Μετάβαση στο περιεχόμενο

Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης
Η Εύα στέφει τον Βάλτερ φον Στόλτσινγκ
ΤίτλοςDie Meistersinger von Nürnberg
Die meistersinger von Nürnberg[1]
ΓλώσσαΓερμανικά
Ημερομηνία δημιουργίας1845
Ημερομηνία δημοσίευσης21  Ιουνίου 1868
Μορφήόπερα
ΧαρακτήρεςΝυχτοφύλακας[2][3], Βάλτερ φον Στόλτσινγκ[2][3], Φριτς Κότνερ[2][3], Χανς Ζαξ[2][3], Χανς Φολτς[2][3], Μαγκνταλένα[2][3], Κουντς Φόγκελγκεζάνκ[2][3], Βάιτ Πόγκνερ[2][3], Ούλριχ Άισλινγκερ[2][3], Μπαλτάσαρ Τσορν[2][3], Εύα[2], David[2][3], Χέρμαν Όρτελ[2][3], Χανς Σβαρτς[2][3], Ογκουστίν Μόζερ[2][3], Κόνραντ Νάχτιγκαλ[2][3], Σίξτους Μπέκμεσερ[2][3], Βάιτ Πόγκνερ[3] και Αστοί και γυναίκες όλων των συντεχνιών, τεχνίτες, μαθητευόμενοι, νεαρά κορίτσια, άνθρωποι της Νυρεμβέργης[3]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Οι αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης (γερμανικά:Die Meistersinger von Nürnberg) είναι όπερα σε τρεις πράξεις και τέσσερις σκηνές του Ρίχαρντ Βάγκνερ βασισμένη σε λιμπρέτο που έγραψε ο ίδιος. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στις 21 Ιουνίου 1868 στην Κρατική Όπερα της Βαυαρίας στο Μόναχο. Ο χρόνος της παράστασης είναι περίπου 5 ώρες.[4]

Η υπόθεση διαδραματίζεται στη Νυρεμβέργη στα μέσα του 16ου αιώνα. Την εποχή εκείνη, η Νυρεμβέργη ήταν μια ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη και ένα από τα κέντρα της Αναγέννησης στη Βόρεια Ευρώπη. Αναφέρεται στις δραστηριότητες της συντεχνίας των Αρχιτραγουδιστών, μιας ιδιότυπης καλλιτεχνικής τάξης, που την αποτελούσαν ερασιτέχνες λυρικοί ποιητές και κορυφαίοι τραγουδιστές, οι οποίοι διατήρησαν ζωντανή τη γερμανική παραδοσιακή τέχνη του τραγουδιού και διοργάνωναν συχνά μουσικούς διαγωνισμούς. Ο Βάγκνερ αναγνωρίζει τη συμβολή τους στη διαφύλαξη της «ευγενούς και γερμανικής» τέχνης του τραγουδιού, ωστόσο σατιρίζει τους αυστηρούς κανόνες τους και την προσκόλληση στην παράδοση. Δύο από τους χαρακτήρες, ο τσαγκάρης-ποιητής Χανς Ζαξ (σε πρωταγωνιστικό ρόλο) και ο χαλκωματάς-ποιητής Χανς Φολτς, βασίζονται σε ιστορικά πρόσωπα, τους διάσημους αρχιτραγουδιστές Χανς Φολτς (1437-1513) και Χανς Ζαξ (1494–1576).[5]

Είναι η δεύτερη κωμική όπερα του Βάγκνερ, μετά την πρώιμη κωμωδία Απαγορευμένος έρωτας, που συνέθεσε το 1836 σε ηλικία 23 ετών. Οι δύο κωμωδίες είναι οι μόνες που διαδραματίζονται σε συγκεκριμένο γεωγραφικό τόπο και όχι σε μυθικό ή θρυλικό σκηνικό και βασίζονται σε μια ιστορία χωρίς υπερφυσικές ή μαγικές δυνάμεις.

