Ξυλώδες φυτό
Ξυλώδες φυτό (στα αγγλικά: woody plant), ή ξυλώδη φυτά ονομάζονται εκείνα τα φυτά που παράγουν ξύλωμα (κοινώς ξύλο) στους κορμούς τους[1]. Τα φυτά αυτά απαντώνται είτε ως δένδρα, είτε ως θάμνοι, είτε ως κληματίδες. Είναι φυτά πολυετή, δηλ. ζουν πολλά χρόνια, από 20 έτη έως και αιώνες (βλ. ελιά, σεκόγια).
Ένα ξυλώδες φυτό έχει κλαδιά και βαθιές ρίζες, ενώ το κυρίως ξύλωμά του λέγεται κορμός και αποτελείται από το λεγόμενο δευτερογενές ξύλωμα.[2] Επίσης, ο κορμός του καλύπτεται από ένα εξωτερικό περίβλημα, τον φλοιό (ή εξωτερικό φλοιό), για προστασία από μύκητες – έντομα αλλά και για φράγμα διαφυγής της υγρασίας του κορμού. Το ξύλωμα είναι δομικό στοιχείο και αποτελείται από επιμέρους ξυλώδεις ιστούς. Αυξάνει σε δύο άξονες, οριζόντια δηλ. κατά πάχος αύξηση, και καθ’ ύψος με σκοπό το δένδρο να ψηλώνει και να μπορεί να απορροφάει μεγαλύτερη ηλιακή ακτινοβολία. Τα ψηλότερα ξυλώδη φυτά (δηλ. δένδρα) της Γης φτάνουν και τα 100 μέτρα σε ύψος.
Τα ξυλώδη φυτά διακρίνονται σε δύο κατηγορίες (ανάλογα αν ρίχνουν το φύλλωμά τους ή όχι), στα αείφυλλα και στα φυλλοβόλα. Τα φυλλοβόλα είδη (λ.χ. δρύες, οξιά, λεύκη) παύουν τη χειμερινή περίοδο να έχουν κυκλοφορία νερού και θρεπτικών στοιχείων στη μάζα τους. Τα αείφυλλα είδη (λ.χ. ελιά, πουρνάρι) δεν ρίχνουν ποτέ τα φύλλα τους και βρίσκονται μάλλον σε μια συνεχή λειτουργία. Σε όλα τα ξυλώδη φυτά, υπάρχουν δύο περίοδοι ανάπτυξης, η εαρινή και η θερινή. Αυτό ισχύει για την εύκρατη ζώνη του πλανήτη. Η δεύτερη (θερινή) είναι και η σπουδαιότερη και λέγεται κύρια αυξητική περίοδος, αφού το καλοκαίρι τα φυτά αυτά φωτοσυνθέτουν στο μέγιστο.[3]
Το ξύλωμα, από χημικής άποψης, αποτελείται από ξυλώδη κύτταρα, που είναι δομημένα από κυτταρίνη και λιγνίνη αλλά και ημικυτταρίνες.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]