεων, ενώ πρόσφατα η συχνότητα έχει αναφερθεί ότι έπεσε στο 15-20%.[1] Η πεντάδα του Reynolds περιλαμβάνει την τριάδα του Charcot με την παρουσία σηπτικού σοκ (septic shock) και διανοητική σύγχυση.[5] Ο συνδυασμός αυτών των συμπτωμάτων δείχνει χειροτέρευση της κατάστασης και ανάπτυξη σήψης και εμφανίζεται λιγότερο.[1][2]

Στους ηλικιωμένους η νόσος είναι ασυμπτωματική (χωρίς τυπικές ενδείξεις και συμπτώματα) και μπορεί να υπάρξει κατάρρευση λόγω σηψαιμίας.[2] Σε εκείνους με ενδοφλέβια στεντ μπορεί να μην εμφανισθεί ίκτερος.[2]

Αίτια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έμφραξη του χοληδόχου πόρου (ΧΠ) που εμφανίζεται στην οξεία χολαγγειίτιδα οφείλεται γενικά στην εμφάνιση χολόλιθων. 10-30% των περιπτώσεων όμως οφείλονται σε άλλα αίτια, όπως καλοήθη νεοπλάσματα (benign structuring, στένωση του ΧΠ χωρίς παρουσία όγκου), μετεγχειρητική φθορά ή μεταβολή του ΧΠ, όπως στένωση της θέσης της αναστόμωσης (χειρουργική σύνδεση) και διάφορα νεοπλάσματα (καρκίνος του ΧΠ, καρκίνος της χοληδόχου κύστης, καρκίνος του φύματος του Vater, καρκίνος του παγκρέατος ή καρκίνος του δωδεκαδακτύλου).[6] Η χολαγγειίτιδα μπορεί επίσης να περιπλέξει τις ιατρικές διαδικασίες που έχουν σχέση με τον ΧΠ, ειδικά την ERCP (Endoscopic Retrograde Cholangio-Pancreatography). Για να μη γίνεται αυτό προτείνεται αυτοί που υποβάλλονται σε ERCP (ενδοσκοπική παλίνδρομη χολαγγειοπαγκρεατογραφία) να λαμβάνουν αντιβιοτικά για προληπτικό λόγο.[3]

Η παρουσία μόνιμου χολικού στεντ (όπως στον καρκίνο του παγκρέατος) αυξάνει ελαφρά τον κίνδυνο χολαγγειίτιδας, αλλά τα στεντ αυτού του τύπου χρειάζονται για να διατηρήσουν τον ΧΠ ώστε να ανθίσταται στην εξωτερική πίεση.[1]

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αιματολογικές εξετάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αιματολογικές εξετάσεις ρουτίνας δείχνουν χαρακτηριστικά οξείας φλεγμονής (αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων και αύξηση πρωτεϊνών C) και συνήθως μη φυσιολογικών αποτελεσμάτων ήπατος (LFTs). Στις περισσότερες περιπτώσεις τα αποτελέσματα αυτά υποδηλώνουν απόφραξη: υψηλά επίπεδα χολερυθρίνης, αλκαλικής φωσφατάσης και γ-glutamyl transpeptidase. Στα αρχικά στάδια όμως, η πίεση στα ηπατικά κύτταρα μπορεί να είναι το κύριο χαρακτηριστικό και οι εξετάσεις μοιάζουν με αυτές της ηπατίτιδας, με αυξημένα επίπεδα σε alanine transaminase και aspartate transaminase (τρανσαμινάσες).[1]