Η όπερα πραγματεύεται θέματα όπως η παράδοση εναντίον της καινοτομίας, ο αγώνας για δημιουργική ελευθερία και η σημασία της αληθινής αγάπης και ειλικρίνειας. Έχει και πολιτική διάσταση, καθώς διαδραματίζεται σε μια εποχή που η γερμανική εθνική ενοποίηση ήταν φλέγον ζήτημα και ο πολιτισμός και η μουσική τάχθηκαν υπέρ της προώθησης της ιδέας.[6]

Ο νεαρός ευγενής Βάλτερ φον Στόλτσινγκ για να κερδίσει την καρδιά της Εύας, κόρης του χρυσοχόου Πόγκνερ, αποφασίζει να πάρει μέρος στον διαγωνισμό των αρχιτραγουδιστών παραβιάζοντας τους αυστηρούς κανόνες τους, καθώς αγνοεί την τέχνη. Για καλή του τύχη, ο διάσημος αρχιτραγουδιστής Χανς Ζαξ τον βοηθά να διορθώσει ένα τραγούδι που εμπνεύστηκε από τον έρωτά του, να το προσαρμόσει στους αυστηρούς κανόνες και έτσι να κερδίσει τον ανταγωνιστή του Μπέκμεσερ.

Πρώτη πράξη: Εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης στη Νυρεμβέργη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο διαδραματίζεται στη Νυρεμβέργη στα μέσα του 16ου αιώνα, κατά την περίοδο της Μεταρρύθμισης.

Μετά τη λειτουργία στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης, η Εύα, κόρη του πλούσιου χρυσοχόου Βάιτ Πόγκνερ, και η Μαγκνταλένα, η νεαρή υπηρέτρια και συνοδός της, ετοιμάζονται να φύγουν από την εκκλησία. Ο Βάλτερ φον Στόλτσινγκ, ένας νεαρός ευγενής της υπαίθρου (γιούνκερ), ρίχνει φλογερά βλέμματα προς την κατεύθυνση της Εύας, την οποία συνάντησε την προηγούμενη μέρα στο σπίτι του πατέρα της και αμέσως ερωτεύθηκαν παράφορα. Μιλούν για λίγο και η Εύα του λέει ότι αν και τον αγαπάει, δεν είναι ελεύθερη να τον παντρευτεί επειδή ο πατέρας της έχει υποσχεθεί να την παντρέψει με τον νικητή του διαγωνισμού τραγουδιού που θα διεξαχθεί την επόμενη ημέρα, του Αγίου Ιωάννη. Δυστυχώς, ο Βάλτερ, αγνοεί αυτήν την τέχνη και δεν είναι μέλος της συντεχνίας, προϋπόθεση συμμετοχής στον διαγωνισμό.[7]

Η Μαγκνταλένα βάζει τον αγαπημένο της, τον μαθητευόμενο Ντέιβιντ, να προετοιμάσει τον Βάλτερ για τον διαγωνισμό, αφού μόνο μέλη της συντεχνίας είχαν δικαίωμα να διαγωνιστούν. Ο Ντέιβιντ τρομοκρατημένος ανακαλύπτει ότι ο Βάλτερ δεν γνωρίζει απολύτως τίποτε για την τέχνη του τραγουδιού και ότι ελπίζει σε μια μόνο μέρα να φτάσει στο επίπεδο που απαιτεί χρόνια επίπονης μελέτης - όπως ο ίδιος, που σπουδάζει τραγούδι και υποδηματοποιία κοντά στον Χανς Ζαξ, τον πιο ξακουστό αρχιτραγουδιστή.

Οι κανόνες των αρχιτραγουδιστών απαιτούσαν ότι έπρεπε να εγκριθεί ένα δοκιμαστικό τραγούδι ως το πρώτο βήμα για την αποδοχή στη συντεχνία. Ο Βάλτερ, με τις οδηγίες του Ντέιβιντ, κάνει αίτηση για το δοκιμαστικό τραγούδι κατά τη διάρκεια της βραδινής συνάντησης των δασκάλων στην εκκλησία, στην αίθουσα συνεδριάσεων των Αρχιτραγουδιστών της Νυρεμβέργης, ώστε να γίνει μέλος της συντεχνίας και να συμμετάσχει στον διαγωνισμό, να κερδίσει και έτσι να παντρευτεί την Εύα.