Οι εξετάσεις καθίζησης αίματος συχνά γίνονται σε άτομα με συμπτώματα πυρετού και ενδείξεις οξείας λοίμωξης. Αυτές οι εξετάσεις αποδεικνύουν την ύπαρξη βακτηριακής λοίμωξης σε 36% των περιπτώσεων[7], συνήθως μετά από 24-48 ωρών περιόδου επώασης. Στη χολή επίσης μπορεί να γίνει εξέταση ERCP (Endoscopic Retrograde Cholangio-Pancreatography). Τα πλέον συνηθισμένα βακτήρια που προξενούν οξεία χολαγγειίτιδα είναι gram (-) βακτήρια: Escherichia coli (25-50%), Klebsiella (15-20%) και Enterobacter (5-10%). Τα gram(+) cocci, enterococcus συντελούν σε ποσοστό 10-20%. Ένα μικρό ποσοστό των περιπτώσεων σε ηλικιωμένους και ειδικά σε ήδη χειρουργημένους στο χοληφόρο σύστημα οφείλεται σε οργανισμούς όπως Clostridium και Bacteroides. Στον αναπτυσσόμενο κόσμο η χολαγγειίτιδα μπορεί να προκληθεί από παρασιτικούς οργανισμούς όπως Ascaris lumbricoides και Clonorchis sinensis. Σε άτομα με AIDS ένας μεγάλος αριθμός από ευκαιριακούς οργανισμούς είναι γνωστό ότι προκαλούν AIDS χολαγγειοπαθεια, αλλά ταχέως έχει ελαττωθεί ο κίνδυνος αφότου εισήχθη η αποτελεσματική θεραπεία του AIDS.[1]

Απεικονιστικοί Έλεγχοι και Τεχνικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την προϋπόθεση ότι η οξεία χολαγγειίτιδα συνήθως λαμβάνει χώρα κατά την έναρξη της απόφραξης του ΧΠ, πολλοί τύποι απεικονιστικών τεχνικών μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αναγνωρίσουν την περιοχή και την φύση της απόφραξης. Η πρώτη είναι με χρήση υπέρηχων καθώς είναι η πλέον προσιτή και διαθέσιμη.[1] Οι υπέρηχοι μπορούν να δείξουν διεύρυνση του ΧΠ και αναγνωρίζουν 38% των χολόλιθων στο ΧΠ. Η μέθοδος αυτή όμως είναι σχετικά μειονεκτική στο να αναγνωρίζει χολόλιθους πιο κάτω από τον ΧΠ. Οι υπέρηχοι μπορούν να διαχωρίσουν περιπτώσεις χολαγγειίτιδας και χολοκυστίτιδας (λοίμωξη της χοληδόχου κύστης), που παρουσιάζουν παρόμοια συμπτώματα με την χολαγγειίτιδα αλλά εμφανίζεται διαφορετικά στους υπέρηχους.[8] Καλύτερος έλεγχος μπορεί να γίνει με την μαγνητική χολαγγειογραφεία (MRCP) που χρησιμοποιεί μαγνητική απεικόνιση συχνοτήτων (MRI).[8] Μικρότεροι λίθοι μπορεί να μην διαγνωσθούν με την MRCP και εξαρτάται από την ποιότητα του τεχνολογικού εξοπλισμού των νοσοκομείων.[1]

Η καλύτερη εξέταση για χοληδόχο απόφραξη είναι ακόμα η ενδοσκοπική χολαγγειοπαγκρεατογραφεία (ERCP). Περιλαμβάνει την χρήση ενδοσκοπίου (σωλήνας διερχόμενος από την στοματική κοιλότητα στον οισοφάγο, στομάχι και τέλος στον δωδεκαδάκτυλο) για να περάσει μια μικρή κάνουλα μέσα στο ΧΠ. Σε εκείνο το σημείο διοχετεύεται κατάλληλο υγρό για να δημιουργήσει συνθήκες ραδιοαντίθεσης και χρησιμοποιούνται ακτίνες Χ για παραλαβή οπτικής απεικόνισης του χοληφόρου συστήματος. Στην ενδοσκοπική απεικόνιση του φύματος μπορεί κάποιος να δει τυχόν διαστολές στο σχήμα του φύματος που οφείλονται στους χολόλιθους στην περιοχή του ΧΠ, ή κάποια επιμήκυνση στον ΧΠ. Στην απεικόνιση ακτινών Χ (χολαγγειόγραμμα) οι χολόλιθοι φαίνονται ως ανωμαλίες στις καμπύλες του πόρου. Για διαγνωστικούς σκοπούς, η ERCP τώρα έχει αντικατασταθεί από την MRCP.[1]

Παθογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το υγρό της χολής παράγεται από το ήπαρ και χρησιμεύει στο να εξαλείφει την χοληστερόλη και την χολερυθρίνη από το σώμα, όπως επίσης υδρολύει τα λιπίδια ώστε να γίνονται πιο διαλυτά στο ύδωρ για υποβοήθηση στην πέψη. Σχηματίζεται στο ήπαρ με την βοήθεια ηπατικών κυττάρων (hepatocytes) και εκκρίνεται μέσα στον ηπατικό πόρο. Μέρος του υγρού αποθηκεύεται μέσα στην χοληδόχο κύστη λόγω της πίεσης που ασκείται από τον σφιγκτήρα του Oddi, και μπορεί να ελευθερωθεί κατά την διάρκεια της πέψης. Η χοληδόχος κύστη επίσης συγκεντρώνει το υγρό της χολής με απορρόφηση ύδατος και διάλυση αλάτων από αυτό. Όλο το υγρό της χολής φθάνει στον δωδεκαδάκτυλο διαμέσου του κοινού τμήματος του ΧΠ και του φύματος του Vater. Ο σφιγκτήρας Oddi, βρίσκεται επί της επαφής του φύματος του Vater και του δωδεκαδάκτυλου, είναι ένας κυκλικός μυς που ελέγχει την έκλυση του υγρού της χολής και τις παγκρεατικές εκκρίσεις μέσα στην πεπτική οδό.[1]

Το χοληφόρο δένδρο φυσιολογικά είναι ελεύθερο από βακτηρίδια λόγω μηχανισμών προστασίας. Ο σφιγκτήρας του Oddi, ενεργεί ως μηχανικό φράγμα. Το χοληφόρο σύστημα φυσιολογικά παρουσιάζει χαμηλή πίεση (8-12 cm H2O) και επιτρέπει το υγρό να ρέει με ελεύθερη ροή. Η συνεχής ροή αποβάλλει τα βακτήρια, αν υπάρχουν αυτά, μέσα στον δωδεκαδάκτυλο και δεν επιτρέπει τη δημιουργία κάποιας λοίμωξης. Τα χοληφόρα άλατα[1] που περιέχονται στο χολικό υγρό και οι ανοσοσφαιρίνες[2] που καλύπτονται από το επιθήλιο του ΧΠ, προσφέρουν προστατευτικό ρόλο.

Η βακτηριδιακή μόλυνση από μόνη της απουσία της απόφραξης δεν καταλήγει σε χολαγγειίτιδα [2]. Όμως η αυξανόμενη πίεση εντός του χοληφόρου συστήματος (πάνω από 20 cm H2O)[9] που προκαλείται από την απόφραξη του ΧΠ αυξάνει το πλάτος της απόστασης μεταξύ των κυττάρων, προσβάλλει βακτηριακά το χοληφόρο υγρό και εισχωρεί στην κυκλοφορία του αίματος. Επιπλέον επιζημίως επηρεάζει την λειτουργία των κυττάρων Kupffer που εξειδικεύονται ως κύτταρα βακτηριοφάγου τα οποία εμποδίζουν τα βακτήρια να εισέλθουν στο χοληφόρο σύστημα. Τέλος, η αυξανόμενη πίεση του χοληφόρου συστήματος μειώνει την παραγωγή των IgA ανοσοσφαιρινών στο χοληφόρο υγρό.[10] Αυτό έχει ως αποτέλεσμα πάνω στην βακτηριακή εισβολή στην ροή του αίματος και δημιουργεί ενεργοποίηση του συνδρόμου SIRS (systematic inflammatory response syndrome) παρουσιάζοντας πυρετό με ρίγος, ταχυκαρδία, αυξανόμενη αναπνευστική λειτουργία και αύξηση της συγκέντρωσης των λευκών αιμοσφαιρίων. Το σύνδρομο SIRS παρουσία πιθανής ή επιβεβαιωμένης λοίμωξης καλείται σήψαιμία.[1]

Στην οξεία χολαγγειίτιδα, θεωρείται ότι οι οργανισμοί επιστρέφουν πίσω στο ΧΠ ως αποτέλεσμα μερικής απόφραξης και ελαττωμένης λειτουργίας του σφιγκτήρα του Oddi.[1] Άλλες θεωρίες σχετικά με την προέλευση των βακτηριδίων όπως διαμέσου της πυλαίας φλέβας ή δημιουργία από το έντερο είναι λιγότερο αξιόπιστες.

Αντιμετώπιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υγρά και αντιβιοτικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χολαγγειίτιδα απαιτεί εισαγωγή σε νοσοκομείο. Προτείνονται χορήγηση ενδοφλέβιων υγρών, ειδικά αν η πίεση του αίματος είναι χαμηλή, και λήψη αντιβιοτικών. Η αγωγή με αντιβιοτικά ευρέου φάσματος είναι συνήθης και αναγκαία έως ότου είναι γνωστό με βεβαιότητα ποιό παθογενές βακτήριο προκαλεί την λοίμωξη και σε πιο αντιβιοτικό είναι ευαισθητοποιημένο. Συνδυασμοί πενικιλίνης και aminoglycosides χρησιμοποιούνται ευρέως αν και η ciprofloxacin έχει αποδειχθεί ότι είναι αποτελεσματική στις περισσότερες περιπτώσεις και μπορεί να προτιμηθεί από τα aminoglycosides λόγω λιγότερων παρενεργειών. Η metronidazole συχνά προστίθεται για ειδική αγωγή της αναεροβικής παθογένειας, ειδικά σε αυτούς που είναι πολύ άρρωστοι ή διατρέχουν κίνδυνο αναεροβικής λοίμωξης. Τα αντιβιοτικά συνεχίζονται για 7-10 μέρες.[1] Τα φάρμακα τα οποία αυξάνουν την πίεση του αίματος (αντιπηκτικά vasopressors) μπορεί επίσης να απαιτηθούν για να αντισταθμίσουν την χαμηλή πίεση αίματος.[2]

Ενδοσκόπηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η καθοριστική αντιμετώπιση για την χολαγγειίτιδα είναι η ανακούφιση από υποθήλια χοληφόρο απόφραξη.[1] Αυτό συνήθως αναβάλλεται μέχρι 24-48 ώρες μετά την εισαγωγή, όταν ο ασθενής είναι σταθερός και έχει δείξει μερική πρόοδο με αντιβιοτικά, αλλά μπορεί να χρειαστεί ως επείγουσα αντιμετώπιση στην περίπτωση εξέλιξης της επιδείνωσης παρότι ακολουθεί ικανοποιητική αγωγή ή τα αντιβιοτικά δεν είναι ικανοποιητικά στο να ελαττώσουν τις ενδείξεις λοίμωξης (το οποίο συμβαίνει στο 15% των περιπτώσεων).[2][3]

Η απεικόνιση ERCP είναι η πλέον συνηθισμένη προσέγγιση στο να αποφράξει το ΧΠ (χοληδόχο πόρο). Αυτό περιλαμβάνει ενδοσκόπηση (εισαγωγή αγωγού εσωτερικά διαμέσου στομάχου μέχρι τον δωδεκαδάκτυλο), αναγνώριση του φύματος του Vater και εισαγωγή ενός μικρού αγωγού μέσα στον ΧΠ. Μια σφιγκτεροτομή (κάνοντας τομή στον σφιγκτήρα του Oddi) γίνεται για να διευκολύνει την ροή του χοληφόρου υγρού από τον πόρο και να επιτρέψει εισαγωγή οργάνων για να εξαγάγουν τους χολιδόλιθους που αποφράσουν το κοινό τμήμα του ΧΠ. Εναλλακτικά ή πρόσθετα, το κοινό τμήμα στένωσης του ΧΠ μπορεί να διασταλεί με χρήση μπαλονιού.[11] Οι λίθοι μπορούν να αφαιρεθούν ή με απευθείας απορρόφηση ή χρησιμοποιώντας διάφορα όργανα συμπεριλαμβανομένων μπαλόνια και καλάθια να απορροφηθούν επιλεκτικά οι λίθοι από ΧΠ στον δωδεκαδάκτυλο. Οι αποφράξεις που προκαλούνται από μεγαλύτερους λίθους μπορούν να απαιτήσουν την χρήση ενός οργάνου που είναι γνωστό ως μηχανικός λιθοσπάστης για να τεμαχίσει τους λίθους πριν από την απομάκρυνση.[12] Οι λίθοι που αποφράσσουν που είναι πολύ μεγάλοι για να απομακρυνθούν ή να τεμαχιστούν μηχανικά με την μέθοδο ERCP, μπορεί να επιτευχθούν με εξωσωματική λιθοτριψία. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιεί ηχητικά κρουστικά κύματα ελεγχόμενα εξωτερικά του σώματος για να σπάσουν τις πέτρες.[13] Μια εναλλακτική ενδοσκοπία που είναι γνωστή ως χολαγγειοσκοπία εισάγεται με την μέθοδο ERCP για απευθείας οπτικό έλεγχο των λίθων. Ένας καθετήρας χρησιμοποιεί ηλεκτρισμό για να παράγει κρουστικά κύματα τα οποία τεμαχίζουν τους λίθους φραγής.[14] Σπάνια, εγχειρητική εξερεύνηση του κοινού τμήματος του ΧΠ (με τον όρο χολιδοεκτομή), η οποία μπορεί να εφαρμοσθεί με λαπαροσκόπηση, απαιτείται για να αφαίρεσει τον λίθο.[15]