Ο Σίξτους Μπέκμεσερ, δημοτικός υπάλληλος στη Νυρεμβέργη, μέλος της συντεχνίας των Αρχιτραγουδιστών στην οποία κατέχει το αξίωμα του «κριτή-βαθμολογητή», πιστεύει ότι θα είναι ο νικητής του διαγωνισμού και θα κερδίσει την Εύα (και την προίκα της), το μόνο που τον ανησυχεί είναι ο όρος ότι η κοπέλα θα πρέπει να συμφωνήσει στην επιλογή. Οι προσπάθειές του να πείσει τον Πόγκνερ να αλλάξει αυτόν τον όρο αποτυγχάνουν. Οι ανησυχίες και οι υποψίες του Μπέκμεσερ εντείνονται με την εμφάνιση του Βάλτερ, νέου υποψήφιου και ανταγωνιστή για το βραβείο και την Εύα. Ως βαθμολογητής, ο Μπέκμεσερ αξιολογεί το τραγούδι του Βάλτερ και, με προφανή μεροληψία, καταφέρνει να πείσει τους παρόντες δασκάλους - με εξαίρεση τον Χανς Ζαξ - ότι ο αιτών έχει αποτύχει λόγω των πολλών λαθών του και δεν είναι κατάλληλος για μέλος. Η πρώτη πράξη τελειώνει με τη γενική αναταραχή των αρχιτραγουδιστών, που υποκινούνται από τον Μπέκμεσερ και την επιμονή του στην αυστηρή τήρηση των κανόνων, οπότε το τραγούδι του Βάλτερ διακόπτεται και απορρίπτεται. Αλλά ο στοχαστικός Ζαξ αναγνωρίζει τις προθέσεις του Βάλτερ και επιχειρηματολογεί ενάντια στις προκαταλήψεις των καθιερωμένων δασκάλων.

Δεύτερη πράξη: Οδός στη Νυρεμβέργη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Σκηνή από παράσταση του 1917

Ένας στενός δρόμος, δύο σπίτια στη σκηνή, του Πόγκνερ και του Ζαξ, μπροστά στο οποίο είναι φυτεμένη μια μεγάλη φλαμουριά και δίπλα μια πασχαλιά ανθισμένη. Γαλήνια καλοκαιρινή νύχτα.

Ο Ζαξ κάθεται μόνος. Το τραγούδι του Βάλτερ ξεσήκωσε την ψυχή του γέρου δασκάλου και του ενέπνευσε θλιβερές σκέψεις. Αν και ο Ζαξ δεν θέλει να το παραδεχτεί, αγαπά βαθιά και τρυφερά την Εύα, την οποία γνώριζε από παιδί. Ήταν αναγνωρισμένος ποιητής και θα μπορούσε να ανταγωνιστεί ο ίδιος: είναι απίθανο κάποιος να μπορέσει να τον συναγωνιστεί στην ικανότητά του στο τραγούδι. Αλλά νιώθει ότι, εκτός από βαθύ σεβασμό, δεν μπορεί να ξυπνήσει κανένα άλλο αίσθημα στην ψυχή της κοπέλας. Βλέποντάς την, ο γέρος δάσκαλος προσποιείται ότι είναι εξοργισμένος με την αναίδεια του Βάλτερ. Η απάντηση της Εύας του ανοίγει τα μάτια: είναι ερωτευμένη με τον νεαρό ευγενή.[8]

Σταδιακά η νύχτα τυλίγει την πόλη. Ο Βάλτερ εμφανίζεται έξω από το σπίτι της Εύας, η οποία κατεβαίνει, κρυμμένη δίπλα στη λεμονιά. Ήρθε για να πείσει την αγαπημένη του να φύγει για πάντα μαζί του. Οι ήχοι ενός λαούτου που πλησιάζουν διακόπτουν τη συζήτηση. Είναι ο Μπέκμεσερ που ελπίζει να κατακτήσει την Εύα με το τραγούδι του, και μετά αυτόν, τον νικητή του διαγωνισμού - δεν έχει καμία αμφιβολία για αυτό! - η κοπέλα θα τον δεχτεί για σύζυγό της. Βέβαιος για την επιτυχία, ο Μπέκμεσερ αρχίζει να τραγουδά μια σερενάτα, χωρίς καν να παρατηρήσει ότι δεν είναι η Εύα που στέκεται στο παράθυρο, αλλά η συνοδός της Μαγκνταλένα, που έχει φορέσει τα ρούχα της Εύας. Το τραγούδι του Μπέκμεσερ διακόπτεται από τον ήχο του σφυριού του τσαγκάρη Ζαξ που άρχισε να δουλεύει. Ο Μπέκμεσερ αγανακτεί από τον θόρυβο, αλλά ο Σαξ δεν του δίνει σημασία. Στο τέλος συμφωνούν ότι ο γέρος τσαγκάρης, χωρίς να σταματήσει τη δουλειά του, θα χρησιμοποιεί τα χτυπήματα με το σφυρί για να σημειώνει τα λάθη του Μπέκμεσερ όταν τραγουδά: είναι τόσα πολλά που ο Ζαξ τελειώνει τη δουλειά του και ο Μπέκμεσερ δεν έχει τραγουδήσει ακόμη ούτε τη μισή σερενάτα του. Η τραχιά, δυσάρεστη φωνή του ξυπνά τους κατοίκους των γειτονικών σπιτιών. Ο μαθητευόμενος του Ζαξ, Ντέιβιντ, ξυπνά επίσης. Βλέποντας ότι ο Μπέκμεσερ τραγουδάει μια σερενάτα στην αγαπημένη του Μαγκνταλένα, ο νεαρός αρχίζει έναν καυγά με τον φανταστικό του αντίζηλο. Σ' αυτόν συμμετέχουν και οι γείτονες που ξύπνησαν από τον θόρυβο και βγήκαν έξω να δουν τι συμβαίνει. Οι σύζυγοι, οι κόρες και οι αδερφές των εμπλεκόμενων προσπαθούν μάταια να σταματήσουν τη φασαρία. Τους σταματά ο ήχος της κόρνας του νυχτοφύλακα. Μέσα στην αναταραχή, ο Ζαξ παρακολουθεί τους δύο ερωτευμένους. Όταν ετοιμάζονται να φύγουν κρυφά μαζί, τους σταματά, στέλνει την Εύα στο σπίτι της και παίρνει τον Βάλτερ στο μαγαζί του. Οι γείτονες πηγαίνουν σιγά σιγά στα σπίτια τους. Και πάλι νύχτα και σιωπή βασιλεύει στους δρόμους της πόλης.

Σκηνή πρώτη: Σπίτι του Ζαξ

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αφίσα του 1912

Νωρίς το πρωί, ο Χανς Ζαξ συλλογίζεται στην πολυθρόνα του την «τρέλα» του κόσμου (παραληρηματικός μονόλογος) και τα περίεργα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας. Ο γέρος αρχιτραγουδιστής είναι πεπεισμένος για το εξαιρετικό ταλέντο του Βάλτερ, ο οποίος μόλις ξυπνά του λέει ότι είδε ένα όνειρο. Ο Ζαξ τον βάζει να το καταγράψει σε τραγούδι αλλά ο Βάλτερ είναι δύσπιστος: πώς μπορεί να δημιουργηθεί ένα τραγούδι από το όνειρό του; Ο Ζαξ του απαντά:

Φίλε μου! Αυτό είναι το έργο του Ποιητή αυτή τη στιγμή
να ερμηνεύει και να παρατηρεί τα όνειρά του.
Πιστέψτε με, η πιο αληθινή αυταπάτη του ανθρώπου
του αποκαλύπτεται σε ένα όνειρο:
όλη η ποίηση δεν είναι παρά ερμηνεία ονείρου...