Οι στενώσεις μπορούν να γεφυρωθούν με ένα στέντ, από κοιλοσωλήνα που διατηρεί τον πόρο ανοικτό. Αφαιρούμενα πλαστικά στέντς χρησιμοποιούνται σε περιπτώσεις χολόλιθων λιγότερο πολύπλοκες ενώ μόνιμα αυτοδιαστολούμενα μεταλλικά στέντς με μεγαλύτερη διάρκεια ζωής χρησιμοποιούνται αν η απόφραξη οφείλεται σε πίεση η οποία προκαλείται από όγκο όπως είναι ο καρκίνος του παγκρέατος. Η ρινοσωλήνωση σ΄ αυτή την περίπτωση δεν είναι εφαρμόσιμη. Η ρινοσωλήνωση είναι ένας πλαστικός σωλήνας διερχόμενος από τον ΧΠ διαμέσου του στομάχου και της ρινός και επιτρέπει το συνεχές στράγγισμα του χοληφόρου υγρού σε ένα εξωτερικό δοχείο. Είναι όμοια της γαστροσκόπησης, αλλά περνά στην κοινή περιοχή του ΧΠ απευθείας και επιτρέπει το απευθείας Χ ray χολαγγειογράμματα να γίνονται για να διερευνήσουν το μέγεθος της έμφραξης του ΧΠ.

Μπορεί να προβεί δύσκολο να επιτευχθεί ενδοσκοπική πρόσβαση στην έμφραξη στην ψιλότερη περιοχή του Χοληφόρου συστήματος ή όταν υπάρχει στένωση στην προηγειθίσα αναστόμωση ανάμεσα στον ΧΠ με τον δωδεκαδάκτυλο. Όταν αυτό συμβεί (PTC) (percutaneous transhepatic cholamgiography) μπορεί να απαιτηθεί για ανακούφιση της πίεσης. Αυτό περιλαμβάνει ταυτοποίηση του ΧΠ από υπέρηχο και μετά διαπερνώντας ένα σωλήνα διαμέσου του δέρματος (percutaneous).[3] Η μέθοδος PTC γενικά εκτελείται από ραδιολόγους. Επειδή η PTC παρουσιάζει επιπλοκές κατά την διαδικασία, περαιτέρω σποραδικές προσπάθειες προτιμώνται από έμπειρους ιατρούς με την μέθοδο ERCP.[1]

Συνεχής μόλυνση του ΧΠ από στέντς ( όπως μπορούν να συμβούν σε χρόνιες περιπτώσεις όπως όγκος στην κεφαλή του πάγκρεας)απαιτεί επαναλαμβανόμενους ραδιολογικούς ελέγχους των στέντς για αντικατάσταση.[2]


Χολοκυστεκτομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όλοι οι χολόλιθοι της οξείας χολαγγειίτιδας πραγματικά προέρχονται από την χοληδόχο κύστη, αλλά χολοκυστεκτομή ( χειρουργική αφαίρεση της χοληδόχου κύστεως) συστήνεται γενικά σε άτομα τα οποία έχουν αντιμετωπιστεί για χολαγγειίτιδα που οφείλεται σε χολόλιθους. Αυτή καθυστερείται έως ότου όλα τα συμπτώματα έχουν διαγνωσθεί και ERCP ή MRCP έχουν επιβεβαιώσεί ότι ο ΧΠ είναι καθαρός από χολόλιθους.[1][2][3] Τα άτομα τα οποία δεν έχουν υποστεί χολοκυστεκτομή παρουσιάζουν αυξανόμενο κίνδυνο επαναφοράς πόνου, ικτέρου και περαιτέρω επεισόδια χολαγγειίτιδας, και χρειάζονται περαιτέρω μέθοδο ERCP ή σχετικές με αυτή μεθόδους. Στην περίπτωση αυτή ο κίνδυνος του θανάτου είναι επίσης αυξημένος.[16]

Πρόγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην οξεία χολαγγειίτιδα υπάρχει και ο κίνδυνος του θανάτου με κύρια αιτία το σοκ με επιπλοκές λοιμώξεων. Πρόοδοι στην διάγνωση και θεραπεία έχουν φέρει μείωση στη θνησιμότητα.[6] Πριν το 1980 η θνησιμότητα ήταν μεγαλύτερη του 50%, αλλά μετά το 1980 ήταν 10-30% [6].. Ασθενείς με συμπτώματα δυσλειτουργίας πολλαπλών οργάνων πιθανόν να πεθάνουν εκτός και αν υποβληθούν από νωρίς σε καθετηριασμό και θεραπεία με αντιβιοτικά. Αλλοι λόγοι θανάτου επακόλουθοι της χολαγγειίτιδας περιλαμβάνουν καρδιακή ανεπάρκεια και πνευμονία.[17]

Παράγοντες κινδύνου με αυξημένη επικινδυνότητα θανάτου περιλαμβάνουν μεγάλη ηλικία, τις γυναίκες (θηλυκό γένος), ιστορικό κίρρωσης ήπατος, στένωση χοληδόχων λόγω καρκίνου και αποστήματα στο πάγκρεας.[18] Επιπλοκές που ακολουθούν οξεία χολαγγειίτιδα περιλαμβάνουν νεφρική ανεπάρκεια, αναπνευστική ανεπάρκεια (ανικανότητα του αναπνευστικού συστήματος να οξυγονώσει το αίμα και ή να εξαλείψει μειώσει το διοξείδιο του άνθρακα), καρδιακές αρρυθμίες, πνευμονία, εσωτερική αιμορραγία στο γαστρεντερικό σύστημα και ισχαιμία του μυοκαρδίου ( έλλειψη ροής αίματος στην καρδιά που έχει ως επακόλουθο τις καρδιακές προσβολές.[17]

Επιδημιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο δυτικό κόσμο, περίπου 15% των ανθρώπων έχουν χολόλιθους στη χοληδόχο κύστη τους αλλά η πλειονότητα δεν το γνωρίζουν και δεν έχουν συμπτώματα (είναι ασυμπτωτικοί). Πάνω από 10 έτη, 15-26% θα υποφέρουν με ένα ή και παραπάνω επεισόδια κολικού ήπατος (αφύσικο πόνο λόγω της διέλευσης χολόλιθων διαμέσου του ΧΠ μέσα στην πεπτική οδό), και 2-3% θα εμφανίσουν επιπλοκές όπως οξεία παγκρεατίτιδα, χολοκυστίτιδα ή οξεία χολαγγειίτιδα.[3] Εξάπλωση των ασθενειών σχετικά με τη χολή αυξάνουν με την ηλικία και το λίπος του σώματος (δείκτης λίπους, παχυσαρκίας, λιπομέτρησης). Όμως κίνδυνος επίσης αυξάνει στα άτομα που χάνουν βάρος γρήγορα, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τέλος οι χολόλιθοι είναι περισσότερο στις γυναίκες συνήθεις από ότι στους άνδρες, και η εγκυμοσύνη αυξάνει περαιτέρω τον κίνδυνο.[19]

Ιστορικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Dr Jean-Martin-Charcot, εργαζόμενος στο νοσοκομείο Salperiere του Παρισιού, ασχολήθηκε με την χολαγγειίτιδα το 1877 και ο κλινικός χαρακτηρισμός τριάδα του Charcot πήρε το όνομά του.[4] Ο Dr Benedict M. Reynolds, αμερικάνος χειρουργός το 1959 με το συνεργάτη του Dr. Everett L. Dargan καθιέρωσαν την πεντάδα των συμπτωμάτων που καθορίζουν την χολαγγειίτιδα και πήρε και το όνομά του.[5] Παρέμεινε ως περίπτωση χειριζόμενη από χειρουργούς με έρευνα του ΧΠ και εκτομή των χολόλιθων, έως την επικράτηση της τεχνικής και διαγνωστικής μεθόδου ERCP, το 1968[20] Η ERCP εκτελείται από εσωτερικό παθολόγο ή ειδικούς γαστρεντερολόγους. Το 1992 αποδείχτηκε ότι η ERCP ήταν γενικά ασφαλέστερη από την χειρουργική επέμβαση στην οξεία χολαγγειίτιδα.[21]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 1,13 1,14 1,15 1,16 1,17 1,18 1,19 1,20 Kinney TP (April 2007). «Management of ascending cholangitis». Gastrointest Endosc Clin N Am 17 (2): 289–306. doi:10.1016/j.giec.2007.03.006. PMID 17556149. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 2,7 2,8 Oddsdόttir M, Hunter JG (2005). «Gallbladder and the extrahepatic biliary system (chapter 31)». Στο: Brunicardi FC, Anderson DK, Billiar TR, Dunn DL, Hunter JG, Pollock RE. Schwartz's Principles of Surgery (Eighth έκδοση). McGraw-Hill. σελ. 1203. ISBN 0-07141090-2. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: editors list (link)
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 Williams EJ, Green J, Beckingham I, Parks R, Martin D, Lombard M (2008). «Guidelines on the management of common bile duct stones». Gut 57 (7): 1004–1021. doi:10.1136/gut.2007.121657. PMID 18321943. http://gut.bmj.com/cgi/content/full/57/7/1004. 
  4. 4,0 4,1 Charcot JM (2004) [1877]. Leçons sur les maladies du foie, des voies biliaires et des reins faites à la Faculté de médecine de Paris: Recueillies et publiées par Bourneville et Sevestre. Paris: Bureaux du Progrés Médical & Adrien Delahaye. ISBN 1-42121-387-7. 
  5. 5,0 5,1 Reynolds BM, Dargan EL (August 1959). «Acute obstructive cholangitis; a distinct clinical syndrome». Ann Surg 150 (2): 299–303. doi:10.1097/00000658-195908000-00013. PMID 13670595. PMC 1613362. https://archive.org/details/sim_annals-of-surgery_1959-08_150_2/page/299. 
  6. 6,0 6,1 Kimura Y, Takada T, Kawarada Y et al. (2007). «Definitions, pathophysiology, and epidemiology of acute cholangitis and cholecystitis: Tokyo Guidelines». J Hepatobiliary Pancreat Surg 14 (1): 15–26. doi:10.1007/s00534-006-1152-y. PMID 17252293. 
  7. Sung JJ, Lyon DJ, Suen R, Chung SC, Co AL, Cheng AF, Leung JW, Li AK (June 1995). «Intravenous ciprofloxacin as treatment for patients with acute suppurative cholangitis: a randomized, controlled clinical trial». J Antimicrob Chemother 35 (6): 855–864. doi:10.1093/jac/35.6.855. PMID 7559196. 
  8. 8,0 8,1 Varghese JC, Liddell RP, Farrell MA, Murray FE, Osborne DH, Lee MJ (January 2000). «Diagnostic accuracy of magnetic resonance cholangiopancreatography and ultrasound compared with direct cholangiography in the detection of choledocholithiasis». Clin Radiol 55 (1): 25–35. doi:10.1053/crad.1999.0319. PMID 10650107. https://archive.org/details/sim_clinical-radiology_2000-01_55_1/page/25. 
  9. Huang T, Bass JA, Williams RD (May 1969). «The significance of biliary pressure in cholangitis». Arch Surg 98 (5): 629–632. PMID 4888283. 