Τότε ο Βάλτερ τραγουδά το πρωινό του όνειρο και βρίσκει την ποιητική μορφή από μόνος του. Ο Ζαξ, που σημειώνει τους στίχους και τη μελωδία και μετά υποδεικνύει στον Βάλτερ τις διορθώσεις που πρέπει να κάνει, εντυπωσιάζεται - παρ' όλη την ποιητική και μουσική ελευθερία.

Ξαφνικά, στο σπίτι του τσαγκάρη εμφανίζεται ο Μπέκμεσερ, ο οποίος χρειάζεται ένα ποίημα για τον διαγωνισμό. Ωστόσο, δεν έχει καμία απολύτως έμπνευση: η αποτυχία της σερενάτας του και ο νυχτερινός καυγάς τον έχουν αποσυντονίσει. Το βλέμμα του πέφτει σε ένα κομμάτι χαρτί με τη γραφή του Ζαξ. Το διαβάζει και πιστεύει ότι έχει σωθεί! Αυτό είναι ένα νέο τραγούδι. Χωρίς να το σκεφτεί, ο Μπέκμεσερ το βάζει στην τσέπη του.

Ο Ζαξ μπαίνει στο δωμάτιο. Κρίνοντας από την εσκεμμένα αδιάφορη εμφάνιση του επισκέπτη, μαντεύει αμέσως τι συνέβη. Θέλοντας να ντροπιάσει τον αλαζονικό δημοτικό υπάλληλο, ο Ζαξ του επιτρέπει να κρατήσει το κλεμμένο κείμενο και τον ενημερώνει ότι ο ίδιος δεν θα συμμετάσχει στον διαγωνισμό. Ο Μπέκμεσερ χαίρεται: δεν θα υπάρξει σοβαρός αντίπαλος! έτσι, πηγαίνει στον διαγωνισμό με αυτοπεποίθηση. Ο Βάλτερ ετοιμάζεται να πάει κι αυτός. Εμψυχώνοντάς τον, ο Ζαξ ευλογεί πατρικά το ζευγάρι. Προσπαθώντας να διαλύσει τη θλίψη που τον έχει κυριεύσει, ο τσαγκάρης κανονίζει μια τελετή για να χρίσει τον μαθητευόμενό του Ντέιβιντ σε τεχνίτη. Η σκηνή προκαλεί γενική διασκέδαση.[9]

Σκηνή δεύτερη: Λιβάδι κοντά στην Νυρεμβέργη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Αφίσα του 1912

Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι της πόλης συγκεντρώθηκαν στη γιορτή του Μεσοκαλόκαιρου στις όχθες του ποταμού Πέγκνιτς. Ομάδες τεχνιτών παρελαύνουν με σημαίες και λάβαρα της συντεχνίας τους. Η νεολαία οργανώνει χορούς και παιχνίδια.

Στη συνέχεια ξεκινά ο διαγωνισμός τραγουδιού. Ο Μπέκμεσερ τραγουδά το τραγούδι του Ζαξ, αλλά αποτυγχάνει παταγωδώς στην παράσταση επειδή η γραφή του είναι δυσανάγνωστη και επίσης παραμορφώνει το κείμενο με πολλά λάθη στην προσπάθειά του να το τραγουδήσει με τη δική του μελωδία. Όσο κι αν προσπαθεί, το τραγούδι του προκαλεί γέλιο στο κοινό. Πετά θυμωμένος το χαρτί στο έδαφος και εξηγεί στο έκπληκτο πλήθος ότι το τραγούδι δεν ήταν δικό του, ότι ο Ζαξ του είχε δώσει επίτηδες ένα κακό τραγούδι. Φεύγει από τη σκηνή ταπεινωμένος. Ο Ζαξ εξηγεί ότι το τραγούδι δεν είναι δικό του και καλεί τον Βάλτερ ως μάρτυρα που θα αποδείξει με τη σωστή απόδοση ότι είναι ο δημιουργός. Ο Βάλτερ τραγουδάει το αγνό τραγούδι του που βγαίνει από την καρδιά του και συγκινεί τους ακροατές και τους παρευρισκόμενους κριτές, που τον είχαν απορρίψει το προηγούμενο βράδυ. Οι δάσκαλοι δηλώνουν επίσημα την αποδοχή του στη συντεχνία. Νικητής του διαγωνισμού ανακηρύσσεται ο Βάλτερ και η όμορφη Εύα θα γίνει σύζυγός του. Ο Πόγκνερ ευλογεί το νεαρό ζευγάρι και αποφασίζει να απονείμει στον Βάλτερ τον τίτλο του αρχιτραγουδιστή. Όμως ο νεαρός αρνείται. Ο Ζαξ παρεμβαίνει: «Μην περιφρονείς τους δασκάλους και να τιμάς την τέχνη τους!», και εξηγεί την συμβολή τους στη διαφύλαξη της «ευγενούς και γερμανικής» τέχνης του τραγουδιού. Ο Βάλτερ δέχεται τελικά την τιμή. Γενική χαρά.[10]

Ιστορία της δημιουργίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την εμφάνιση της ιδέας της όπερας μέχρι την τελική εφαρμογή της πέρασαν 22 χρόνια. Το έργο δημιουργήθηκε σε πολλά στάδια, μεταξύ των οποίων ο Βάγκνερ συνέθετε και άλλα έργα. Το πρώτο κείμενο που περιγράφει λεπτομερώς την πλοκή έγινε στις 16 Ιουλίου 1845 στο Μαρίενμπαντ. Σε σύγκριση με την τελική έκδοση, περιείχε μικρές διαφορές στην πλοκή. Ορισμένοι χαρακτήρες υπέστησαν επίσης αλλαγές, για παράδειγμα, ο Χανς Ζαξ δεν εμφανίζεται τόσο αναμφισβήτητα θετικός χαρακτήρας όπως στις επόμενες εκδόσεις.

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το νέο έργο θα ήταν ένα κωμικό αντίστοιχο της όπερας Τανχόιζερ, όπου εμφανίζεται επίσης ένας διαγωνισμός τραγουδιού. Ο Βάγκνερ περιέγραψε λεπτομερώς την πρόθεσή του να γράψει μια κωμική όπερα το 1851:

Αμέσως μετά το τέλος του Τανχόιζερ, είχα την τύχη να πάω διακοπές σε ένα από τα θέρετρα της Βοημίας. Εδώ ένιωσα σύντομα ανάλαφρος και ευδιάθετος... η ευθυμία που ενυπάρχει στον χαρακτήρα μου αντικατοπτρίστηκε για πρώτη φορά στον καλλιτεχνικό χώρο.

Τον τελευταίο καιρό αποφάσισα σχεδόν συνειδητά να γράψω μια κωμική όπερα. Θυμάμαι ότι σε αυτή την απόφαση με οδήγησαν οι ειλικρινείς συμβουλές καλών φίλων που ήθελαν να γράψω μια όπερα ενός «ελαφρύτερου είδους». Κατά τη γνώμη τους, μια τέτοια όπερα θα μου έδινε πρόσβαση στη γερμανική σκηνή και θα ήταν μια σημαντική επιτυχία για τις συνθήκες της ζωής μου.

Όπως στην Αρχαία Αθήνα που τις τραγωδίες ακολουθούσε ένα χαρούμενο θέαμα, έτσι σε εκείνο το ταξίδι προέκυψε ξαφνικά μπροστά μου ένα σχέδιο για μια κωμωδία.

Ωστόσο, ο συνθέτης άρχισε να εργάζεται σοβαρά στην όπερα μόλις τον Δεκέμβριο του 1861, ολοκληρώνοντάς τη τον Οκτώβριο του 1867. Έκανε πρεμιέρα στο Μόναχο στις 21 Ιουνίου 1868.

Η όπερα διακρίνεται από ποικίλα μοτίβα, πλούσια και εκφραστική μελωδία, λυρισμό και χιούμορ, καθώς και το τεράστιο μέγεθος - η διάρκεια της μουσικής είναι περίπου 5 ώρες.