  10. Sung JY, Costerton JW, Shaffer EA (May 1992). «Defense system in the biliary tract against bacterial infection». Dig Dis Sci 37 (5): 689–96. doi:10.1007/BF01296423. PMID 1563308. https://archive.org/details/sim_digestive-diseases-and-sciences_1992-05_37_5/page/689. 
  11. Heo JH, Kang DH, Jung HJ, et al. (October 2007). «Endoscopic sphincterotomy plus large-balloon dilation versus endoscopic sphincterotomy for removal of bile-duct stones». Gastrointest Endosc 66 (4): 720–6; quiz 768, 771. doi:10.1016/j.gie.2007.02.033. PMID 17905013. https://archive.org/details/sim_gastrointestinal-endoscopy_2007-10_66_4/page/720. 
  12. Caddy GR, Tham TC (2006). «Gallstone disease: Symptoms, diagnosis and endoscopic management of common bile duct stones». Best Pract Res Clin Gastroenterol 20 (6): 1085–101. doi:10.1016/j.bpg.2006.03.002. PMID 17127190. 
  13. Hochberger J, Tex S, Maiss J, Hahn EG (October 2003). «Management of difficult common bile duct stones». Gastrointest Endosc Clin N Am 13 (4): 623–34. doi:10.1016/S1052-5157(03)00102-8. PMID 14986790. 
  14. Arya N, Nelles SE, Haber GB, Kim YI, Kortan PK (December 2004). «Electrohydraulic lithotripsy in 111 patients: a safe and effective therapy for difficult bile duct stones». Am J Gastroenterol 99 (12): 2330–4. doi:10.1111/j.1572-0241.2004.40251.x. PMID 15571578. https://archive.org/details/sim_american-journal-of-gastroenterology_2004-12_99_12/page/2330. 
  15. Karaliotas C, Sgourakis G, Goumas C, Papaioannou N, Lilis C, Leandros E (December 2007). «Laparoscopic common bile duct exploration after failed endoscopic stone extraction». Surg Endosc Online (8): 1826–31. doi:10.1007/s00464-007-9708-8. PMID 18071799. 
  16. McAlister VC, Davenport E, Renouf E (2007). McAlister, Vivian, επιμ. «Cholecystectomy deferral in patients with endoscopic sphincterotomy». Cochrane Database Syst Rev (4): CD006233. doi:10.1002/14651858.CD006233.pub2. PMID 17943900. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-07-16. https://archive.today/20120716160957/http://onlinelibrary.wiley.com/o/cochrane/clsysrev/articles/CD006233/frame.html. Ανακτήθηκε στις 2011-12-02. 
  17. 17,0 17,1 Lai EC, Tam PC, Paterson IA, Ng MM, Fan ST, Choi TK, Wong J (January 1990). «Emergency surgery for severe acute cholangitis. The high-risk patients». Ann Surg 211 (1): 55–9. doi:10.1097/00000658-199001000-00009. PMID 2294844. PMC 1357893. https://archive.org/details/sim_annals-of-surgery_1990-01_211_1/page/55. 
  18. Gigot JF, Leese T, Coutinho J, Castaing D, Bismuth Η (April 1989). «Acute cholangitis. Multivariate analysis of risk factors». Ann Surg 209 (4): 435–8. doi:10.1097/00000658-198904000-00008. PMID 2930289. 
  19. Bateson MC (June 1999). «Fortnightly review: gallbladder disease». BMJ 318 (7200): 1745–8. PMID 10381713. PMC 1116086. http://www.bmj.com/cgi/content/full/318/7200/1745. 
  20. McCune WS, Shorb PE, Moscovitz Η (May 1968). «Endoscopic cannulation of the ampulla of vater: a preliminary report». Ann Surg 167 (5): 752–6. doi:10.1097/00000658-196805000-00013. PMID 5646296. PMC 1387128. https://archive.org/details/sim_annals-of-surgery_1968-05_167_5/page/752. 
  21. Lai EC, Mok FP, Tan ES, et al. (June 1992). «Endoscopic biliary drainage for severe acute cholangitis». N Engl J Med 326 (24): 1582–6. doi:10.1056/NEJM199206113262401. PMID 1584258. 
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Ascending cholangitis της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).